Το βιβλίο του καθηγητή Παναγιώτη Δόικου σε δεύτερη έκδοση, διευρυμένη από τις Εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη, 2017
του Κωνσταντίνου Πιτένη*
«Όχι, δεν πρέπει να πέφτουμε και εμείς στο κοινότοπο σφάλμα και την αφελή παρεξήγηση·γιατί δεν εντοπίζουμε περισσότερο την ύπαρξή μας μέσα στην ιστορία από όσο την ιστορία μέσα στην ύπαρξή μας!»
Πρόκειται για μια από τις κομβικές διατυπώσεις, τις οποίες εισηγείται ο αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Παναγιώτης Δόικος στις παραδόσεις των μαθημάτων του. Το νέο του βιβλίο, το Principia Formarum. Οντολογία της στοχαστικής φαντασίας, αποτελεί ένα απόσταγμα της θητείας του συγγραφέα στη φιλοσοφία. Το Principia Formarum εξηγεί τη συνείδηση της φαντασιακής μας νοημοσύνης, δηλαδή της συνάντησης των αισθήσεων με τα νοήματα, των αισθημάτων με τον στοχασμό. Ο Παναγιώτης Δόικος επιχειρεί μια βαθιά τομή στο πεδίο των αντικειμένων της μακράς φιλοσοφικής του σπουδής, με έναυσμα τα έργα στοχαστών και καλλιτεχνών της Δύσης αλλά και της Ανατολής – όπως λ.χ. του Nietzsche, του Spinoza, του Corbin, του Eugenio d’Ors, του Ελύτη και του Μ. Θεοδωράκη, βυθομετρώντας τα ανεξιχνίαστα μονοπάτια της σκέψης τους, τις πιο «μυστικές», τις πιο «αινιγματικές» και τις «πιο γόνιμα αόρατες» στιγμές τους στον χώρο της στοχαστικής τους ενατένισης, της διαπροσωπικής, «ιδιωτικής οδού» τους.
Φυλλομετρώντας το βιβλίο και την άρθρωση των κεφαλαίων του, συναντούμε έναν δημιουργικό προβληματισμό αναφορικά – μεταξύ άλλων – με το κρυφό σώμα του βλέμματος, με τη λάμψη αλλά και την ένταση των (όντων ως) μορφών, με τον κρίσιμο χωροχρόνο της σχέσης ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική πραγματικότητα, με την ανατολική μεταφυσική του φωτός και της διαφάνειας, όπως και με τη διαφαντασιακή συχνότητα της αυθεντικής κοινωνίας των ερωτευμένων. Ο συγγραφέας διερευνά τη σύνδεση μεταξύ του καθολικού νοήματος της δικαιοσύνης και του ιδιωτικού της ποίησης, την ενιαία ρίζα από την οποία αντλεί την αποφασιστικότητά της η συγκεκριμένη – ευρέως εννοούμενη – πολιτική μας πράξη. Ένα σημείο βαθύτερης σημασίας, για το οποίο εφιστούμε σήμερα την προσοχή, είναι λοιπόν το εξής: ο Παναγιώτης Δόικος μας θυμίζει πως η μήτρα της ηθικής μας και το κέντρο των αισθητηρίων της μέσα μας ανάγονται σε μια αισθητική γενεαλογία.
Μέσα στην τελευταία εντοπίζεται η κίνηση του νοήματος της δικαιοσύνης. Τα δόγματα της απολυταρχικής «θεολογίας» δεν είναι παρά εκτροπές του μυθολογικού μας ενστίκτου, με ανεσταλμένα ρηματικά κύτταρα και χωρίς προσωπικότητα. Το «καλό» και το «κακό», αντί να ανάγονται σε νόρμες και συνταγές που «πρέπει» κανείς να ακολουθεί με στρατευμένη την προσήλωσή του, αναγνωρίζονται στον ορίζοντα μιας απρόσμενης σχέσης: το κακό είναι μια δυστροπία του καλού. Η ευλάβεια και το αίσθημα του ιερού συνεγείρονται μέσα μας και αναστηλώνονται από μιας αρχής στο Principia Formarum, τολμώντας ακριβώς μια αναλογία με το αρχαιοελληνικό ιδανικό της ἀρετῆς και του ἀγαθοῦ, δράττοντας δηλαδή το νήμα της κατεξοχήν σκέψης που συντηρούσε μέσα στην (πλατωνικής σημασίας) ἰδέα ενός καλοῦ την καλαισθητική έκφραση της μορφῆς και της επιθυμίας ή της ορμής για το κάλλος.
Ο Παναγιώτης Δόικος δείχνει πως η εὐδαιμονία δεν είναι απλώς μια α-τοπία, μια κενή ουτοπία ενός φανταστικού προορισμού, αλλά μια ευ-τοπία, μια υπόθεση (δια)προσωπικού μας δαιμονίου, «συν-ιδιωτικής οδού» εμπίπτει σε μια μύχια σκηνογραφία της φαντασιακής μας και αχαρτογράφητης ηπείρου, η οποία φέρει τα δαχτυλικά αποτυπώματα της υπαρξιακής αναπνοής ενός μυστικού σώματός μας.
Ο συγγραφέας μάς επισημαίνει με τον τρόπο του και με μια ειδική αίσθηση επικαιρότητας, πως η ψηφιακή αυτοκρατορία της εικόνας των εφέ και της «δημοσιογραφίας» της πληροφορίας, που διέπει στην εποχή μας τα μέσα της κοινωνικής δικτύωσης, δεν δίδεται παρά ως ένα υποκατάστατο της αισθητικής πολιτικής μας, η οποία αφήνεται να υπνώττει. Κάθε ένα από τα δοκίμια που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο, ανοίγει έναν προς έναν τους φθόγγους του αλφάβητου των στοχαστικών μορφών της οδού και της τοπογραφίας μιας επανάκτησης της αισθητικής γενεαλογίας της ηθικής και της πολιτικής μας πράξης, μια ιδιάζουσα σκηνογραφία όπου οι μορφές εμφορούνται από τις φωτοσκιασμένες εντάσεις της δυναμικής των νοημάτων τους.
Ο Παναγιώτης Δόικος μας θυμίζει, τέλος, πως για την κτηματογράφηση της φαντασιακής αυτής τοπογραφίας ως της πατρίδας της κοινωνικότητάς μας, δεν τίθεται το ζήτημα της «ιδιοκτησίας» ως απλώς το ζήτημα ενός κοινωνικού συμβολαίου ή μιας νομικής σύμβασης, παρά μόνον προς χάρη της πρωταρχικής ρίζας, η οποία λανθάνει μέσα του και αυτή δεν είναι άλλη φυσικά από το ἴδιον. Το ίδιον, που στρέφει αυθόρμητα τον εαυτό του – και την αλήθεια του – προς το έτερον, μέσα σε μια συνάντηση αμοιβαιότητας. Η οίκηση αυτής της φαντασιακής χώρας είναι μια οικείωση της ιδιάζουσας και της αυθεντικότατης φύσης μας είναι η επανάκτηση του ιδικού μας εαυτού εντός του υπαρξιακού ανοίγματός του στη δημιουργικότητα της σχέσης με το(ν) άλλο.
* Ο Κων/νος Πιτένης είναι υπότροφος μεταπτυχιακός φοιτητής της Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ και πεζογράφος