Αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το πνεύμα του πολυνομοσχεδίου που κατάθεσε η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας και το οποίο θα συμπληρωθεί με νέες νομοθετικές παρεμβάσεις το αμέσως επόμενο διάστημα, είναι η λειτουργία του σχολείου με την μικρότερη δυνατή οικονομική συμμετοχή του κρατικού προϋπολογισμού. Πιο συγκεκριμένα, το κλείσιμο σχολείων και η μετατροπή λυκείων σε λυκειακές τάξεις, κυρίως σε απομακρυσμένες περιοχές, ταυτίζεται με τον εξορθολογισμό του συστήματος. Το πού θα πάνε αυτά τα παιδιά και με τι όρους θα συμμετέχουν στη σχολική ζωή, δεν απασχολεί το αρμόδιο υπουργείο. Οι γονείς θα επωμιστούν τη μεταφορά (εξαιτίας των περικοπών στις δωρεάν μετακινήσεις των μαθητών) και τα παιδιά τους την επιπλέον κούραση για να συμπληρώσουν τη φοίτησή τους. Η εντολή που έχει δοθεί φέτος για αυστηρή εφαρμογή της διάταξης που καθορίζει τον αριθμό των μαθητών σε 30 ανά τμήμα στη Δευτεροβάθμια και 27 στην Πρωτοβάθμια, θα επιδεινώσει ένα κλίμα μπάχαλου και διάλυσης στο υποβαθμισμένο δημόσιο σχολείο και θα αυξήσει τη διαφυγή προς το ιδιωτικό αλλά και προς τα φροντιστήρια παντός είδους. Έτσι, θα ενισχυθεί περαιτέρω η αναξιοπιστία του δημόσιου σχολείου.
Η αλλαγή του τρόπου μεταθέσεων και αποσπάσεων αποσκοπεί καταρχήν στην περικοπή των προσλήψεων. Η κ. Διαμαντοπούλου δήλωσε ότι δεν χρειάζεται τόσους πολλούς εκπαιδευτικούς, λέγοντας, μάλιστα, ότι έχουμε τη μεγαλύτερη αναλογία εκπαιδευτικών ανά μαθητή στην Ε.Ε. Αλλά ένας εκπαιδευτικός θα δουλέψει και θα αποδώσει καλύτερα όταν θα είναι απαλλαγμένος από το βαρίδι των δύο σπιτιών και της χωρισμένης οικογένειας. Αντί να δοθούν κίνητρα ώστε να μείνουν εκπαιδευτικοί σε απομακρυσμένες περιοχές, εκβιάζεται ο εκπαιδευτικός να παραμένει μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μακριά από τον τόπο διαμονής του.
Η υποχρεωτική αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών και τα πολλαπλά αντικείμενα που θα αναγκαστεί να διδάξει με τη δεύτερη ανάθεση οδηγούν σε ένα σχολείο που δεν αποδίδει με εντατικοποιημένους εκπαιδευτικούς. Ο εκπαιδευτικός δεν είναι πανεπιστήμονος να μπορεί να ανταποκριθεί σε κάθε θέμα. Χρειάζεται προετοιμασία, και γι’ αυτό το λόγο υπάρχει το μειωμένο ωράριο. Η διαφάνεια και η κοινωνική διαβούλευση για τη λειτουργία του σχολείου μέσα από το διαδίκτυο, η δημοσιοποίηση της κατάστασης του σχολείου και των μαθητών και των στόχων που θα μπαίνουν είναι το κερασάκι σε μια τούρτα στυφή, άνοστη και μουχλιασμένη εσωτερικά, που έχει όμως όμορφη εμφάνιση. Όταν τα όρια τα θέτει κάποιος άλλος, στους γονείς και στους μαθητές, αυτό που θα του απομένει θα είναι να «συμβάλλει» με τις απόψεις του και την κριτική του, μέσα σε αυτά τα πλαίσια. Όταν π.χ. σε ένα σχολείο δεν θα υπάρχουν αρκετά χρήματα, ώστε να καλυφτούν οι ανάγκες του, ποιος μπορεί να είναι ένας εποικοδομητικός διάλογος; Όταν δεν θα πληρώνεται ένας εκπαιδευτικός γιατί δεν θα έχει τους ανάλογους πόρους ο δήμος, όταν αυτό το σχολείο θα βρίσκεται σε μια υποβαθμισμένη περιοχή (και τώρα με την κρίση αυτές οι περιοχές θα πολλαπλασιαστούν) το να πετιέται το μπαλάκι της λειτουργίας του σχολείου στους γονείς, τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς, όσο αρμονική συνεργασία και αν έχουν, θα δημιουργήσει προστριβές και αντιπαραθέσεις αναμεταξύ τους, ενώ ο κύριος υπεύθυνος αυτής της κατάστασης θα βρίσκεται στο απυρόβλητο. Η υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης αφήνει ένα κενό. Και επειδή η φύση απεχθάνεται το κενό, κάποιος άλλος θα το καλύψει. Αυτός θα είναι ο ιδιωτικός τομέας και όχι απαραίτητα με τη μορφή μιας επιχείρησης, αλλά και με τη μορφή μιας επένδυσης του γονιού για τα παιδιά του. Γι’ αυτό και στους πόρους του σχολείου επισημοποιείται σαν χρηματοδότης ο σύλλογος γονέων μαζί με την τοπική κοινωνία (δήμοι, επιχειρήσεις κ.λπ.). Αναμένοντας να δούμε το σύνολο των νομοθετικών παρεμβάσεων της υπουργού, κάτω και από το πρίσμα των μέτρων που προωθεί η τρόικα, το σίγουρο είναι ότι ο μαθητής, ως μαθητής μόνο κατ’ όνομα, θα βρίσκεται στο ενδιαφέρον του υπουργείου. Αλλά γι’ αυτά σε μια επόμενη αναφορά…
Λ.Β.