«Εκείνη του Μάρτη 1871 είναι η μεγαλύτερη πλημμυρίδα του αιώνα, η πιο καταπληκτική εκδήλωση αυτής της λαϊκής δύναμης που πήρε τη Βαστίλλη, ξανάφερε το βασιλιά στο Παρίσι, εξασφάλισε τα πρώτα βήματα της Γαλλικής Επανάστασης, ματώθηκε στο Πεδίο Άρεως, πήρε τον Κεραμεικό, έδιωξε τον Πρώσο, εξοστράκισε τη Γιρόνδη, τροφοδότησε με ιδέες τη Συμβατική, τους Γιακωβίνους, το Κεντρικό Δημαρχείο, σάρωσε τους παπάδες, αναδιπλώθηκε κάτω από τον Ροβεσπιέρρο, ανορθώθηκε στον Πραιριάλ, μετά κοιμήθηκε είκοσι χρόνια για να ξυπνήσει με το κανόνι των συμμάχων, να ξαναβυθιστεί στη νύχτα, να αναστηθεί το 1830, και αμέσως δεμένη πάλι να κάνει τα σκιρτήματα των πρώτων χρόνων της ορλεανικής βασιλείας, να σπάσει τα χαλινάρια της το ’48, να τραντάξει για τρεις μέρες τον Ιούνη τη Δημοκρατία-μητριά, να συνθλιβεί και πάλι με νέα έκρηξη το ’69, να αδειάσει τον Κεραμεικό το ’70, να προσφέρει τον εαυτό της ενάντια στον εισβολέα και πάλι περιφρονημένη, στιγματισμένη, μέχρι την ημέρα που σύντριψε το χέρι που θέλησε να τη σβήσει.
Αυτό το σύντομο, αδιάκοπο επαναστατικό κύμα στην ιστορία μας, πότε γίνεται φανερό πότε υπόγειο, σαν όλα τα ποτάμια που ξαφνικά καταποντίζονται σε βάραθρα και σε άμμους για να ξαναφανούν πολύ πιο φοβερά στον κατάπληκτο ήλιο.
Εγώ θα σας μιλήσω για την τελευταία έκρηξη και για τις λίμνες με λάσπη που έθαψαν τα φρέσκα νερά. […]
[Τα στοιχεία] συνοψίστηκαν από έναν παλιό μαχητή βέβαια, αλλά που δεν ήταν ούτε μέλος, ούτε αξιωματικός, ούτε αξιωματούχος, ούτε υπάλληλος της Κομμούνας, από έναν απλό μαχητή που γνώρισε τους ανθρώπους όλων των κύκλων, που είδε τα γεγονότα, που έζησε τα δράματα, που για πολλά χρόνια συγκέντρωσε, λίχνισε τις μαρτυρίες δίχως άλλη φιλοδοξία από το να φωτίσει για τη νέα γενιά τα ματωμένα χνάρια που χάραξε η πρεσβύτερή της.» […]
Η ανακήρυξη της Κομμούνας
«[…] Η Κυριακή, 26 του Μάρτη, είναι μια ανανέωση. Το Παρίσι αναπνέει, σαν να βγήκε από τα σκοτάδια ή από ένα μεγάλο κίνδυνο. Στις Βερσαλλίες οι δρόμοι είναι απαίσιοι, οι χωροφύλακες κρατούν το σταθμό, απαιτούν άγρια χαρτιά, κάνουν κατάσχεση στις παρισινές εφημερίδες, στην παραμικρότερη λέξη συμπάθειας για την πόλη σας συλλαμβάνουν. Στο Παρίσι μπαίνουν ελεύθερα. Οι δρόμοι ζωντανοί, τα καφενεία θορυβώδικα. Το ίδιο χαμίνι διαλαλεί την Paris-Journal και την Κομμούνα. Οι επιθέσεις ενάντια στο Κεντρικό Δημαρχείο, οι διαμαρτυρίες μερικών χολερικών απλώνονται διπλά στις αφίσες της Κεντρικής Επιτροπής. Ο λαός δεν έχει πια οργή, αφού δεν έχει φόβο. Το ψηφοδέλτιο αντικατέστησε το τουφέκι. […]
[…] Ειλικρινής ψηφοφορία ενός ελεύθερου λαού. Ούτε αστυνομία, ούτε ίντριγκες γύρω από τις αίθουσες. “Οι εκλογές θα γίνουν σήμερα δίχως ελευθερία’’, τηλεγράφησε ακόμα ο κ. Θιέρσος. Η ελευθερία ήταν τόσο απόλυτη που πολλοί αντίπαλοι της Κεντρικής Επιτροπής εκλέχτηκαν, ενώ άλλοι εκπροσωπούσαν πολύ ισχυρές μειοψηφίες. Ο Λουί Μπλαν 5.680 ψήφους, ο Βωτρν 5.133 κ.λπ. και δεν υπήρχε ούτε μία διαμαρτυρία. […]
Την επόμενη ημέρα, 200.000 «άθλιοι» πήγαν στο Κεντρικό Δημαρχείο να εγκαταστήσουν τους εκλεκτούς τους. Τα τάγματα με τα τύμπανα ηχούσαν, η σημαία με κρεμασμένο το φρυγικό σκούφο, η κόκκινη κορδέλα στο ντουφέκι, πλήθη από στρατιώτες της γραμμής, πυροβολητές και ναύτες πιστοί στο Παρίσι, κατέβαιναν από τους δρόμους στην πλατεία Γκρεβ, όπως τα παρακλάδια ενός γιγάντιου ποταμιού. Στην μέση του Κεντρικού Δημαρχείου, κόντρα στην κεντρική πύλη, έχει στηθεί μια μεγάλη εξέδρα. Η προτομή της Δημοκρατίας, η κόκκινη εσάρπα στο βάθρο, ακτινοβολούν κόκκινες δέσμες και προστατεύουν. Τεράστια πανώ στη μετώπη, στον πύργο, ανεμίζουν για να στείλουν το χαιρετισμό στη Γαλλία. Εκατό τάγματα παρατάσσονται μπ ροστά στο Κεντρικό Δημαρχείο με τις ξιφολόγχες γυμνές στον ήλιο. Αυτοί που δεν μπόρεσαν να εισχωρήσουν βρίσκονται στις αποβάθρες, στην οδό Ριβολί, στο βουλεβάρτο Σεβαστούπολης. Οι σημαίες που είναι συγκεντρωμένες μπροστά στην εξέδρα, οι περισσότερες κόκκινες, μερικές τρίχρωμες, όλες με κόκκινες ταινίες, συμβολίζουν την άνοδο του λαού. Ενώ τα τάγματα παρατάσσονται, ξεσπάνε τραγούδια, οι μουσικές παίζουν τη Μασσαλιώτιδα και το Τραγούδι της Αναχώρησης, οι σάλπιγγες σαλπίζουν έφοδο και το κανόνι της Κομμούνας του ’92 βροντάει στην αποβάθρα.
Ο θόρυβος σταματάει, ακούνε. Τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής και της Κομμούνας, με την κόκκινη εσάρπα σταυρωτά, εμφανίζονται στην εξέδρα. Ο Ρανβιέ: “Η Κεντρική Επιτροπή παραδίνει τις εξουσίες της στην Κομμούνα. Πολίτες, έχω πολύ γεμάτη την καρδιά μου από χαρά για να βγάλω λόγο. Επιτρέψτε μου μονάχα να δοξάσω το λαό του Παρισιού για το μεγάλο παράδειγμα που δίνει στον κόσμο’’. Ένα μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, ο Μπουρσιέ, αδελφός του μικρού που σκοτώθηκε στην οδό Τικτόν το 1852 («Το παιδί δέχτηκε δυο σφαίρες στο κεφάλι»), διακηρύχνει τους εκλεγμένους. Τα τύμπανα χτυπούν. Οι μουσικές, 200.000 φωνές τραγουδούν τη «Μασσαλιώτιδα», δεν θέλουν άλλους λόγους. Σε μια ανάσα, μόλις προλαβαίνει ο Ρανβιέ να φωνάξει: «Στο όνομα του λαού ανακηρύχνεται η Κομμούνα!»
Μια μονάχα κραυγή απαντάει, που είναι των 200.000 ατόμων: «Ζήτω η Κομμούνα!». Τα πηλίκια χορεύουν στην άκρη των ξιφολογχών, οι σημαίες μαστιγώνουν τον αέρα. Στα παράθυρα, στις στέγες χιλιάδες χέρια κουνάνε μαντήλια. Οι ομοβροντίες των κανονιών, οι μουσικές, οι σάλπιγγες, τα τύμπανα, ενώνονται μέσα σε μια υπέροχη αρμονία. Οι καρδιές αναπηδούν, τα μάτια λάμπουν από δάκρυα. Ποτέ από την Ομοσπονδία του 1792 δεν τραντάχθηκαν τόσο τα σπλάγχνα του Παρισιού. […]
Οι πράκτορες του κ. Θιέρσου αποθαρρύνθηκαν: “ Ήταν όλο το Παρίσι’’. […]
[…] Σ’ αυτό το περίφημο οδόφραγμα του Σατώ-ντ’ Ω, κλειδί του βουλεβάρτου Βολταίρου, ένα αγόρι 18 χρονών που κουνάει μια σημαία-σήμα πέφτει νεκρό. Ένα άλλο παιδί πιάνει τη σημαία-σήμα, ανεβαίνει στο οδόφραγμα, δείχνει τη γροθιά στον αόρατο εχθρό και τον κατηγορεί που σκότωσε τον πατέρα του. Ο Βερμορέλ, Ο Τεζ, ο Ζακλάρντ, ο Λισμπόν προσπαθούν να το κατεβάσουν. Αρνιέται μέχρι που μια σφαίρα το διαπερνάει. Φάνηκε πως αυτό το οδόφραγμα γοητεύει: μια κοπέλα 19 χρονών, η Μαρί Μ., ντυμένη πεζοναύτης, ρόδινη και χαριτωμένη με μαύρα μαλλιά σε μπούκλες, πολέμησε εκεί ολόκληρη την ημέρα. Μια σφαίρα στο μέτωπο σκότωσε το όνειρό της. Ένας υπολοχαγός σκοτώθηκε μπροστά από το οδόφραγμα. Ένα παιδί 15 χρονών, ο Ντωτέιγ θα διασχίσει τα καλντερίμια για να μαζέψει κάτω από σφαίρες το πηλίκιο του νεκρού και να το πάει στους συντρόφους του.
Σ’ αυτή τη μάχη στους δρόμους, όπως και στη μάχη σε ανοιχτό πεδίο, τα παιδιά δείχτηκαν το ίδιο μεγάλοι όπως και οι άντρες. Σ’ ένα οδόφραγμα της συνοικίας Τεμπλ, ο φοβερότερος σκοπευτής ήταν ένα παιδί. Όταν πάρθηκε το οδόφραγμα, όλοι οι υπερασπιστές του στήθηκαν στον τοίχο. Το παιδί ζήτησε τρία λεπτά αναστολή: “Η μητέρα του μένει απέναντι. Να της δώσει το ασημένιο του ρολόι για να μη τα χάσει τουλάχιστον όλα’’. Ο αξιωματικός αθέλητά του συγκινημένος, τον άφησε να φύγει, πιστεύοντας πως δεν θα τον ξαναδεί. Τρία λεπτά μετά, ένα “Να ’μαι κι εγώ’’. Ήταν το παιδί, που πήδηξε στο πεζοδρόμιο και ανάλαφρα ακούμπησε στον τοίχο δίπλα στα πτώματα των ντουφεκισμένων συντρόφων του.
Αθάνατο Παρίσι όσο θα γεννάει τέτοιους ανθρώπους.»
Το έργο του Προσπέρ-Ολιβιέ Λισαγκαρέ, Η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας του 1871, σε μετάφραση της Χρ. Θεοδωροπούλου, εκδόθηκε στα ελληνικά σε δύο τόμους από τον Ελεύθερο Τύπο, το 2005.
Ο Προσπέρ-Ολιβιέ Λισαγκαρέ (1838-1901) ήταν δημοσιογράφος ο οποίος συμμετείχε ενεργά στην Κομμούνα μέχρι το τέλος της. Στα πρώτα πέντε χρόνια της αυτοεξορίας του μετά την πτώση της Κομμούνας, ο Λισαγκαρέ ασχολήθηκε με τη συγγραφή της Ιστορίας της Κομμούνας, η οποία εκδόθηκε στις Βρυξέλλες το 1876. Εκτός από τον βιωματικό και ιστορικό της χαρακτήρα, η Ιστορία του Λισαγκαρέ περιλαμβάνει και τις παρατηρήσεις του συγγραφέα για την εξέγερση. Θεωρείται διεθνώς η πληρέστερη και ακριβέστερη καταγραφή των γεγονότων της Κομμούνας. Το έργο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γιάννη Χοντζέα, αλλά παρέμεινε ανέκδοτο. Τα αποσπάσματα που παρατίθενται, προέρχονται από αυτή τη μετάφραση.