του Δημήτρη Α. Τραυλού – Τζανετάτου
«Ο πολίτης δεν έχει πια δικαίωμα στην υγεία (health safety), αλλά υποχρέωση νομικά στην υγεία (biosecurity)»
Giorgio Agamben
1 Ένα βασικό, καινοφανές στοιχείο που χαρακτηρίζει την αντιμετώπιση του sars – cov – 2 είναι η απόφαση για λήψη, οριζόντιων βασικά μέτρων, προστασίας της υγείας, μεγάλης έντασης και έκτασης, παρά τις δραματικές επιπτώσεις τους στην ασταθή ακόμη και καχεκτικά αναπτυσσόμενη οικονομία σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο. Ενδεικτική για τον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα είναι η σύγκριση των επιπτώσεων αυτών με εκείνες ενός παγκόσμιου πολέμου. Μια σύγκριση που παραπέμπει στην περίφημη «δημιουργική καταστροφή», η οποία σε περιόδους κρίσης του καπιταλισμού αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα. Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι η, αναχθείσα σε πολιτική και αξιολογική προτεραιότητα, προστασία του θεμελιακού δικαιώματος της υγείας έναντι άλλων θεμελιακών δικαιωμάτων και ελευθεριών οδήγησε σε δραστικούς περιορισμούς ή και ουσιαστική αναστολή τους, η οποία, παρά την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, πρέπει να κινείται εντός των επιβαλλόμενων από το Σύνταγμα ορίων.
Βεβαίως και στη χώρα μας, όπως και στις λοιπές αστικές δημοκρατίες της Δύσης, η προστασία της υγείας συνιστά βασικά ένα θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 4 Σ). Ωστόσο, η «απροσδόκητη ανακάλυψη» από το κράτος της (δεσπόζουσας) κοινωνικής του διάστασης και η, χαρακτηριζόμενη από ένα οιονεί ιεραποστολικό πάθος, κρατική κινητοποίηση για την προστασία της υγείας, με τη λήψη μέτρων δραστικού περιορισμού τόσο της οικονομίας όσο και μιας σειράς θεμελιακών δικαιωμάτων και ελευθεριών, οδηγεί δικαιολογημένα σε έντονο προβληματισμό για τις μετακορωναϊκές δυστοπικές εξελίξεις. Η παρατήρηση αυτή ισχύει πολύ περισσότερο για την Ελλάδα, η οποία, μετά την τυπική έξοδό της από τα μνημόνια και τη συνεχιζόμενη αυστηρή επιτήρηση από τους «θεσμούς», μόλις είχε εισέλθει σε μια, έστω καχεκτική, πορεία ανάκαμψης.
2 Δεν είναι έτσι τυχαίο το γεγονός ότι η σχετική συζήτηση σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο κυριαρχείται από την προσπάθεια σκιαγράφησης της εικόνας του κόσμου στην μετακορωναϊκή εποχή. Θέσεις όπως η σύγκριση του Covid-19 με πόλεμο ή ότι η προ του κορωναϊού επικρατούσα κανονικότητα ανήκει πια στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (Klaus Schwab) είναι αποκαλυπτικές των κυοφορούμενων εξελίξεων. Όμως, παρόλες τις ελπίδες και διακηρύξεις ότι ο ισχύων, άπληστος, άκριτος και αυτοκαταστροφικός καπιταλισμός θα θελήσει και θα μπορέσει να επαναπροσδιορίσει επί το κοινωνικότερο την πορεία του (βλ. K. Schwab – T. Mallert, «Covid – 19: Der grosse Umbruch», 2020), οι φόβοι και οι επιφυλάξεις για το μέλλον της, συχνά εγγίζουσας τα όριά της, «συνύπαρξης» καπιταλισμού και Δημοκρατίας καλά κρατούν (βλ. ενδεικτικά W. Streeck, «Πώς θα τελειώσει ο καπιταλισμός», 2016). Έτσι, πέραν από το κρίσιμο ερώτημα, αν και κατά πόσο, μια επανεκκίνηση του καπιταλισμού, «χειραφετημένη» από τις δουλείες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι εφικτή ή και τελικά ικανή να τον διασώσει, οι φόβοι και οι κίνδυνοι για μια δυστοπική κατεύθυνση της πορείας του μετακορωναϊκού κόσμου δεν παύουν να δεσπόζουν στη σχετική συζήτηση (βλ. ενδεικτικά D. F. Bertz (Hg), «Die Welt nach Corona», 2021).
Στο επίκεντρο της σχετικής προβληματικής, όπου δεσπόζει ο αναβαθμισμένος λόγω της πανδημίας ρόλος της ψηφιοποίησης ως μέσου καταγραφής, ελέγχου και αποθήκευσης προσωπικών δεδομένων και επιτήρησης της ιδιωτικής ζωής, βρίσκεται ο κίνδυνος διολίσθησης σε ένα «υγειονομικό ολοκληρωτισμό» ή, κατά τη συνήθη διατύπωση, σε μια «υγειονομική δικτατορία» (βλ. ενδεικτικά Γ. Καλέμπα, «Δικτατορία της υγείας ή Δημοκρατία;» Εφ.Συν, 16/04/2020), προαναγγγέλουσα μάλιστα κατά ορισμένους την εκτροπή του σημερινού, ευρισκόμενου σε βαθειά κρίση, «δημοκρατικού καπιταλισμού» σε ένα ολοκληρωτικό, πατερναλιστικό μοντέλο. Ο προβληματισμός αυτός, παρά την απαισιοδοξία που εκπέμπει, δεν κινείται στη σφαίρα της επιστημονικής δυστοπικής φαντασίας, αλλά στηρίζεται στην τρέχουσα πραγματικότητα λειτουργίας του ψηφιακού καπιταλισμού. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν περιορίζεται σε αρνητές του συστήματος, αλλά επεκτείνεται και σε θιασώτες του, που επικρίνουν ή και απορρίπτουν τις ισχύουσες ακρότητές του.
3 Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα, όπως ήδη αναφέρθηκε, το δικαίωμα υγείας αποτελεί βασικά ένα θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, κεντρική έκφανση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο έχει δικαίωμα να προσδιορίζει ελεύθερα όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την κατάσταση της υγείας του (άρθρο 5 παρ. 1 και 5). Παράλληλα το Σύνταγμα, στο πλαίσιο της θεμελιώδους κοινωνικοκρατικής αρχής, πέραν της δέσμευσης όλων των ατομικών δικαιωμάτων ως βασικού εγγενούς ορίου της άσκησής τους (αρχή σχετικότητας, άρθρο 5 παρ. 1), λόγω της ιδιαίτερης σημασίας της υγείας ως κορυφαίου δημόσιου αγαθού, την αναγνωρίζει και ως κοινωνικό δικαίωμα (άρθρο 21 παρ. 3). Αυτό σημαίνει βασικά υποχρέωση ενεργοποίησης του κράτους για την προστασία της δημόσιας υγείας (βλ. Ν. 1397/1983 για το ΕΣΥ). Η διττή αυτή προστασία της υγείας ως ατομικού και κοινωνικού δικαιώματος δεν αλλοιώνει, ωστόσο, την πρωταρχική δογματική ταυτότητα του δικαιώματος ως ατομικού. Αυτό σημαίνει ότι κάθε προσπάθεια του κράτους να παρέμβει στη διαχείριση από το άτομο των θεμάτων υγείας του, πολλώ δε μάλλον να του επιβάλλει ένα υγιεινό τρόπο ζωής, θα εκινείτο εκτός Συντάγματος.
Η εμφάνιση του Covid – 19 και η όλη, διεπόμενη από μια «στρατηγική υπερπροστασίας», διαχείριση της αντιμετώπισής του, πέραν των προκληθεισών στην οικονομική και κοινωνική ζωή σαρωτικών ανατροπών, έθεσε σε κίνηση μια πρωτόγνωρη διαδικασία αμφισβήτησης της δογματικής ταυτότητας του δικαιώματος υγείας και κλονισμού της σχέσης του με άλλα ατομικά δικαιώματα. Επιπλέον έθεσε πάλι στο επίκεντρο της επιστημονικής και πολιτικής συζήτησης την εκτροπή του δημόσιου συμφέροντος σε μηχανισμό αποσταθεροποίησης της αξίωσης προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και την κατασκευή ενός «δικαίου έκτακτης ανάγκης», ευρισκόμενου εκτός συνταγματικής νομιμοποίησης. Πιο συγκεκριμένα, η εκλυθείσα λόγω της πανδημίας αυτή δυναμική υποδηλώνει μια, ιδιαιτέρως προβληματική από δογματικής και αξιολογικής συνταγματικής σκοπιάς, τάση αποδυνάμωσης των βασικών, δομικών και λειτουργικών – τελολογικών στοιχείων της υγείας ως πρωτίστως ατομικού δικαιώματος. Η δυναμική αυτή χαρακτηρίζεται από μια υπέρμετρη και δυσανάλογη ενίσχυση της κοινωνικής – δεσμευτικής διάστασης του δικαιώματος, δηλαδή μετάλλαξή του από δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού και αυτονομίας σε υποχρέωση και ετεροπροσδιορισμό. Έτσι λαμβάνει χώρα μια ανατροπή της συνταγματικά – δογματικά προβλεπόμενης και δεσμεύουσας τον κοινό νομοθέτη σχέσης μεταξύ δικαιωματικού και υποχρεωτικού στοιχείου υπέρ του τελευταίου. Στο πλαίσιο αυτό υποχωρεί ακόμη και μέχρι και αναστολής το δικαίωμα αυτοκαθορισμού υπέρ της υποχρέωσης αυτοπροστασίας προς διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Εφόσον λοιπόν ο πολίτης, με πράξεις ή παραλείψεις, δεν τηρεί τα επιβαλλόμενα μέτρα προστασίας, θέτοντας σε κίνδυνο όχι μόνο τη δική του υγεία, αλλά και εκείνη των συνανθρώπων του, υπόκειται στις προβλεπόμενες κυρώσεις. Οι κυρώσεις αυτές δεν περιορίζονται βεβαίως στον παραβιάζοντα τα μέτρα και μη επιδείξαντα την επιβαλλόμενη ατομική ευθύνη (π.χ. επιβολή προστίμου). Πολύ περισσότερο μπορούν υπό προϋποθέσεις (π.χ. εξαιτίας πολλών κρουσμάτων ανυπακοής) να πλήξουν ευρύτερα κοινωνικά σύνολα, αναπτύσσοντας οριζόντια δυναμική (π.χ. τοπικό και διατοπικό απαγορευτικό). Το κρίσιμο, ωστόσο, ερώτημα που τίθεται, είναι αν και κατά πόσο η μετάλλαξη αυτή, που φαίνεται να υιοθετείται στη διαχείριση της πανδημίας, ως «δογματικό υβρίδιο», βρίσκεται εντός ή εκτός του Συντάγματος.
4 Η παρατηρούμενη de facto μετάλλαξη του δογματικού χαρακτήρα του δικαιώματος υγείας δεν μπορεί να καλύψει συνταγματικά τους στηριζόμενους σ’ αυτήν περιορισμούς. Το γεγονός της αποσταθεροποίησης, καταστρατήγησης ή και παραβίασης του Συντάγματος –όπως τη βιώσαμε κατά την αποφράδα περίοδο των μνημονίων– και η οποία δεν έπαυσε να απειλεί την αξιοπιστία και την κανονιστική ισχύ του, δεν σημαίνει και αλλοίωση ή μετάλλαξη της δογματικής του διασκευής και αξιολογικής του ταυτότητας, καθώς και διεκδίκησης της αδιαίρετης και ενιαίας κανονιστικής του πραγμάτωσης τόσο σε καιρό κανονικότητας όσο και ιδίως σε περίοδο εκτάκτων συνθηκών, όπου οι ασθενείς κοινωνικές ομάδες, ως τα κατεξοχήν θύματα, χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας (βλ. σχετικά Τραυλού – Τζανετάτου, «Ανώτατα Δικαστήρια και εργασιακές σχέσεις στην εποχή των μνημονίων», 2015, σ. 57 επ.). Επειδή η πανδημία συνιστά μια εξαιρετική κατάσταση ανάγκης, θα μπορούσε ενδεχομένως η προκληθείσα από κάποιο μέτρο ουσιαστική αναστολή λειτουργίας μιας ή περισσοτέρων ατομικών ελευθεριών να αναζητήσει τη νομιμοποίησή της στο «δίκαιο της ανάγκης» του άρθρου 48 του Συντάγματος (κατάσταση πολιορκίας). Πολλώ μάλλον καθώς ολοένα και συχνότερα, εντελώς αδόκιμα και τρομολαγνικά, παρομοιάζεται η πανδημία με πόλεμο. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, η αναστολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων καλύπτει τις προβλεπόμενες από αυτό περιπτώσεις. Μια τόσο εξαιρετική ρύθμιση δεν μπορεί ερμηνευτικά ή μέσω δικαιοπλασίας να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της, εντάσσοντας σε αυτό περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, όπως π.χ. είναι η οικονομική ή η υγειονομική κρίση. Αξίζει εξάλλου να σημειωθεί ότι και υπό το αυστηρό αυτό εξαιρετικό καθεστώς, οι ρυθμίσεις του άρθρου 5, πλην εκείνης της παρ. 4, συμπεριλαμβανομένης και της αφορώσας το δικαίωμα υγείας, δεν αναστέλλονται. Η επιλογή αυτή του συνταγματικού νομοθέτη, που καταδεικνύει το πρωταρχικό και κορυφαίο ρόλο της ελευθερίας αυτοδιάθεσης του ανθρώπου, αποκαλύπτει ταυτόχρονα τον κρίσιμο ρόλο της στη διαμόρφωση των ορίων των σχετικών περιορισμών.
Η, χαρακτηριζόμενη από ένα οιονεί ιεραποστολικό πάθος, κρατική κινητοποίηση για την προστασία της υγείας, με τη λήψη μέτρων δραστικού περιορισμού τόσο της οικονομίας όσο και μιας σειράς θεμελιακών δικαιωμάτων και ελευθεριών, οδηγεί δικαιολογημένα σε έντονο προβληματισμό για τις μετακορωναϊκές δυστοπικές εξελίξεις
5 Βεβαίως η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας και όλες οι επιμέρους εκφάνσεις της τελούν υπό περιορισμούς. Στην επίμαχη περίπτωση πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζει η λήψη υπόψη της επιτακτικής ανάγκης διασφάλισης της υγείας των άλλων, ιδίως δε της δημόσιας υγείας ως θεμελιώδους κοινωνικού αγαθού. Υπό το πρίσμα αυτό η νομοθετική παρέμβαση, που περιορίζει το ατομικό δικαίωμα και προσδίδει στην ατομική ευθύνη κοινωνική διάσταση, μπορεί να δικαιολογηθεί συνταγματικά, επικαλούμενη το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον. Ωστόσο η επίκληση αυτή υπόκειται σε ορισμένα ενδοσυνταγματικά όρια: το απαραβίαστο του συνταγματικού πυρήνα του δικαιώματος και την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Η προστασία της δημόσιας υγείας σε συνθήκες πανδημίας συνιστά αναμφισβήτητα λόγο γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος που νομιμοποιεί το κράτος να επιβάλλει (μέσω τυπικού νόμου) δραστικούς περιορισμούς, που με τη σειρά τους όμως υπόκεινται στους προαναφερθέντες ανυπέρβλητους περιορισμούς.
Πέραν των προαναφερθέντων ορίων της νομοθετικής παρέμβασης, η σχετική διαχείριση πρέπει να ελαστικοποιήσει τη μονολιθική εμμονή και αυστηρότητά της στη λήψη των μέτρων προστασίας. Πολλώ μάλλον καθώς α) η σχέση Κυβέρνησης και ειδικών φαίνεται να έχει διαταραχθεί, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει απαλλαγή ή μείωση της πολιτικής της ευθύνης και β) επικρατεί αβεβαιότητα τόσο ως προς την εξέλιξη και διάρκεια της πανδημίας, ιδίως λόγω των μεταλλάξεων του ιού, όσο και ως προς την αποτελεσματικότητα, τις πιθανές μεσο-μακροπρόθεσμες παρενέργειες των σε χρόνο ρεκόρ παραχθέντων και χρησιμοποιησάντων την τεχνολογία mRNA εμβολίων, αλλά και της αποφυγής μετάδοσης του ιού από τους εμβολιασθέντες.
6 Εξάλλου, η όποια, ασκούμενη στο όνομα της επιτακτικής ανάγκης διασφάλισης του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, πολιτική προστασίας της υγείας δεν μπορεί να έχει μονοθεματικό χαρακτήρα, μετατρέποντας ουσιαστικά τα νοσοκομεία σε «νοσοκομεία Covid – 19». Τούτο δε καθώς η κυρίαρχη θέση της πανδημίας ως κινδύνου κατά της υγείας και της ζωής δεν επιτρέπει να μένουν ακάλυπτοι ή να εξυπηρετούνται πλημμελώς οι πάσχοντες από άλλη ασθένεια. Πολλώ μάλλον όταν η επιβάρυνσή τους από τον κορωναϊό μπορεί να αποβεί μοιραία. Η υλοποίηση του γενικού συμφέροντος λόγω διακινδύνευσης της υγείας δεν επιτρέπει ένα μονοσήμαντο περιορισμό της αξιολογικής και προστατευτικής του δυναμικής. Σημειωτέον δε ότι οι διαρκείς μεταλλάξεις, η πιθανή ανάγκη παραγωγής νέων εμβολίων, σε συνδυασμό με τον σφόδρα πιθανολογούμενο κίνδυνο εμφάνισης νέων, παρεμφερών ή διαφορετικών ιών, λόγω της καταστρεπτικής διατάραξης της σχέσης ανθρώπου και φύσης, οδηγούν στον κίνδυνο μετατροπής της κατάστασης υγειονομικής εξαίρεσης σε μια νέα, φορτωμένη με τις δουλείες της κατάστασης εξαίρεσης, «υγειονομική κανονικότητα», όπου η βιοασφάλεια θα προσδιορίζει τη διαχείριση της οικονομίας, της πολιτικής και της κοινωνίας (βλ. G. Agamben, www.lifo.gr/articles/almanac/283272/vioasfalen-kai-politik).
7 Στο πλαίσιο της αναφερθείσας δυναμικής της μετάλλαξης του δικαιώματος υγείας ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επικαιρότητα εμφανίζει ο σχεδιασμός ορισμένων ακραίων κρατικών παρεμβάσεων στο δικαίωμα της υγείας, ως βασικής συνιστώσας της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ιδιωτικής σφαίρας. Πρόκειται για παρεμβάσεις που γίνονται στο ίδιο το ανθρώπινο σώμα, δηλ. στην καρδιά του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του προσώπου. Τέτοιες παρεμβάσεις που ο πολίτης οφείλει να αποδεχτεί είναι οι ιατρικής υφής επεμβάσεις, όπως το τεστ ανίχνευσης του ιού και ο εμβολιασμός. Η σχετική υποχρέωση μπορεί είτε να προβλέπεται ευθέως, για όλους ή για ορισμένες κατηγορίες πολιτών είτε να υλοποιείται (πλαγίως), μέσω εξάρτησης της πλήρους απόλαυσης ορισμένων βασικών δικαιωμάτων (π.χ. της μετακίνησης στο εσωτερικό ή το εξωτερικό) ή προνομιακής μεταχείρισης, διευκολυντικής της καθημερινότητας (π.χ. ταχύτερη διεκπεραίωση της διαδικασίας επιβίβασης σ’ ένα πλοίο ή αεροπλάνο) από τη λήψη του σχετικού εμβολίου. Στο επίκεντρο της σχετικής προβληματικής βρίσκεται το περιβόητο «ψηφιακό διαβατήριο» ή «πιστοποιητικό εμβολιασμού». Η σχετική πρόταση για ένα, παγκόσμιας κατά το δυνατόν εμβέλειας, «ψηφιακό διαβατήριο», με τη μορφή ενός συστήματος με κωδικούς QR, έγινε από τον Κινέζο Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ στις 23 Νοεμβρίου του 2020 κατά τη συνάντηση των G20, ο οποίος φαίνεται να έκλεψε τη δόξα από τον Πρωθυπουργό μας, που πρότεινε το παρεμφερές «ψηφιακό πιστοποιητικό υγείας». Σημειωτέον πάντως ότι η Ε.Ε. δια των Μέρκελ και Μακρόν απέρριψε, επί του παρόντος τουλάχιστον, την σχετική πρόταση λόγω της επικρατούσας ακόμη αβεβαιότητας για την εξέλιξη της πανδημίας και τον εμβολιασμό. Δεν είναι έτσι τυχαίο το γεγονός ότι, παρά την αρχική αρνητική τοποθέτηση της Ε.Ε., ο Πρωθυπουργός επανέρχεται στην, ελαφρώς τροποποιημένη, πρότασή του με άρθρο του στα γερμανικά στην ιστοσελίδα Euraktiv, προβλέποντας, ή και γνωρίζοντας ήδη, την τελική υιοθέτησή της από την ΕΕ, υπενθυμίζοντας έτσι τον πιλοτικό ρόλο της Ελλάδας ως «πολυδιάστατου πειραματόζωου», αποκαλυπτικού του κυοφορούμενου νέου, «υβριδικού ανθρωπολογικού τύπου» (Τσουκαλάς, «Η Ελλάδα της λήθης και της αλήθειας», 2012, σ. 217 επ.). Μέχρι τότε ο Πρωθυπουργός σκοπεύει να εφαρμόσει την πρότασή του στις μετακινήσεις στο εσωτερικό, όχι για να τις θέσει υπό την αίρεση του «ηλεκτρονικού πιστοποιητικού», αλλά για να τις εκλογικεύσει!
Πέραν της σοβαρής προβληματικότητας τέτοιων εγχειρημάτων λόγω δυσανάλογων προς την παράλληλη αξίωση προστασίας όχι μόνο της υγείας ως έκφανσης της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, αλλά και άλλων θεμελιωδών ελευθεριών, παρόμοια ζητήματα ανακύπτουν λόγω του διαχωρισμού της κοινωνίας σε πολίτες δεχόμενους και μη δεχόμενους το εμβόλιο. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως στον ευαίσθητο τομέα της απασχόλησης που ήδη βρίσκεται σε διαδικασία αποδιάρθρωσης. Πρόκειται για απαράδεκτη διάκριση, στηριζόμενη όχι απλώς στο έωλο και προβληματικό κριτήριο της υγείας, αλλά πολύ περισσότερο σ’ ένα εντελώς αυθαίρετο κριτήριο: στην υποψία ή τον πιθανολογούμενο κίνδυνο, ο αρνούμενος το εμβόλιο να νοσήσει και να μεταδώσει έτσι τον ιό. Η διάκριση αυτή δεν οδηγεί μόνο στον στιγματισμό των ιστάμενων κριτικά έναντι του εμβολιασμού ως γραφικών και επικίνδυνων για την δημόσια υγεία και στη δαιμονοποίηση ή και απαξίωση κάθε άποψης διαφορετικής από την κρατούσα για την πανδημία. Πολύ περισσότερο θέτει σε κίνηση ένα μηχανισμό κοινωνικού αυτοματισμού, ιδιαιτέρως επιθετικού χαρακτήρα, κυρίως από την πλευρά των αποδεχθέντων το εμβόλιο και συνεπώς «κοινωνικά υπεύθυνων» κατά των αρνούμενων ή των εχόντων σχετικές επιφυλάξεις, οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως «οιονεί μιάσματα».
8 Οι προηγηθείσες σκέψεις δεν είχαν βεβαίως σκοπό να υποβαθμίσουν τους προκαλούμενους από τον sars – cov – 2 για την υγεία και τη ζωή κινδύνους. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να οδηγεί στην ανεπεξέργαστη και άκριτη υιοθέτηση της σε παγκόσμιο επίπεδο κρατούσας άποψης για ζητήματα που συνδέονται με τη διαχείριση της πανδημίας. Ο δεοντολογικά ορθός και δημιουργικός διάλογος δεν επιτρέπει την αποσιώπηση ή απαξίωση των όποιων ενδοιασμών, επιφυλάξεων ή και διατύπωση διαφορετικών απόψεων για την ορθότητα ή την αποτελεσματικότητά της και τους πιθανούς, συνδεόμενους άρρηκτα με τις προσφερόμενες από τις νέες τεχνολογίες δυνατότητες επιτήρησης, κινδύνους διολίσθησης προς μια αυταρχική ολοκληρωτική κατεύθυνση (βλ. ενδεικτικά Dr. C.E. Nyder, «Gesundheitsdiktatur», 2020, Dr. Bern Hontschik, «Coronovirus: Sind wir auf dem Weg in di Coronadiktatur», σε: Frankfurter Rundschau, 22/03/2020). Πολλώ μάλλον όταν σχετικοί φόβοι για τις εξελίξεις στην μετακορωναϊκή εποχή διατυπώνονται και από διακεκριμένους ειδικούς, που δεν ανήκουν στους αρνητές του καπιταλιστικού συστήματος (βλ. ενδεικτικά συνέντευξη Harari στην εφημερίδα Το Βήμα, 05/05/2020, που αναφέρεται ειδικότερα στον κίνδυνο ανεξέλεγκτης παρακολούθησης). Ανεξαρτήτως πάντως της όποιας τοποθέτησης απέναντι στα σχετικά ζητήματα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η κρισιμότητα της ιστορικής συγκυρίας, όπου δεσπόζει το ερώτημα, αν και κατά πόσο ο νεοφιλελεύθερος, παγκοσμιοποιημένος ψηφιακός καπιταλισμός θα μπορέσει για μια ακόμη φορά να υπερβεί την βαθειά κρίση και την όξυνση των αντιφάσεών του μέσω μιας «μεγάλης επανεκκίνησης», υποσχόμενης «κοινωνικότερο πρόσωπο» και «ανάσχεση της νεοφιλελεύθερης απληστίας» ή αν, προκειμένου να αποτρέψει τον κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης και κατάρρευσής του, θα οδηγηθεί στην υιοθέτηση ενός, κινέζικης κοπής, κρατικιστικού αυταρχικού μοντέλου.