Με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ για τον Ευτύχη Μπιτσάκη που πραγματοποιήθηκε χτες στα πλαίσια του φεστιβάλ Resistance, μιλήσαμε με τον σημαντικό κινηματογραφιστή μας, Προκόπη Δάφνο. Μας μίλησε για τη ζωή του και την ενασχόληση με τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο. Για τα 230 περίπου ντοκιμαντέρ που έχει γυρίσει, ανάμεσα σε αυτά, 21 για τους τεχνικούς του ελληνικού κινηματογράφου, μια σημαντική δουλειά για την οποία πήρε τιμητικές διακρίσεις. Μας είπε βέβαια αρκετά για το ντοκιμαντέρ για τον Ευτύχη Μπιτσάκη, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και την ιδιαίτερη σχέση που ανέπτυξε με τον ξεχωριστό αυτό άνθρωπο.
Συνέντευξη στον Νίκο Ταυρή
Ας μιλήσουμε λίγο για την ζωή και την καταγωγή σας. Πώς ξεκίνησε το ενδιαφέρον σας για την φωτογραφία και τον κινηματογράφο; Πείτε μας για τα πρώτα βήματά και την εξέλιξή σας.
Γεννήθηκα στην Άρτα το 1950. Ζούσαμε σε ένα σπίτι 14 άτομα, παππούς, γιαγιά, οι τρεις γιοι με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, όμορφα χρόνια με παραμύθια γύρω από το μαγκάλι. Ο παππούς και ο πατέρας μου οικοδόμοι, αριστεροί και γλεντζέδες. Καίγανε τα λεφτά και τα μαντήλια στα κλαρίνα. Τα δεύτερα τα καίω κι εγώ σε γλέντια.
14 ετών μπαίνω στην φιλαρμονική του δήμου, έπαιζα δεύτερη τρομπέτα. Πρώτη συναυλία στην πλατεία με ναμπούκο. Στο εξατάξιο τότε γυμνάσιο ήμουν ο χειρότερος μαθητής, τρεις τάξεις άντεξα. Το 1965 βρέθηκα στην σχολή Εργοδηγών Ηλεκτρολόγων στα Γιάννενα, μόνος, άγνωστος και χωρίς δραχμή, 6 το πρωί δουλειά στη ΜΟΜΑ σφυρί και καλέμι, απόγευμα μέχρι 10 το βράδυ στην σχολή.
1967: Το ροκ κυριαρχεί παντού, Animals, Beatles, Rolling Stones, γράφομαι στο ωδείο, μαθαίνω κλασική κιθάρα, φτιάχνω με φίλους το συγκρότημα Σταλακτίτες, παίζαμε παντού, είχαμε γίνει αυτό που λέμε διάσημοι, θυμάμαι ότι στις παρέες και στις εκδρομές μου άρεσε να βγάζω φωτογραφίες, αυτός ήταν και ο σπόρος για τη δουλειά που θα επέλεγα έξι χρόνια μετά και θα μου καθόριζε τη ζωή. Δύο αποτυχημένες επαγγελματικές δουλειές, ΔΕΗ, ναυτικό με οδηγούν, στην κινηματογραφική σχολή Σταυράκου. Αυτό ήταν και το ξεκίνημά μου.
Σπουδές 1973-1976: Από τον δεύτερο χρόνο, βοηθός του σημαντικού κινηματογραφιστή Νίκου Καβουκίδη για δύο χρόνια. Από το 1975 μέχρι το 1974 δουλεύω ως ελεύθερος επαγγελματίας, βοηθός οπερατέρ.
1984: Η πρώτη σημαντική περίοδος της καριέρας μου, με τον σκηνοθέτη Διονύση Γρηγοράτο, ιδρύουμε την εταιρεία Σινεγκρούπ και κάνουμε 70 περίπου ντοκιμαντέρ, εγώ είμαι διευθυντής φωτογραφίας πια.
1987: Η ταινία μας, Φάκελος Πολκ στον αέρα, βραβεύεται με τέσσερα βραβεία, το ένα είναι για τη φωτογραφία μου.
1988-2005: Μια γεμάτη επαγγελματική περίοδος με ταινίες, σίριαλ και ντοκιμαντέρ.
2005: Μας απονέμεται το βραβείο φωτογραφίας για το σίριαλ Τα παιδιά της Νιόβης του σκηνοθέτη Κώστα Κουτσουμίδη, μαζί με του διευθυντή φωτογραφίας.
2012-2018: Έκανα σαν σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας, 21 ντοκιμαντέρ για τους τεχνικούς του ελληνικού κινηματογράφου, για δύο απ’ αυτά πήρα τιμητικές διακρίσεις στα φεστιβάλ Χαλκίδας και Ιεράπετρας. Συνολικά σε όλη μου την καριέρα έχω κάνει περίπου 230 ντοκιμαντέρ, το τελευταίο είναι για τον Ευτύχη Μπιτσάκη.
Γνωρίζετε πολύ καλά και από μέσα την πραγματικότητα του ελληνικού κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Πώς τα κρίνετε;
Ο χώρος του κινηματογράφου είναι πονεμένος και παράλληλα γοητευτικός, μαγικός και δημιουργικός. Πολλοί, ανάμεσα σε αυτούς κι εγώ, σταθήκαμε τυχεροί, δουλέψαμε δημιουργικά με καλές αμοιβές, τιμήσαμε και αγαπήσαμε τον κινηματογράφο, άλλοι δεν άντεξαν, έφυγαν, άλλοι χάσανε χρήματα, σπίτια περιουσίες. Θυμάμαι το 1977 που είχαμε γερά συνδικάτα, κάναμε το αντιφεστιβάλ, μια εντυπωσιακή και δυναμική εκδήλωση αντίστασης απέναντι στο τότε επίσημο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Από τότε και για πολλά χρόνια, διεκδικήσαμε και πετύχαμε πολλά αιτήματα σημαντικά για τον χώρο μας, τα τελευταία χρόνια αυτά πάρθηκαν πίσω. Σήμερα, θεωρώ ότι δίνονται ελάχιστα χρήματα από το υπουργείο Πολιτισμού και τη δημόσια τηλεόραση για παραγωγές ταινιών. Όταν αυτές οι ταινίες παίζονται στα φεστιβάλ ή στις αίθουσες, οι άνθρωποι που τις δημιουργούν είναι χρεωμένοι ή απλήρωτοι. Μετά από τόσα χρόνια, δεν ξέρω πια τι μπορεί να γίνει ώστε να έχουμε στον τόπο μας, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση που μια κατηγορία κινηματογραφιστών επιθυμεί. Δηλαδή να δημιουργηθεί Ανώτατη Ακαδημία Κινηματογράφου (αίτημα που εκκρεμεί από το 1975), το υπουργείο Πολιτισμού και το Κέντρο Κινηματογράφου να δίνει πιο πολλά χρήματα για πιο πολλές παραγωγές και η δημόσια τηλεόραση μια πιο γενναία χρηματοδότηση. Αυτό που είναι σίγουρο, είναι ότι σε αυτή την περίοδο, οι νέοι κινηματογραφιστές δεν έχουν μέλλον, ούτε δουλειά. Οι ελπίδες και τα όνειρά τους, είναι ψαλιδισμένα.
Μετά από τόσα χρόνια, δεν ξέρω πια τι μπορεί να γίνει ώστε να έχουμε στον τόπο μας, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση που μια κατηγορία κινηματογραφιστών επιθυμεί.
Εδώ και καιρό ασχολείσθε με το ντοκιμαντέρ και ιδιαίτερα με συντελεστές του ελληνικού κινηματογράφου. Ποια ανάγκη σας έσπρωξε σε αυτή την κατεύθυνση;
Μέχρι το 1990, η τηλεόραση έκανε πολλές παραγωγές. Διαπίστωσα ότι είχαν γίνει ντοκιμαντέρ για σκηνοθέτες, μουσικούς, ηθοποιούς, τραγουδιστές, λογοτέχνες, εικαστικούς και σωστά έγιναν. Αυτά είναι σήμερα μοναδικά ντοκουμέντα. Όμως κανένας δεν είχε κάνει ντοκιμαντέρ για τους τεχνικούς του ελληνικού κινηματογράφου, όπου ανήκω κι εγώ, τους ανθρώπους πίσω από τις κάμερες. Έτσι αποφάσισα να κάνω εγώ αυτή τη δουλειά. Αυτοί οι τεχνικοί εργάστηκαν την περίοδο 1945-1965, στη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, όταν γυρίζονταν περίπου 150-200 ταινίες τον χρόνο. Ξεκίνησα το 1989 και ο πρώτος κινηματογραφιστής που φιλμάρισα ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας Κώστας Θεοδωρίδης, που δημιούργησε με την αισθητική του, την εκπληκτική ατμόσφαιρα στην ταινία ΣΟΚ (ο Δράκος) του Νίκου Κούνδουρου. Από τότε μέχρι σήμερα που έκλεισα τον κύκλο αυτής της δημιουργικής 29χρονης περιπέτειας, έχω το κινηματογραφικό αρχείο 70 τεχνικών, πολλοί απ’ τους οποίους δεν ζούνε σήμερα.
Είστε ένα έντονα πολιτικοποιημένο άτομο. Πώς επιλέγετε τα θέματα και τον τρόπο που δουλεύετε πάνω σε αυτά;
Θεωρώ ότι ένα πολιτικοποιημένο άτομο, δεν ασχολείται μόνο με πολιτικά ή εργατικά ντοκιμαντέρ. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι λέγανε ότι καθετί στη ζωή είναι πολιτικό. Όταν ξεκίνησα να φιλμάρω τους τεχνικούς, η μόνη μου έγνοια ήταν να προφτάσω να το κάνω όσο ζούσαν. Στην πορεία, άρχισα να διαμορφώνω τα θέματα που θα τους ρωτούσα. Έτσι μέσα από ένα ερωτηματολόγιο που έφτιαξα, μπόρεσα σε μεγάλο βαθμό, να καταγράψω τις απόψεις και τις μαρτυρίες τους για τα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και επαγγελματικά δρώμενα του τόπου μας εκείνη την εποχή.
Ένα γεγονός που είναι άγνωστο, είναι πως αρκετοί από αυτούς τους ανθρώπους, μπήκαν στον κινηματογράφο γιατί ήταν αριστεροί και κυνηγημένοι και ο κινηματογράφος ήταν καταφύγιο γι’ αυτούς. Δεν πήγαινε εκεί η Ασφάλεια να τους συλλάβει, υπάρχουν στις αφηγήσεις τους τέτοια παραδείγματα. Και επειδή θέσατε το θέμα της πολιτικής άποψης ενός ατόμου, θα γινόταν άνετα ένα ντοκιμαντέρ από αφηγήσεις αυτών των ανθρώπων, που δίνουν το στίγμα της άγριας πολιτικής κατάστασης εκείνης της εποχής. Η λογοτεχνία και οι βιογραφίες πολλές φορές δείχνουν πιο αληθινά την πολιτική κατάσταση απ’ ό,τι η Ιστορία.
Ο Ευτύχης είναι ένας άνθρωπος γεμάτος γνώση, απλότητα, χιούμορ, δημιουργία, δράση, σκέψη, ομορφιά, ένα παιδί 91 χρόνων όση διάρκεια έχει και το ντοκιμαντέρ, 91 λεπτά. Νοιώθω μεγάλη ευτυχία που είμαι ο πρώτος που έκανε ντοκιμαντέρ για αυτόν τον άνθρωπο.
Πείτε μας δυο λόγια για το ντοκιμαντέρ για το έργο και την ζωή του Ευτύχη Μπιτσάκη.
Όπως ξαφνικά αποφάσισα να ασχοληθώ με τους κινηματογραφιστές, έτσι ξαφνικά ήρθε στη σκέψη μου και ο Μπιτσάκης. Τον ήξερα σαν φιλόσοφο μαρξιστή, διάβαζα κείμενά του κατά καιρούς σε εφημερίδες. Αν θυμάμαι καλά το 2013, τηλεφώνησα στον φίλο μου δημοσιογράφο Θανάση Σκαμνάκη, που γνώριζα ότι είχαν καλές σχέσεις φιλίας και συνεργασίας, και του κατέθεσα την επιθυμία μου να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για τον ξεχωριστό αυτό άνθρωπο. Του άρεσε του Θανάση η ιδέα μου, μίλησε μαζί του, ο Ευτύχης δέχτηκε και συναντηθήκαμε στο σπίτι του για πρώτη φορά, ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και πίνακες. Καθίσαμε ώρες και μιλάγαμε για την πολιτική, τις τέχνες, τον κινηματογράφο κ.λπ. Εγώ, εκτός από την έντονη επιθυμία να κάνω το ντοκιμαντέρ αυτό, δεν είχα ούτε σενάριο, ούτε ιδέες στο μυαλό μου για να ξεκινήσω. Χάνεσαι όταν αρχίζεις να σκέφτεσαι πώς θα ξεκινήσεις με μια τέτοια προσωπικότητα, που εκτός απ’ το τεράστιο επιστημονικό του έργο, έζησε όλα τα γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο από το 1935 έως και σήμερα. Τη λύση μου την έδωσε μια συνέντευξη που του πήρε ο ποιητής Ανδρέας Παγουλάτος, όπου υπήρχε όλο το χρονικό της ζωής του, από το 1927 μέχρι σήμερα.
Έτσι, άρχισε ένα μαγικό, γοητευτικό ταξίδι δημιουργίας με τον Ευτύχη. Παρ’ όλες τις δυσκολίες δικής μου οργάνωσης, αρχίσαμε τα γυρίσματα. Ξεκίνησε να μιλάει για τη ζωή του, από τη μέρα της γέννησής του, μέχρι σήμερα. Απλός, μοναδικός, ξεχωριστός λόγος. Αν δεν του έλεγα «στοπ», θα μπορούσε να μιλάει για ώρες, κυριολεκτικά ποτάμι που δεν στερεύει. Καθώς τα γυρίσματα προχωρούσαν, ήρθε η πρώτη δυσκολία. Πώς κουμαντάρεις έναν άνθρωπο με 25 βιβλία και εκατοντάδες δημοσιεύσεις; Ποια επιλέγεις; Τελικά, μετά από συζητήσεις και αφού του εξήγησα ότι σε ένα ντοκιμαντέρ 90 λεπτών δεν χωράνε πάνω από πέντε βιβλία, επιλέξαμε το πρώτο του βιβλίο, 3 ενδιάμεσα σημαντικά κατά τη γνώμη του και το πιο πρόσφατο. Επίσης αποφασίσαμε να μιλήσει αυστηρά ένα λεπτό περίπου για το καθένα. Πολλές φορές, η ροή της αφήγησης χανόταν και αυτό είχε να κάνει με το ότι τα γυρίσματα γινόντουσαν ανά μεγάλα χρονικά διαστήματα. Προχωρώντας τα γυρίσματα, γεννούσαν και ιδέες. Άρχισα να φιλμάρω την καθημερινή του ζωή, σε διαδηλώσεις, στο περιοδικό Ουτοπία, στο σπίτι, σε εκθέσεις ζωγραφικής, σε πολιτικές συγκεντρώσεις, σε παρουσιάσεις βιβλίων. Ο Ευτύχης ήταν μέσα σε όλα. Με αυτές τις σκηνές, έσπαζα τη ροή των αφηγήσεων. Στο χωριό του πήγα τον Αύγουστο του 2015, ένα χωριό με λίγα σπίτια και λίγους ανθρώπους. Έφτασα εκεί μεσημέρι και έφυγα το μεσημέρι της άλλης μέρας. Όλες οι σκηνές της Κρήτης έγιναν σε 24 ώρες. Τον φιλμάρισα στο σπίτι του, στον κήπο, στο αμπέλι του, στη στάνη με τα κατσίκια, στις βόλτες του στο ποτάμι, στο ερειπωμένο σχολείο του χωριού, στο γυμνάσιο στην Παλαιόχωρα. Τον φιλμάριζα και ένοιωθα την συναισθηματική του φόρτιση. Οι αφηγήσεις για τον παππού, τη γιαγιά και τους γονείς του, είναι συγκλονιστικές. Οι άνθρωποι που μιλάνε στο ντοκιμαντέρ είναι δικής του επιλογής. Δικές μου επιλογές ήταν οι δύο γυναίκες, φοιτήτριές του στο πανεπιστήμιο. Τέσσερα χρόνια μόνος μου με μια κάμερα, προσπάθησα να κάνω ό,τι καλύτερο μπορούσα, για να τιμήσω την προσωπικότητα και το έργο του Ευτύχη Μπιτσάκη, με τον οποίο περάσαμε όμορφες στιγμές. Ο Ευτύχης είναι ένας άνθρωπος γεμάτος γνώση, απλότητα, χιούμορ, δημιουργία, δράση, σκέψη, ομορφιά, ένα παιδί 91 χρόνων όση διάρκεια έχει και το ντοκιμαντέρ, 91 λεπτά. Νοιώθω μεγάλη ευτυχία που είμαι ο πρώτος που έκανε ντοκιμαντέρ για αυτόν τον άνθρωπο.