Πώς φτάσαμε στην εκλογική ήττα της κυβέρνησης Μαδούρο στη Βενεζουέλα και ποιοι δρόμοι ανοίγονται πλέον για το απελευθερωτικό κίνημα στην περιοχή
του Ερρίκου Φινάλη
Εξέπληξαν δυσάρεστα τους προοδευτικούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών στη Βενεζουέλα, και ιδίως όσους δεν παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις στη Λατινική Αμερική. Έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε καταρχήν την έκταση της ήττας του «στρατοπέδου του Τσάβες», που πρέπει να μπει στις σωστές της διαστάσεις, και φυσικά τις αιτίες της. Έπειτα, καθώς συνέβη μετά την αντίστοιχη ήττα της κεντροαριστερής διακυβέρνησης Κίρχνερ στην Αργεντινή, να ασχοληθούμε επίσης με έναν προβληματισμό που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται σε διεθνές επίπεδο: Αποτελούν αυτές οι ήττες, σε συνδυασμό με τη νεοφιλελεύθερη στροφή της κεντροαριστερής Ντίλμα Ρούσεφ στη Βραζιλία, την έναρξη μιας αντιστροφής των διαδικασιών που άλλαξαν το χρώμα της Λατινικής Αμερικής; Βρισκόμαστε ή όχι, μπροστά στην παλινόρθωση του νεοφιλελευθερισμού και της επικυριαρχίας των ΗΠΑ, που είχαν δεχτεί χτυπήματα, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, σε πολλές λατινοαμερικάνικες χώρες;
Αλλά πριν απαντηθούν αυτά, χρειάζεται μια αναφορά στο αυτονόητο, επειδή ξαφνικά ξεχνιέται από τους πανηγυρίζοντες αντιδραστικούς: η λαϊκή διακυβέρνηση που αναδείχτηκε από την πρώτη νίκη του Τσάβες το 1998 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με τον πρόεδρο Μαδούρο («δικτάτορα» κατά τις δυτικές κυβερνήσεις και τα διεθνή συστημικά ΜΜΕ), διοργάνωσε όπως πάντα ελεύθερες, αδιάβλητες και δημοκρατικές εκλογές. Σε πλήρη αντίθεση με τις παρωδίες εκλογών που πραγματοποιούν οι προστατευόμενοι της Δύσης σε δεκάδες χώρες (το παράδειγμα της Ουκρανίας αρκεί, για να μην αναφερθούμε σε άλλες νεοαποικίες των Δυτικών…). Οι υποστηρικτές του Μαδούρο αναγνώρισαν το αποτέλεσμα με ηρεμία – σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε όλες τις προηγούμενες αναμετρήσεις, όπου η αντιπολίτευση αρνούνταν να αποδεχτεί την ήττα της και προκαλούσε αιματηρά επεισόδια.
Η πραγματική έκταση της ήττας
Μετά αυτήν την απαραίτητη υπόμνηση, ας πάμε απευθείας στην έκταση της ήττας, που εμφανίστηκε ως «συντριπτική». Όπως φαίνεται και στον πίνακα με τα εκλογικά αποτελέσματα της περασμένης Κυριακής, το κυβερνητικό Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Βενεζουέλας (PSUV) ξεπέρασε το 40%, και μάλιστα αύξησε τις ψήφους του σε σχέση με το 2010. Διαψεύστηκαν έτσι όλες (μα όλες!) οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου τριμήνου, που το τοποθετούσαν μεταξύ… 17% και 32%, δημιουργώντας το «κατάλληλο» κλίμα.
Αυτό δεν το τονίζουμε για να μειώσουμε το γεγονός της ήττας, αλλά για να καταδειχθεί πόσο «συντριπτική» είναι. Άλλωστε και στις τελευταίες προεδρικές εκλογές ο Μαδούρο εξελέγη με πολύ μικρή διαφορά από τον Ενρίκε Καπρίλες, τον επικεφαλής της ενιαίας αντιπολίτευσης (50,6% έναντι 49,1%). Αυτό είναι εξάλλου δείγμα της διαχρονικής πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης στη Βενεζουέλα, όπου (σε αντίθεση π.χ. με τη Βολιβία) η αντιπολίτευση ήταν καλά οργανωμένη και ανέκαθεν υποστηριζόταν δυναμικά από ένα ισχυρό κοινωνικό μπλοκ της ολιγαρχίας και μεγάλου τμήματος των μεσαίων τάξεων.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον δεδομένο, που αποτελεί μεγάλη πρωτοτυπία σε λατινοαμερικάνικο επίπεδο: τα τελευταία χρόνια οποιαδήποτε εκλογική αναμέτρηση έχει δημοψηφισματικό χαρακτήρα αφού, με την κατάλληλη και έμπρακτη «ενθάρρυνση» των ΗΠΑ και της ντόπιας ολιγαρχίας, όλες οι τάσεις της αντιπολίτευσης έχουν σχηματίσει ένα ενιαίο κόμμα: τη Στρογγυλή Τράπεζα Δημοκρατικής Ενότητας (MUD). Σ’ αυτό το κόμμα συμμετέχουν οι πάντες: από ακροδεξιούς έως και… «αριστεριστές», με όλη την ενδιάμεση γκάμα: κεντροδεξιούς, φιλελεύθερους, σοσιαλδημοκράτες κ.λπ.
Αιτίες μιας τιμωρητικής ψήφου
Και έτσι όμως, παραμένει το ερώτημα: γιατί ηττήθηκε το κυβερνητικό στρατόπεδο; Ο πρόεδρος Μαδούρο το βράδυ των εκλογών αναγνωρίζοντας την ήττα του, την απέδωσε στον «διεθνή οικονομικό πόλεμο» που κήρυξαν οι ιμπεριαλιστές εναντίον της Βενεζουέλας. Ο πόλεμος αυτός είναι γεγονός, και μάλιστα δεν είναι μόνο οικονομικός. Αλλά ο πόλεμος έχει ξεκινήσει ήδη από τα πρώτα χρόνια του Τσάβες στην εξουσία, με πραξικοπήματα, προβοκάτσιες, γκεμπελικού τύπου προπαγάνδα και μια διαρκή προσπάθεια αποσταθεροποίησης της πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας. Γιατί λοιπόν ήρθε τώρα η ήττα;
Ένα πρώτο επιχείρημα που προβάλλεται, και είναι ισχυρό, αφορά την κατάρρευση των διεθνών τιμών του πετρελαίου τα τελευταία χρόνια – στα έσοδα από την εξαγωγή του οποίου βασίζει η κυβέρνηση τις πολύμορφες πολιτικές ενίσχυσης των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού. Πράγματι, χάρη κυρίως σε αυτά τα έσοδα η βενεζουελάνικη κοινωνία έχει κάνει άλματα στην καταπολέμηση της φτώχειας, στην ανάπτυξη των εκπαιδευτικών και υγειονομικών δομών, στη στέγαση και διατροφή εκατομμυρίων πολιτών που κυριολεκτικά δεν υπήρχαν για τις προ του 1998 κυβερνήσεις.
Τώρα αυτά τα έσοδα λείπουν, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υποστηριχθεί επαρκώς ούτε η κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης (με αιχμή τη διατήρηση πολύ χαμηλών τιμών για πλειάδα βασικών προϊόντων) ούτε η επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία του εθνικού νομίσματος έναντι του δολαρίου ΗΠΑ. Η δυσαρέσκεια των πολιτών που περιμένουν ώρες στα καταστήματα διάθεσης προϊόντων σε χαμηλές κρατικές τιμές, δίχως καν να είναι σίγουροι ότι θα επαρκέσουν για όλους, και η τεράστιας έκτασης μαύρη αγορά τροφίμων και συναλλάγματος, συνέβαλαν σίγουρα στην ψήφο τιμωρίας που γιγάντωσε τα ποσοστά της αντιπολίτευσης. Είναι χαρακτηριστικό της τιμωρητικής ψήφου ότι η αντιπολίτευση πρώτευσε ακόμα και σε προπύργια των τσαβιστών, για παράδειγμα σε αρκετές φτωχογειτονιές του Καράκας.
Επανέρχεται έτσι με δραματικό τρόπο η συζήτηση που διεξάγεται εδώ και καιρό στους κόλπους των προοδευτικών κινημάτων, στη Βενεζουέλα και αλλού, σχετικά με τη δυνατότητα (κατ’ άλλους αναγκαιότητα) ριζικής αλλαγής των οικονομικών και παραγωγικών δομών. Αλλαγής μέσα από την οικοδόμηση μιας διαφοροποιημένης και πιο αυτάρκους οικονομίας, που δεν θα εξαρτάται σε ασφυκτικό βαθμό από τις εξαγωγές πρώτων υλών και από τα καπρίτσια των «αγορών». Είναι βέβαια αμφίβολο αν θα μπορούσε να επιτευχθεί μια τέτοια ριζική αλλαγή ταυτόχρονα με την καταπολέμηση της γενικευμένης φτώχειας που κυριαρχούσε στα τέλη του 20ού αιώνα – ένα καθήκον πρωταρχικό και άμεσο για κυβερνήσεις όπως του Τσάβες…
Παλινόρθωση και αντίσταση
Μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της Βενεζουέλας, ανακύπτει εύλογα ο προβληματισμός περί του αν βρισκόμαστε μπροστά σε μια διαδικασία συνολικότερης παλινόρθωσης του «παλιού» στη Λατινική Αμερική. Πολλοί συστημικοί αναλυτές επισημαίνουν έναν σημαντικό «κίνδυνο» για την επιχείρηση επιστροφής του νεοφιλελευθερισμού και της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας στην υποήπειρο: ότι η λαϊκή ψήφος στην Αργεντινή και στη Βενεζουέλα είχε τιμωρητικό χαρακτήρα, κι ότι οι λαϊκές πλειοψηφίες παραμένουν προσηλωμένες στο όραμα μιας πιο δίκαιης κοινωνίας.
Εάν και εφόσον οι νικητές (που νίκησαν υποσχόμενοι τα πάντα σε όλους) επιχειρήσουν να ανατρέψουν τις λαϊκές κατακτήσεις, τις οποίες η μεγάλη πλειοψηφία θεωρεί αδιαπραγμάτευτες, θα αντιμετωπίσουν τεράστια αντίσταση. Στη συλλογική μνήμη η δεκαετία του ’90, δεκαετία «θριάμβου» των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, έχει καταγραφεί ως περίοδος λεηλασίας χωρών και λαών, με πολύ απτά αποτελέσματα: γενίκευση της φτώχειας, της ανεργίας, της χρεοκοπίας, της πείνας. Η απόπειρα επαναφοράς αυτών των πολιτικών θα εξανεμίσει τα πρόσκαιρα εκλογικά κέρδη των πολιτικών εκπροσώπων του νεοφιλελευθερισμού και του ιμπεριαλισμού, και πιθανά θα σημάνει ένα απότομο τέλος για την επιχειρούμενη παλινόρθωση.
Για να βάλουμε μια προσωρινή άνω τελεία, επιστρέφοντας στη Βενεζουέλα: εάν η αντιπολίτευση διαθέτει πράγματι, όπως διατείνεται ο Καπρίλες, την ενισχυμένη πλειοψηφία των δύο τρίτων στη νέα Βουλή (χάρη στην υποστήριξη των 3 ιθαγενών βουλευτών), μπορεί να μπλοκάρει την πολιτική του Μαδούρο – που παραμένει πρόεδρος με αποφασιστικές εξουσίες, σύμφωνα με το σύστημα προεδρικής δημοκρατίας που έχει η χώρα. Μπορεί ακόμη και να επιχειρήσει την πρόωρη ανατροπή του.
Οι πιο ψύχραιμες φωνές εντός του κόμματος του Καπρίλες τον προειδοποιούν να μην το κάνει, επειδή δεν θα μπορέσει να εφαρμόσει για πολύ τις πολιτικές της δεκαετίας του ’90. Για πολλούς λόγους: ευθραυστότητα της ενισχυμένης πλειοψηφίας, λαϊκή αντίδραση, χαμηλές τιμές των πρώτων υλών κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, η μπάλα είναι πλέον στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης, που δεν φημίζεται ούτε για την ψυχραιμία του ούτε για την αποτελεσματικότητα των πολιτικών του. Όσοι δεν το ψήφισαν, αλλά και πολλοί απ’ αυτούς που το ψήφισαν, ήδη περιμένουν με το δάχτυλο στη σκανδάλη…
Συνθηκολόγηση ή βάθεμα της απελευθερωτικής διαδικασίας;
Με μια έννοια, η εκλογική ήττα του PSUV θα αναζωογονήσει τη δημιουργική αναζήτηση «των μεθόδων που θα μας επιτρέψουν να υπερασπίσουμε αποτελεσματικά τις δημοκρατικές επαναστάσεις μας», όπως είπε ο πρόεδρος της Βολιβίας Έβο Μοράλες, προσθέτοντας ότι «αυτό που πρέπει να διδαχθούμε από τη νίκη της δεξιάς αντιπολίτευσης στη Βενεζουέλα είναι ότι επείγει να βαθύνουμε τις διαδικασίες πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής απελευθέρωσης από τον ιμπεριαλισμό».
Πράγματι, η απάντηση στη δεξιά αντεπίθεση στη Λατινική Αμερική δεν είναι η πλήρης συνθηκολόγηση που βλέπουμε π.χ. στη Βραζιλία, όπου η κεντροαριστερή κυβέρνηση εφαρμόζει χωρίς κόμπλεξ πλέον, νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Είναι ακριβώς αυτή η συνθηκολόγηση που ενθαρρύνει και δυναμώνει τη βραζιλιάνικη Δεξιά, ενώ ταυτόχρονα προκαλεί απογοήτευση και σύγχυση στα μαζικά κοινωνικά κινήματα, όπως το Κίνημα Ακτημόνων (MST) που ανέδειξαν το Κόμμα Εργατών του Λούλα, και τώρα της Ρούσεφ, στην εξουσία.
Αντίθετα, όπως με… αρκετό τακτ προτείνουν οι Βολιβιάνοι, το στοίχημα είναι να μειωθεί η απόσταση μεταξύ λαϊκών κυβερνήσεων και κοινωνικών κινημάτων, που μεγάλωσε μετά από χρόνια διακυβέρνησης από δυνάμεις που επαγγέλλονταν το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, και να ανοίξει μια «ειλικρινής και βαθιά συζήτηση» για το δρόμο προς ακόμη πιο ριζοσπαστικές αλλαγές και ενεργητική λαϊκή συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας.