Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το τελευταίο βιβλίο του Βασίλη Καραποστόλη «Μούσες εναντίον Σειρήνων. Ο γόνιμος άνθρωπος σ’ έναν άγονο κόσμο» που κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Πατάκη.
Αφού η ρόδα γυρίζει, γυρίζεις κι εσύ, αυτό είναι όλο. Λες: “έτσι είναι γιατί έτσι είναι”. Γλιτώνεις χρόνο μεν, αλλά την ίδια στιγμή προδίδεις τη νοημοσύνη σου. Σχεδόν με τρόμαζε αυτή η διαπίστωση. Συναντούσα συχνά άτομα που απέφευγαν να αιτιολογούν ό,τι τους τύχαινε ή τα όσα έπρατταν, με τη βιάση ενός βαρυποινίτη δραπέτη. Έτρεχαν να φύγουν απ’ τον ίδιο τους τον εγκέφαλο. Κατάλαβα ότι η γιγαντομηχανή που διηύθυνε τις ζωές τους είχε κλονίσει τη διάθεσή τους να βάζουν σε μια σειρά τα ζητήματα, να συνδέουν αιτίες και αποτελέσματα, να ελέγχουν τις λέξεις, τις προτάσεις, τις κρίσεις τους. Η λογική… Γιατί να την τηρήσουν; Όπου ήθελε τραβούσε το μυαλό τους. Το είδος της ζωής που ζούσαν, πληθωρικής σε συμβάντα, κατάφορτης με εικόνες, τους υπαγόρευε σκέψεις αντίστοιχες: κομματιαστές, άτακτες. Θα ήταν υπέρογκο αίτημα να ζητούσαμε απ’ τον ατομικό εγκέφαλο να περιμαζέψει τα προϊόντα του και να τα βάλει σε τάξη. Δεν υπήρχε λόγος. Η τεχνική υποκαθιστούσε τη διάνοια. Όποια λύση στα καθημερινά προβλήματα έδιναν οι συσκευές και τα σκεύη ήταν πιο “έξυπνη” από οτιδήποτε θα πρότειναν οι κάτοχοί τους. Την αυτοσυντήρησή τους την αναλάμβανε μια σειρά από αντικείμενα. Δεν χρειαζόταν, συνεπώς, το υποκείμενο και η φαιά του ουσία. Ήταν περιττό και ελεύθερα μπορούσε να αερολογεί ή να πέφτει σε όσες αντιφάσεις ήθελε. Το περιβάλλον του, η κοινωνία του ανεχόταν την επιπολαιότητά του, τα ολοφάνερα χαρίσματα στις κρίσεις του. Αν έλεγε ότι ένα πράγμα έχει ορισμένα χαρακτηριστικά και την επόμενη στιγμή ότι δεν τα έχει, του συγχωρούνταν η ασυνέπεια. Παράπτωμα αμελητέο ακόμη κι ο κατάφωτος παραλογισμός μες στην ταχύτητα και την εναλλαγή καταστάσεων. Θα έχεις ίσως προσέξει ήδη πόσο υποχωρεί η διάθεση να επιχειρηματολογεί κανείς. Του φαίνεται επίπονο να ορίσει το σημείο όπου θα στηρίξει τη σκέψη του για να προχωρήσει έπειτα στο επόμενο στάδιο χωρίς να ξεχάσει από πού ξεκίνησε. Νόμισαν μερικοί ότι με τις εξελίξεις στην επιστήμη και την τεχνική η ζωή, αποκτώντας πρόσθετες όψεις, θα καθιστούσε τον σύγχρονο άνθρωπο “πρισματικό”. Στην πραγματικότητα τα πολλά πρίσματα του θόλωσαν την αντίληψη και τον έκαναν λιγότερο και από σχετικιστή˙ τον έκαναν ασυνάρτητο, νωχελικό όταν πρέπει να τεκμηριώσει τη γνώμη του, βαριεστημένο όταν πρέπει να συναγάγει συμπεράσματα και σχεδόν απελευθερωμένο όταν ξεφουρνίζει κάτι με την έπαρση εκείνου που νομίζει πως έχει το δικαίωμα την αυθαιρεσία του να την προβάλλει ως άποψη.
Τα λέω αυτά επειδή τον ύπουλο εχθρό του μυαλού μου τον εντόπισα μάλλον αργά. Είχα, όπως οι περισσότεροι, την εντύπωση πως δεν μου υποδείκνυε κανείς το τι θα σκεφθώ και το πώς. Αυταπάτη ενός νεαρού που ήθελε να περνιέται για ανεξάρτητος. Διαπιστώθηκε πως δεν ήμουν. Όταν έφθασα σ’ εκείνο το μέρος όπου ο διασκορπισμός των συμβάντων ήταν πολύ μειωμένος, το μυαλό μου συγκεντρώθηκε κι αυτό. Άρχισα να θέτω τα ζητήματα πιο καθαρά μπροστά μου. Με επηρέαζε σ’ αυτό η εξωτερική μου εμπειρία. Πήγαινα έξω, και η παρουσία των ανθρώπων, όπως και το καθετί, στον οικισμό ή στην ύπαιθρο, ήταν τέτοια που κρατούσε πάνω της το βλέμμα μου˙ αν βρισκόμουν σ’ ένα πολυσύχναστο μέρος, γρήγορα το μάτι μου θα έφευγε για να πάει παραδίπλα, όπου κάτι άλλο θα του γυάλιζε κι από κει πάλι σ’ ένα άλλο. Το αισθητό δεν θα πρόφθαινε καν να γίνει “παράσταση”. Πολλά θα έμπαιναν και θα έβγαιναν απ’ το κεφάλι μου και αυτή η διέλευση θα μου έδινε στο τέλος ένα ατράνταχτο πόρισμα: ότι κι εγώ ο ίδιος είμαι διερχόμενος, μια ύπαρξη μεταβατική. Πουθενά ένα σημείο να σταθώ, να μείνω, να έχω επίγνωση ότι είμαι και δεν γίνομαι διαρκώς (μέχρι να ξεγίνω πάλι).