Όλα γίνονται, όλα μπορούν να ζητηθούν από τον εργαζόμενο. Το λέει άλλωστε κι η λέξη. Η δουλειά να βγαίνει ή, από μια άλλη σκοπιά, «δουλίτσα να υπάρχει». Μα κανείς δεν τον ανάγκασε, είναι κι αυτός σαν τη θάλασσα, τα πάντα μπορεί να δεχτεί, ξαπλώστρες, ξαπλωτούς, φουσκωτούς, να ρέει το κοκτέιλ και ο ιδρώτας. Οικειοθελώς βεβαίως, τα έχει λύσει τα θέματα αυτά η ζωή μαζί και η ελεύθερη αγορά. Σίγουρα πιο δροσερά από την καμαριέρα, τον σερβιτόρο-τον-χερσαίο-τον-κανονικό, αυτούς που κατά χιλιάδες, μακριά από σκανδαλώδεις φωτογραφίες που προκαλούν το κοινό αίσθημα εργάζονται στις τουριστικές φάμπρικες του ελληνικού καλοκαιριού.
Σαν τους άγνωστους νεκρούς ένα πράμα, πρώην ασθενείς, κατά χιλιάδες παρατημένοι στα νοσοκομεία ή στο σπίτι τους, μακριά από την Υγεία που θα τους άξιζε, που έφυγαν χωρίς κανένα ΕΚΑΒ να αργεί, χωρίς φώτα της δημοσιότητας. Ή σαν τα παιδιά και τα παιδάκια που όλο τα στριμώχνουν σε ψηφιακές ζωές για να έρθουν μετά να τα σώσουν από την ίδια τους τη βία όταν κάτι συγκλονιστικό «ξαφνικά» συμβεί. Γιατί έχει σημασία οι ντροπιαστικές αυτές εικόνες να φωτίζουν και όχι να συσκοτίζουν θεαματικά το «καθημερινό», αυτό που γίνεται συνθήκη, πήχης, φαντασιακό, ρίχνοντας την κοινωνία συνολικά μια ακόμα πίστα πιο κάτω. Γιατί έχει σημασία να μιλά κανείς και για τον εαυτό του, για την «κοινωνία της Ρόδου», για τους «γιατρούς», για τους «δασκάλους». Τουλάχιστον ως μέρος της λύσης.
Κι η απόσταση όχι απλά να μεγαλώνει αλλά να το φωνάζει κιόλας. Ανάμεσα στη χλιδή και το μεροκάματο. Ανάμεσα στο χρήμα που προσφέρεται για να αγοράσει τα πάντα κι αυτό που δίνεται για να βγει κι η επόμενη μέρα. Με τα όρια να καταργούνται στην πράξη κι έπειτα στο μυαλό, κάνοντας το παράλογο όχι απλά κανονικό μα και νόμιμο. Όποιος έχει δουλέψει σεζόν, γνωρίζει ότι οι «καλές θέσεις», οι περιζήτητες, είναι αυτές με τα καλά tips. Στο λέει άλλωστε και το αφεντικό από την πρώτη στιγμή, μην τυχόν και νιώσεις ότι σε ρίχνει με το μισθό που σου δίνει. Η ανισότητα έχει πια ξεφύγει, το θράσος επίσης. Τα κινήματα των τελευταίων δεκαετιών τη στιγμάτισαν μέσα από το σύνθημα «είμαστε το 99%». Όσα γίνονται αυτές τις μέρες στη Γαλλία –«ταραχές» λέει– έχουν κι εκεί τη ρίζα τους.
Μα ποιος ασχολείται με όλους αυτούς και με «όλο αυτό»; Σε ποια προεκλογική ατζέντα είδε κανείς τον «νέο που δουλεύει στον τουρισμό»; Ποιος ψέλλισε κάτι για την Ελλάδα που δεν πρέπει να γίνει χωματερή –με κρασί και θάλασσα βεβαίως– και προορισμών διακοπών για τους ξένους, αλλά μη τόπος για τους… ντόπιους;
Υ.γ.: Έγραφε κάποιος παλιά ότι αποτελεί ηθική επιταγή να ανατραπούν όλες οι κοινωνικές σχέσεις «όπου ο άνθρωπος είναι ένα ταπεινωμένο, υποδουλωμένο, εγκαταλελειμμένο, καταφρονημένο ον». Και οι τέσσερις λέξεις έχουν σήμερα τη σημασία τους.