Ακόμα και η κρίση του κορωνοϊού χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο επιβολής των γερμανικών σχεδιασμών για μια «αποκλιμάκωση» της κρίσης σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο με τουρκικές προδιαγραφές. Όλως αιφνιδίως ανακοινώθηκε αναβολή της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. για μια εβδομάδα καθώς, όπως λέγεται, εντοπίσθηκε κρούσμα κορωνοϊού στο περιβάλλον του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η γερμανική προεδρία «ξέχασε» ότι από τον περασμένο χειμώνα αρκετές κρίσιμες συνεδριάσεις ευρωπαϊκών οργάνων, ακόμα και σε επίπεδο κορυφής, γίνονταν με τηλεδιασκέψεις. Η διαφορά ήταν ότι αυτή τη φορά το θέμα της Συνόδου Κορυφής ήταν οι κυρώσεις σε βάρος της Λευκορωσίας και Τουρκίας. Και ήδη στη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών η Κύπρος είχε εμποδίσει να παρθεί απόφαση, ζητώντας ταυτόχρονες κυρώσεις σε βάρος Λευκορωσίας και Τουρκίας.
Καθώς η Κύπρος προειδοποιούσε ότι θα παραμείνει σταθερή σε αυτήν τη στάση, και μπροστά στον κίνδυνο χρεοκοπίας της Συνόδου Κορυφής, επιλέχθηκε η αναβολή της. Το μεταξύ διάστημα αξιοποιήθηκε και αξιοποιείται στο έπακρο για την άσκηση πιέσεων. Στο στόχαστρο είναι κυρίως η «κακομαθημένη Κύπρος» που τολμά να αμφισβητήσει ό,τι είναι «δίκαιο» για τη γερμανική Ευρώπη: να υπερασπίζεται, δηλαδή, τα «ευρωπαϊκά κεκτημένα» με την πιο φανερή υποκρισία. Αδίστακτα εχθρική απέναντι στη Ρωσία, φιλική και υποστηρικτική απέναντι στα επεκτατικά σχέδια Ερντογάν, αδιάφορη και κυνική απέναντι στην Κύπρο.
Γερμανική δυσαρέσκεια – Τουρκικά τετελεσμένα
Οι πιέσεις ασκούνται με τον πιο επίσημο τρόπο τόσο σε Λευκωσία όσο και σε Αθήνα. Το Βερολίνο δηλώνει κατηγορηματικά ότι είναι αντίθετο στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας, και εκφράζει επίσημα τη δυσαρέσκειά του απέναντι σε Κύπρο και Ελλάδα που, ξεκάθαρα η πρώτη, με μισόλογα η δεύτερη (για λόγους πολιτικού κόστους), επιμένουν. Η Κύπρος επιδιώκει την ταυτόχρονη επιβολή κυρώσεων σε Λευκορωσία και Τουρκία. Η Ελλάδα διευκρινίζει ότι επιθυμεί να ανακοινωθούν οι κυρώσεις και να εφαρμοσθούν σε περίπτωση νέας τουρκικής παρεκτροπής. Η «ατσιδοσύνη» της ελληνικής διπλωματίας σε όλο της το μεγαλείο!
Το κύριο πρόβλημα είναι η ομόφωνη προθυμία της πολιτικής ελίτ να επιτρέψει την αξιοποίηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας στη διελκυστίνδα των παζαριών των ισχυρών της γης για τον έλεγχο της περιοχής
Και ενώ ο βρόγχος σφίγγει, τα μεγάλα γερμανικά έντυπα προχωρούν σε προειδοποιήσεις και απειλές. Η Frankfurter Allgemeine Zeitung, αφού στηλιτεύει την «απερισκεψία της Κύπρου» που εκθέτει την ευρωπαϊκή διπλωματία, αφήνει υπονοούμενα ότι η στάση της Κύπρου υπαγορεύεται και από την ύπαρξη κεφαλαίων Λευκορώσων κυβερνητικών στελεχών στις τράπεζές της. Από την Αθήνα ζητούν άμεση έναρξη του διαλόγου εφ’ όλης της ύλης, παρά τις συνεχιζόμενες απειλές της Τουρκίας σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας. Σε άρθρο της εφημερίδας Handelsblatt ξεκαθαρίζεται ότι «η γερμανική κυβέρνηση θεωρεί τη στρατηγική λήψης μέτρων κατά του Ερντογάν από ελάχιστα υποσχόμενη την επιτυχία, μέχρι αντιπαραγωγική». Η εφημερίδα υπογραμμίζει ότι «το Βερολίνο παρακολουθεί με αυξημένη ενόχληση την επίδειξη ισχύος του Μακρόν στη Μεσόγειο» και φιλοξενεί την άποψη του Νιλς Σμιντ, βουλευτή του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, που υποστηρίζει ότι «η μονομερής γαλλική στήριξη προς την Ελλάδα δυσκολεύει λύση διά διαπραγματεύσεων, διότι μειώνει την ετοιμότητα των Αθηνών για συμβιβασμό»…
Τα 40 δισεκατομμύρια ευρώ που αποτελούν το ύψος των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Γερμανίας-Τουρκίας είναι επαρκής λόγος για την απροκάλυπτα φιλοτουρκική στάση της Μέρκελ. Δεν είναι όμως ο μοναδικός. Η Γερμανία φιλοδοξεί να επανέλθει δυναμικά στις εξελίξεις σε Μέση Ανατολή και Αφρική, αξιολογώντας την κεντρικότητα του ρόλου που διαδραματίζει η Αν. Μεσόγειος. Συστήνει ένα αφανή (προς στιγμή) γερμανοτουρκικό άξονα ως όχημα των φιλοδοξιών της, επιχειρώντας να εκμεταλλευθεί το κενό της αμερικάνικης απουσίας-αδυναμίας να ελέγξει την περιοχή και ταυτόχρονα να ανταγωνιστεί τις γαλλικές βλέψεις. Οι γεωπολιτικές αναστατώσεις στην περιοχή μας γιγαντώνονται με απρόβλεπτες συνέπειες, αν δεν υπάρξουν οι αναγκαίες διευθετήσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, για όσα είναι μέχρι σήμερα δεδομένα.
Στο διάλογο και η αποστρατιωτικοποίηση των νήσων
Μέσα σε αυτό το κλίμα αναμένεται άμεσα η έναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου και, πιθανά, μια συνάντηση Ερντογάν-Μητσοτάκη. Όσο και αν η ελληνική πλευρά δηλώνει ότι μοναδικό θέμα των συναντήσεων είναι ο καθορισμός υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, όλα δείχνουν ότι η συζήτηση θα καθοριστεί από την τουρκική ατζέντα. Πρόθεση της Άγκυρας είναι στο τραπέζι να τεθούν όλα τα θέματα: χωρικά ύδατα, εναέριος χώρος 10 μιλίων, αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, τουρκική μειονότητα Θράκης, ΑΟΖ σε Αιγαίο. Η ΑΟΖ στην Αν. Μεσόγειο, σύμφωνα με την Άγκυρα, έχει ήδη κριθεί με βάση το τουρκολιβυκό σύμφωνο…
Τόσο η Ουάσιγκτον όσο και το Βερολίνο πιέζουν ασφυκτικά για διάλογο, αδιαφορώντας αν το αποτέλεσμα είναι η ικανοποίηση των παράνομων επεκτατικών βλέψεων της Τουρκίας. Και οι δύο θεωρούν θετικό κάθε «βήμα αποκλιμάκωσης», υποστηρίζοντας την ιδέα της δήθεν ταυτόχρονης αποστρατιωτικοποίησης των δύο ακτών του Αιγαίου. Απόσυρση, δηλαδή, των τουρκικών αποβατικών δυνάμεων από τα παράλια της Μ. Ασίας και αφοπλισμός των νησιών. Ξεχνούν σκόπιμα βέβαια το πάθημα της Κύπρου. Κυρίως «ξεχνούν» ότι η μετακίνηση των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στα παράλια μπορεί να γίνει σε ελάχιστο χρόνο, σε αντίθεση με τον επανεξοπλισμό των νησιών.
Το κρίσιμο θέμα βέβαια δεν είναι μόνο η στάση ΗΠΑ και Γερμανίας. Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά. Το κύριο ζήτημα είναι η προθυμία του ελληνικού πολιτικού κόσμου να επιτρέψει την αξιοποίηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας στη διελκυστίνδα των παζαριών των ισχυρών της γης για τον έλεγχο της περιοχής, και για τη συγκράτηση των νεο-οθωμανικών οραμάτων της Τουρκίας στην τροχιά των ανταγωνιστικών τους συμφερόντων. Τώρα, ως χώρα και λαός, ετοιμαζόμαστε να πληρώσουμε το τίμημα. Τίμημα εξαιρετικά επώδυνο αν αφεθούν τα πράγματα στα χέρια των προθύμων της πολιτικής ελίτ.