Κυνισμός ή αμηχανία; Μετά από μέρες σιωπής, και αφού είχαν φροντίσει οι Ν. Φίλης και Θ. Πάγκαλος να δικαιολογήσουν τη στάση της αλβανικής αστυνομίας απέναντι σε ένα «ψυχοπαθή οπλοφόρο», τόλμησε να αρθρώσει δύο λόγια και ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας: «Σήμερα είναι μέρα πένθους για οικογένεια και ομογένεια, δεν θέλω να μπω σε κάποιο ιδιαίτερο σχόλιο. Κατανοώ το πένθος της οικογένειας, την χαροκαμένη μάνα. Δικαιολογημένη η πικρία και ο θυμός. Δεν μπαίνω σε αντιπαράθεση.»
Σε ποια άραγε αντιπαράθεση δεν μπαίνει ο πρωθυπουργός; Στις εθνικιστικές κορώνες των Ράμα και Μπερίσα που κάνουν λόγο για «προβοκάτορες κηδειών» που «σπίλωσαν τη μνήμη ενός νεκρού», εκείνου ακριβώς που το αλβανικό κράτος φρόντισε να δολοφονήσει αποκρύβοντας όλα τα στοιχεία που αφορούν αυτή την υπόθεση;
Στην αποδοχή από την ελληνική αστυνομία της εκδοχής των αλβανικών ειδικών δυνάμεων που οργάνωσαν την εξόντωση του; Στην απεμπόληση του δικαιώματος, που απορρέει από τις διεθνείς συμβάσεις που έχουν υπογράψει οι δύο χώρες, που επιτρέπει να πραγματοποιηθεί έρευνα των συνθηκών του θανάτου και από την ελληνική πλευρά;
Στην αποσιώπηση της παράνομης παρακράτησης του σώματος του νεκρού για δέκα μέρες και της αλλοίωσης των στοιχείων της δολοφονίας του;
Στην σημαντική αύξηση της καταπίεσης της ελληνικής κοινότητας στην Αλβανία που εκφράζεται με συλλήψεις, βία αλλά και βίαιες απαλλοτριώσεις ελληνικών περιουσιών, δήθεν για αναπτυξιακά έργα;
Ο Έντι Ράμα, ενθαρρυμένος από τον αμερικάνικο παράγοντα, εντάσσει την πολιτική της Μεγάλης Αλβανίας στο σχέδιο ανακατανομής ισχύος στην Βαλκανική και αποκτά ασυλία στην άσκηση βίας στο εσωτερικό της χώρας του αλλά και σε βάρος γειτονικών κρατών.
Ο Έντι Ράμα, ενθαρρυμένος από τον αμερικάνικο παράγοντα, εντάσσει την πολιτική της Μεγάλης Αλβανίας στο σχέδιο ανακατανομής ισχύος στην Βαλκανική και αποκτά ασυλία στην άσκηση βίας στο εσωτερικό της χώρας του αλλά και σε βάρος γειτονικών κρατών
Απέναντι σε όλα αυτά η ελληνική κυβέρνηση και ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος σιωπά, επιχειρεί τον κατευνασμό, ποντάρει στην εκτόνωση και τη λήθη κάθε ακραίου περιστατικού, νοιάζεται μόνο να ικανοποιηθεί ο υπερατλαντικός στρατηγικός εταίρος. Ανοίγει έτσι διάπλατα τις πύλες στο εθνικιστικό δηλητήριο και το διχασμό των δύο λαών, με δύο τρόπους. Από την μία πλευρά, αφήνει αναπάντητες τις προκλήσεις των ηγεσιών άλλοτε της Αλβανίας, άλλοτε της ΠΓΔΜ άλλοτε της, κατά πολύ ισχυρότερης και πιο επικίνδυνης, Τουρκίας και σιωπά απέναντι σε παράνομες διεκδικήσεις. Από την άλλη «νομιμοποιεί» στη συνείδηση απλών πολιτών το ρατσιστικό δηλητήριο και τον ακροδεξιό λόγο φασιστικών οργανώσεων. Χαρίζει στην Ακροδεξιά το προνόμιο να μιλά για σοβαρά θέματα της εξωτερικής πολιτικής και να εγκλωβίζει στη ρητορική της μια σημαντική μερίδα των πολιτών που δίκαια ανησυχεί για τις εξελίξεις.
Στην χώρα έχει επιβληθεί ένας παραλογισμός. Θεωρείται σημαντική κάθε δίωξη που αφορά το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό, την ταυτότητα κάθε ανθρώπου αρκεί αυτός να μην αναφέρεται στη Ελλάδα ή τα δικαιώματα του ελληνισμού. Κεντροαριστερή και αριστερή διανόηση «βλέπουν» εκεί εθνικισμό. Είναι έτοιμοι να υποστηρίξουν το «δίκαιο» του πιο αυταρχικού καθεστώτος έναντι του κάθε πολίτη που αναφέρεται στην «πατρίδα», ανεξάρτητα από τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την αντίληψη.
Κατά τον ίδιο τρόπο που η καταδίκη του απαράδεκτου βίαιου λιντσαρίσματος του Ζακ μετατρέπεται υποκριτικά σε υπόδειγμα της ανάγκης υπέρβασης «των καθυστερήσεων της κοινωνίας», η εν ψυχρώ δολοφονία ενός «ψυχάκια από την Νότια Αλβανία» γίνεται υπόδειγμα προς αποφυγή και καταδίκη του ελληνικού εθνικισμού.
Ο παραλογισμός αυτός έχει τη βάση του στην συνάντηση ενός νέου γραικυλισμού και των πιο ραγιάδικων χαρακτηριστικών του πολιτικού κόσμου με τα κοσμοπολίτικα προτάγματα της παγκοσμιοποίησης. Και αυτά τα χαρακτηριστικά όλο και πιο πολύ υπερβαίνουν τα όρια του επίσημου πολιτικού κόσμου και απλώνονται στο κόσμο της κεντροαριστερής και αριστερής διανόησης.