ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Ένα επίκαιρο απόσπασμα από το βιβλίου του Ντομένικο Λοσούρντο, Η πάλη των τάξεων – Μια πολιτική και φιλοσοφική ιστορία, που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Α/συνεχεια
Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν η χειρότερη στιγμή στην ιστορία της μαρξιστικής θεωρίας. Εκείνα τα χρόνια κυκλοφορούσε μια γελοιογραφία που απεικόνιζε τον επαναστάτη φιλόσοφο να αναφωνεί: «Προλετάριοι όλων των χωρών, συγχωρήστε με!» Το κάλεσμα της προλεταριακής τάξης σε αγώνα, με το οποίο κατέληγε το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, σε θεωρητικό επίπεδο δεν είχε καταφέρει να ερμηνεύσει κάτι, ενώ σε πρακτικό επίπεδο είχε προκαλέσει μόνο καταστροφές. Ήταν μια χρονική περίοδος που η κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, ερμηνεύονταν από τους πιο ένθερμους εκπροσώπους της κυρίαρχης ιδεολογίας ως οριστικός «θρίαμβος της Δύσης, της δυτικής ιδέας», ακόμη και σαν «τέλος της Ιστορίας». Αυτά υποστήριζε ο Φράνσις Φουκουγιάμα, φιλόσοφος και μέλος του αμερικανικού Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σύμφωνα με τον οποίο η Δύση βρισκόταν πια στο τελικό στάδιο του ιστορικού προτσές, το οποίο δεν ήταν άλλο από την καπιταλιστική και φιλελεύθερη κοινωνία (…).
Τρία χρόνια αργότερα, αναφερόμενος στις πρώην αποικίες, ο λίγο-πολύ επίσημος εκπρόσωπος της «ανοιχτής κοινωνίας» και της φιλελεύθερης Δύσης αναφωνούσε: «Απελευθερώσαμε αυτές τις χώρες πολύ βιαστικά και με υπερβολικά απλουστευτικό τρόπο». Είναι σαν «να αφήσαμε απροστάτευτο έναν παιδικό σταθμό». Έπρεπε να διορθωθεί αυτή η επιπολαιότητα: «Δεν πρέπει να φοβόμαστε να κάνουμε πολέμους για την ειρήνη. Στις σημερινές συνθήκες είναι αναπόφευκτο. Είναι δυσάρεστο, αλλά πρέπει να το κάνουμε, για να σώσουμε τον κόσμο». Ποιους όμως εκπροσωπούσε το «εμείς», στο οποίο αναφερόταν ο Πόπερ; Η Σταυροφορία ξεκινούσε επικαλούμενη δήθεν τις «πολιτισμένες χώρες», δηλαδή τις «χώρες του πολιτισμένου κόσμου». Και ποιες ήταν αυτές; Είναι ξεκάθαρο, επρόκειτο για τη «Δύση», της οποίας τα γεωγραφικά και πολιτικά όρια δεν ήταν ποτέ ξεκαθαρισμένα, αλλά που αποφάσιζε αλαζονικά για το ποιος ήταν «πολιτισμένος» και ποιος όχι. Μέσα από μια σειρά πολέμους, η καπιταλιστική και φιλελεύθερη Δύση καλούνταν να υλοποιήσει την «pax civilitatis» (εκπολιτιστική ειρήνη). Ήταν ολοφάνερη η επανεμφάνιση του αποικιοκρατισμού και των αποικοκρατικών πολέμων, που προσπαθούσε να παρουσιάσει σαν επίκαιρους και επιτακτικούς.
Ο πολιτισμένος κόσμος έχει αποστολή…
Το κυριακάτικο ένθετο των Νew York Times της 18ης Απρίλη 1993, που είχε τίτλο: «Επιτέλους, επιστρέφει η αποικιοκρατία! ερχόταν να διαλύσει κάθε περαιτέρω αμφιβολία. Ήταν η συνόψιση της σκέψης ενός προβεβλημένου Άγγλου ιστορικού και επιφανούς εκπροσώπου της κυρίαρχης ιδεολογίας, του Πολ Τζόνσον, ο οποίος χαιρετούσε την «αλτρουιστική επανεμφάνιση της αποικιοκρατίας», αφού κατά τον ίδιο «σε πάρα πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου δεν υπήρχαν άλλες εναλλακτικές…». «Ο πολιτισμένος κόσμος έχει αποστολή να κυβερνήσει σε αυτά τα βασανισμένα μέρη». Στην πραγματικότητα, δεν επρόκειτο για επέμβαση μόνο σε χώρες που θεωρούσε η Ουάσινγκτον ανίκανες να κυβερνηθούν μόνες τους, αλλά και σε άλλες που οι κυβερνώντες τους έδειχναν «εξτρεμιστικές» τάσεις: Για παράδειγμα, πολύ σωστά έκανε ο Ρίγκαν όταν εισέβαλε το 1983 στη Γρενάδα, στο μικρό και απροστάτευτο νησί της Καραϊβικής και ανέτρεψε τη νόμιμη κυβέρνησή του. (Johnson 1993, σελ. 22 και 43-44).
Αυτό που μας κάνει περισσότερη εντύπωση, σε παρόμοιες συζητήσεις, ήταν η επανεμφάνιση όρων που, μετά την τραγική εμπειρία του ναζισμού και του φασισμού, φαίνονταν να έχουν πέσει σε γενική απαξίωση. Είχε δίκιο ένας άλλος διάσημος Άγγλος ιστορικός, ενθουσιώδης υμνητής της βρετανικής και της βορειοαμερικανικής αυτοκρατορίας, όταν παρατηρούσε, μερικά χρόνια αργότερα, πως «η στιγμή της πραγματικής ιστορικής στροφής» σηματοδοτούνταν όχι από την τρομοκρατική απόπειρα της 11ης Σεπτέμβρη 2001, αλλά από «την πτώση του Τείχους του Βερολίνου», το 1989, που δημιούργησε τις συνθήκες για την επαναπροώθηση των αποικιοκρατικών και αυτοκρατορικών σχεδίων (Ferguson 2005, σελ. 27).
Η αρχή της κατάρρευσης του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» στην Ανατολική Ευρώπη συνέπεσε με ένα περιστατικό που αποσιωπήθηκε ολότελα από την κυρίαρχη κουλτούρα. Στα τέλη του 1989 έγινε η εισβολή στον Παναμά, της οποίας προηγήθηκαν έντονοι βομβαρδισμοί, που ξεκίνησαν χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς την εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Τρία χρόνια αργότερα, ξεκινούσε ο πρώτος πόλεμος του Κόλπου. Στην Ιταλία, ο διευθυντής μιας εφημερίδας που θεωρούνταν της «Κεντροαριστεράς», εξηγούσε τους λόγους: Αποφάσισαν να «τιμωρήσουν αυστηρά τον Σαντάμ Χουσεΐν» «όλες οι μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις», που επιθυμούσαν διακαώς να κρατήσουν χαμηλά την τιμή του πετρελαίου, «για να εμποδίσουν μια νέα πετρελαϊκή κρίση, που θα αναχαίτιζε την επεκτατική ορμή του δυτικού καπιταλισμού» (Scalfari 1992). Και, όπως διευκρίνιζε, με κριτική διάθεση ένας άλλος δημοσιογράφος της ίδιας εφημερίδας, η τιμωρία είχε επιβληθεί με άγριο τρόπο, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ δεν δίστασαν να «εξολοθρεύσουν τους φυγάδες και αφοπλισμένους πια Ιρακινούς» (Bocca 1992).
Επιστροφή του Δόγματος Μονρόε
Ξαναγύριζε στην επικαιρότητα το Δόγμα Μονρόε, μια κλασική θεωρία της εποχής της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, που είχε αμφισβητηθεί την εποχή της κουβανέζικης επανάστασης. «Θα ζητήσω από τη Μόσχα το κεφάλι του Κάστρο», έγραφε στο εξώφυλλο, το καλοκαίρι του 1991, μια ιταλική εφημερίδα, αναγγέλλοντας τη συνάντηση του θριαμβεύοντος πατέρα Μπους και του πολιτικά καταβεβλημένου Γκορμπατσόφ. Σε αυτό το πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα, ο ιμπεριαλισμός ζούσε μια νέα ανθηρή νεότητα: «Μόνο ο δυτικός ιμπεριαλισμός -αν και λίγοι τον αποκαλούν με το όνομά του- μπορεί τώρα να συνενώσει όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο και να σώσει τα Βαλκάνια από το χάος» (Kaplan 1999). Δυο χρόνια μετά, η συζήτηση γίνεται πιο συγκεκριμένη: από «δυτικός», ο ιμπεριαλισμός γίνεται αποκλειστικά ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ. Και να το Foreign Affairs, περιοδικό φιλικό προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ που, ήδη από τον τίτλο του εξώφυλλου καθώς και στο κύριο άρθρο του, δηλώνει πως «η λογική του ιμπεριαλισμού», δηλαδή «του νεο-ιμπεριαλισμού είναι υπερβολικά επιτακτική και ο Μπους (ο νεότερος) δεν μπορεί να αντισταθεί σε αυτήν» (Mallaby 2002). Δεν επρόκειτο καθόλου για μεμονωμένες φωνές, αλλά για ολόκληρη χορωδία, που καλούσε ακόμη και τη θέσπιση ενός «Colonial Οffice» (γραφείου αποικιών), στα πρότυπα του αντίστοιχου γραφείου της βρετανικής αυτοκρατορίας και μιλώντας για την Ουάσινγκτον, τη χαρακτήριζε σαν την «πιο φιλεύσπλαχνη αυτοκρατορική εξουσία που είχε υπάρξει ποτέ (Ferguson 2005, σελ 4-6). Ήταν μια κυβέρνηση που καλούνταν να επιβάλει το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε γωνιά της γης. Ο 20ός αιώνας τελείωνε έτσι όπως είχε ξεκινήσει. Είχε τεθεί εκτός παιχνιδιού ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών, που στο καταστατικό του εξυμνεί την αρχή της ισότητας ανάμεσα στα έθνη. Είχε εντελώς περιθωριοποιηθεί όχι μόνο επειδή οι ΗΠΑ είχαν σφετεριστεί το δικαίωμα να στέλνoυν τιμωρητικές αποστολές, ακόμη και χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας (όπως συνέβη το 1999, σε βάρος της Γιουγκοσλαβίας, και το 2003, σε βάρος του Ιράκ). Πιο σημαντικό ήταν το ότι αυτό το υποτιθέμενο δικαίωμα μπορούσε να εφαρμοστεί στην πράξη, ακόμη και με τον πιο ανελέητο τρόπο, ακόμη και χωρίς να προχωρήσουν σε κανονικό πόλεμο.
Υπερόπλο και «συλλογική τιμωρία»
Τον Ιούνη του 1996, ο διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων (Center for Economic and Social Rights) αποκάλυπτε τι σήμαινε για τον ιρακινό λαό η «συλλογική τιμωρία» που είχε υποστεί διαμέσου του εμπάργκο: «πάνω από 500.000 παιδιά στο Ιράκ» είχαν «πεθάνει από πείνα και αρρώστιες». Για πολλά άλλα επιφυλασσόταν η ίδια μοίρα: συνολικά επλήγησαν «τα ανθρώπινα δικαιώματα για 21 εκατομμύρια Ιρακινούς». Τρία χρόνια μετά, ένα άρθρο στο Foreign Affairs έκανε έναν συγκλονιστικό απολογισμό: μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», σε έναν κόσμο ενοποιημένο υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, το εμπάργκο αποτελούσε το κατεξοχήν όπλο μαζικής καταστροφής. Έχοντας επιβληθεί τυπικά για να προλάβει την πρόσβαση του Σαντάμ σε υποθετικά όπλα μαζικής καταστροφής, το εμπάργκο στο Ιράκ, «στα χρόνια που ακολούθησαν τον Ψυχρό Πόλεμο, είχε προκαλέσει περισσότερους νεκρούς από όλα τα όπλα μαζικής καταστροφής στην (μέχρι τότε) Ιστορία.
Η απειλή του οικονομικού «όπλου μαζικής καταστροφής» δεν στρεφόταν μόνο ενάντια στις μικρές χώρες. Τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, μια ιταλική εφημερίδα ανέφερε τα εξής, σχετικά με μια συζήτηση που είχε διεξαχθεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ: «Η Κίνα αντιτάχθηκε στις κυρώσεις κατά της Λιβύης και οι τρεις δυτικές δυνάμεις την απείλησαν με εμπορικά αντίποινα» (Caretto 1992). Αυτά τα αντίποινα μπορούσαν να είναι τόσο καταστροφικά -υπογράμμιζε στα τέλη της ίδιας δεκαετίας ένας διάσημος Βορειοαμερικανός πολιτικός επιστήμονας- που ισοδυναμούσαν με το εμπορικό ανάλογο ενός «πυρηνικού όπλου» (εδώ, κεφ. 11, παρ. 6).
Οι λεπτομέρειες αυτές δεν επηρέαζαν το μεγαλύτερο, σχεδόν επίσημο ιστορικό της Δύσης. Αυτός, αφού έπλεκε το εγκώμιο της «φιλελεύθερης» αυτοκρατορίας, καλούσε τους ιθύνοντες της Ουάσινγκτον να προχωρήσουν χωρίς δισταγμούς και γρήγορα στην αυτοκρατορική πορεία που ακολουθούσαν οι ΗΠΑ ήδη από τότε που ιδρύθηκαν: «Δεν υπάρχουν ιμπεριαλιστές με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από τους Ιδρυτές Πατέρες» των ΗΠΑ (Ferguson 2005, σελ. 33). Να, πάλι, η αποθέωση της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού ξεκάθαρη και αναίσχυντη, σαν «ο ιμπεριαλισμός» των Ιδρυτών Πατέρων, η συμπεριφορά που είχαν επιδείξει απέναντι στους αποικιοκρατούμενους λαούς, να μην είχε πυροδοτήσει την απαλλοτρίωση, τον εκτοπισμό και την εξόντωση των ερυθροδέρμων καθώς και την ευρεία σκλαβοποίηση των μαύρων.
Θρίαμβος της Δύσης
Στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων ήταν ολοφάνερος ο αντιδραστικός χαρακτήρας της στροφής που έγινε ανάμεσα στο 1989 και το 1991. Ακριβώς το 1991, χρονιά της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ και του πρώτου πολέμου στον Κόλπο, ένα αξιόπιστο αγγλικό περιοδικό, το International Affairs δημοσιεύει στο τεύχος του Ιουλίου ένα άρθρο του Μπάρι Τζ. Μπούζαν (1991, σελ. 451), που κατέληγε ανακοινώνοντας με ενθουσιασμό την καλή είδηση: «Η Δύση θριάμβευσε τόσο σε βάρος του κομμουνισμού, όσο και του τριτοκοσμισμού». Η δεύτερη νίκη δεν ήταν λιγότερο σημαντική από την πρώτη: «Σήμερα το κέντρο βρίσκεται σε θέση υπεροχής και η περιφέρεια είναι πιο υποταγμένη από όσο ήταν κατά το ξεκίνημα της απο-αποικιοποίησης». Μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε κλείσει αισίως το κεφάλαιο της ιστορίας των αντιαποικιοκρατικών επαναστάσεων. Μερικά χρόνια αργότερα, από αντίθετη άποψη, ένας σοβαρός ιστορικός παρατηρούσε προβληματισμένος ότι η κατάρρευση της κλασικής αποικιοκρατίας συνοδεύτηκε «από τη συγκρότηση του πιο μεγάλου και με μεγαλύτερη καταστροφική δύναμη μηχανισμού ισχύος της δύσης που είχε ποτέ γνωρίσει η ανθρωπότητα» (Arrighi 1996, σελ. 41).
Καμία χώρα, όσο μεγάλη κι αν ήταν, δεν έμενε ανεπηρέαστη από αυτόν τον πρωτόγνωρο «μηχανισμό ισχύος». Πρόσφατα, ένας επιστημονικός συνεργάτης του αντιπροέδρου Ντικ Τσένι αποκάλυψε πως στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις των ΗΠΑ παραβίαζαν, «ατιμωρητί» και χωρίς αναστολές, «τον εναέριο χώρο και τα χωρικά ύδατα της Κίνας» (Friedberg 2009, σελ. 20-21). Ήταν μια ξεκάθαρη εφαρμογή του νόμου του ισχυρότερου. Αλλά αυτό παρουσιαζόταν από την κυρίαρχη ιδεολογία σαν μια σωτήρια δράση: είχε απορριφθεί, επιτέλους, η στενή και επαρχιώτικη αντίληψη για το απαραβίαστο της εθνικής κυριαρχίας (και του δικαιώματος των μικρών ή μεγάλων χωρών να κατοχυρώνεται αυτό το απαραβίαστο). Παρατηρώντας όμως πιο προσεκτικά, τα επιχειρήματα με τα οποία δικαιολογείται αυτή η δήθεν σωτήρια επέμβαση φέρνουν ξανά στην επιφάνεια τις κοινοτοπίες μιας αναίσχυντης παράδοσης.
Η καθολικότητα των ανθρώπινων δικαιωμάτων θα ακύρωνε τα εθνικά σύνορα και θα καθιστούσε ξεπερασμένη την αρχή του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας; Στο Foreign Affairs διαβάζουμε: «Είναι μια άποψη στο πλαίσιο της οποίας αναγνωρίζεται η πιο απόλυτη κυριαρχία για την Αμερική και περιορίζεται το αντίστοιχο δικαίωμα για τις χώρες που αμφισβητούν τα στάνταρ συμπεριφοράς της Ουάσινγκτον, στο εσωτερικό και διεθνές πεδίο» (Ikenberry 2002, σελ. 44).
Είναι προφανές πως, θεωρώντας ως αποκλειστικό δικαίωμά τους να δηλώσουν ξεπερασμένη την κυριαρχία των άλλων χωρών, οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις εκχωρούν στον εαυτό τους μια απεριόριστη κυριαρχία, την οποία έχουν δικαίωμα να ασκούν και εκτός των ορίων του εθνικού τους εδάφους. Επανεμφανίζεται λίγο τροποποιημένη η διχοτομία που σφράγισε την αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική επέκταση, στη διάρκεια της οποίας οι πρωταγωνιστές της αρνήθηκαν επίμονα να αναγνωρίσουν σαν κυρίαρχα κράτη τις χώρες που σταδιακά είχαν υποδουλωθεί η μετατραπεί σε προτεκτοράτα.