Το ερώτημα δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Ωστόσο τα μηνύματα από τις διάφορες περιοχές και κέντρα του πλανήτη ούτε με τις πιο ισχυρές ενέσεις αισιοδοξίας δεν θα μπορούσαν να συμβάλουν στη σκιαγράφηση μιας ευοίωνης προοπτικής, υπέρβασης της κρίσης, ασφάλειας έναντι νέων ισχυρών ή ισχυρότερων κραχ στο κοντινό μέλλον.
Τα δυο άρθρα που ακολουθούν αφορούν, το ένα στη διατήρηση και επαύξηση της χρηματοπιστωτικής φούσκας καθώς και σε μια ειδική πλευρά της διαφαινόμενης υποτροπής που εντοπίζεται στο λαχάνιασμα των αναδυόμενων οικονομιών, ενώ το δεύτερο άρθρο αφορά ειδικότερα στην Τουρκία την οποία το λαχάνιασμα χτυπά περισσότερο από άλλες αναδυόμενες οικονομίες.
Η πιστωτική φούσκα χειρότερη απ’ ό,τι πριν το 2008
Ο πλέον έγκριτος οργανισμός στα χρηματιστικά πράγματα -η κεντρική τράπεζα των Κεντρικών Τραπεζών, που ονομάζεται Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών ή BIS- ασκεί αιχμηρή κριτική στην αμερικανική οικονομική πολιτική εδώ και μια δεκαετία. Για παράδειγμα, η BIS ασκεί κριτική εδώ και καιρό στη FED και άλλες Κεντρικές Τράπεζες ότι δημιουργούν φούσκες. Η Παγκόσμια Τράπεζα και πολλοί κορυφαίοι οικονομολόγοι συμφωνούν.
Η Telegraph σημείωνε πρόσφατα ότι η BIS και ο πρώην κύριος οικονομικός της αναλυτής, William White, ισχυρίζονται πως τα πράγματα είναι τουλάχιστον εξίσου άσχημα με την κατάσταση πριν από την κατάρρευση του 2008.
Η BIS σημειώνει πως η δίψα των επενδυτών για αποδόσεις τους ωθεί μαζικά σε υψηλού ρίσκου προϊόντα, «ένα φαινόμενο που θυμίζει την επέκταση πριν την παγκόσμια χρηματιστική κρίση». Αυτό συμβαίνει τη στιγμή που η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ ετοιμάζεται να καλμάρει τις πολιτικές κεντρίσματος της οικονομίας και αρχίζει να στεγνώνει τις διεθνείς αγορές από ρευστότητα σε δολάρια, μια σύμπτωση που είναι επικίνδυνη και θα μπορούσε να εξελιχθεί πολύ άσχημα.
«Μου μοιάζει με το 2007 πάλι απ’ την αρχή, αλλά ακόμη χειρότερα», λέει ο William White, διάσημος για την επισήμανση της ανησυχητικής συμπεριφοράς των αγορών χρέους πριν από την παγκόσμια θύελλα του 2008. «Όλες οι τοτινές ανισορροπίες είναι ακόμη εδώ. Τα επίπεδα του συνολικού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους βρίσκονται, σε σχέση με το 2007, 30% ψηλότερα ως ποσοστό του ΑΕΠ στις ανεπτυγμένες οικονομίες, και έχουμε προσθέσει σε αυτό ένα νέο πρόβλημα με τις φούσκες στις αναπτυσσόμενες οικονομίες που αντιμετωπίζουν έναν κύκλο boom-bust (μεγάλης αύξησης-απότομης πτώσης)», τονίζει ο William White, τώρα πλέον πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικής Ανάπτυξης και Επιθεώρησης του ΟΟΣΑ.
Η BIS σημειώνει στην τριμηνιαία επιθεώρησή της πως η έκδοση δανείων μειωμένης εξασφάλισης -που αφήνουν τους πιστωτές εκτεθειμένους σε μεγαλύτερες απώλειες αν τα πράγματα δεν εξελιχθούν καλά- έχουν υπερτριπλασιαστεί σε 52 δισ. δολάρια στην Ευρώπη το προηγούμενο έτος και δεκαπλασιάστηκαν σε 22 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ. Το μερίδιο των «μοχλευμένων δανείων» που λαμβάνουν οι πιο αδύναμοι δανειστές έχει εκτοξευτεί στο ιστορικό υψηλό του 45%, 10% παραπάνω από το ψηλότερο σημείο τους το 2007-08.
Ανησυχητικά σημάδια
Οι επενδυτές αγοράζουν χρέη που προσφέρουν μικρή προστασία στους πιστωτές, καθώς και μορφές υβριδικού κεφαλαίου για τράπεζες γνωστά ως «CoCos» (δυνητικά μετατρέψιμα σε μετοχές ομολογιακά) που μετατρέπουν το χρέος σε τραπεζικές μετοχές αν η κεφαλαιοποίηση της τράπεζας πέσει πολύ χαμηλά. Αν και τα CoCos προστατεύουν περισσότερο τους φορολογούμενους από απώλειες σε περίπτωση τραπεζικής κρίσης επιμερίζοντας τον κίνδυνο περισσότερο στους ιδιώτες επενδυτές, η πρόσφατη εκτόξευση της ζήτησης για τέτοια προϊόντα είναι επίσης ανησυχητική.
Σύμφωνα με την BIS η διατραπεζική πίστωση στις αναδυόμενες αγορές έχει φτάσει το «υψηλότερο καταγεγραμμένο επίπεδο», ενώ η αξία των ομολόγων που εκδίδονται σε οφσόρ κέντρα από ιδιωτικές εταιρίες της Κίνας, Βραζιλίας και άλλων αναπτυσσόμενων χωρών ξεπερνά για πρώτη φορά την αντίστοιχη αξία από πλούσιες χώρες, επισημαίνοντας το μέγεθος του χρέους που συσσωρεύεται στην Ασία, Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή. Ο επικεφαλής ερευνών της BIS, Claudio Borio, εξηγεί ότι οι ανησυχίες των αναδυόμενων αγορών από την πολεμοχαρή στροφή της FED, τον περασμένο Μάιο, αποτελεί προειδοποίηση προς τους επενδυτές για σύνεση στις τοποθετήσεις τους προς τα κει. Κανείς δεν γνωρίζει πόσο ψηλά πρόκειται να φτάσει το κόστος δανεισμού ή «πόσο ανώμαλη θα γίνει η κατάσταση» καθώς η FED «σφίγγει».
Η χαμένη πενταετία
«Για να αντιμετωπιστεί η πρόκληση πρέπει να υπάρξει προετοιμασία. Αυτό σημαίνει πρόνοια, περιορισμό της μόχλευσης, αποφυγή του πειρασμού να πιστεύει κανείς ότι η αγορά θα παραμείνει σε κατάστα καθεστώς πίεσης, δηλαδή αποφυγή της ψευδαίσθησης της ρευστότητας», τόνισε ο Borio.
Σύμφωνα με τον White, τα πέντε χρόνια από τη Lehman πήγαν χαμένα, αφήνοντας το παγκόσμιο σύστημα σε κατάσταση ακόμη μεγαλύτερης ανισορροπίας, και ίσως χωρίς άλλη ζωή. «Ο έσχατος οδηγός για όλο τον κόσμο είναι τα αμερικανικά επιτόκια και καθώς αυτά ανεβαίνουν θα υπάρξουν συνέπειες για όλους. Η θρυαλλίδα θα μπορούσε να είναι το «tapering» της Fed [στμ. ο περιορισμός της ποσοτικής χαλάρωσης] αλλά υπάρχουν ένα σωρό πράγματα που θα μπορούσαν να πάνε στραβά. Είμαι πολύ ανήσυχος ότι τα Αμπενόμικς θα μπορούσαν να εξελιχτούν άσχημα, ενώ η Ευρώπη παραμένει εξαιρετικά ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς». Ο πλανήτης έχει εθιστεί πλέον στο εύκολο χρήμα με τα επιτόκια να πέφτουν όλο και χαμηλότερα, μετά από κάθε κύκλο και κάθε κρίση. Τα πυρομαχικά που έχουν απομείνει έτσι και το σύστημα καταρρεύσει ξανά είναι πολύ λίγα πλέον. «Δεν έχω ιδέα τι θα κάνουν σε αυτή την περίπτωση. Αμπενόμικς για όλο τον πλανήτη, υποθέτω, αλλά αυτό θα είναι απλώς το έσχατο καταφύγιο», συμπληρώνει ο White.
Η BIS εμμέσως επέπληξε τον διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας και τον ομόλογό του στην Ευρωζώνη, Ντράγκι, επισημαίνοντας ότι η απόπειρα «προληπτικής χειραγώγησης» ώστε να διατηρηθούν χαμηλά τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, απλά και μόνο με τη ρητορική, έχει ουσιαστικά αποτύχει. «Υπάρχουν όρια στο πόσο μπορεί να χειραγωγήσει τις αγορές η καλή επικοινωνία. Τα όρια αυτά έχουν γίνει ολοφάνερα», είπε ο Borio.
[Αναδημοσίευση
από το WashingtonsBlog]
Μετάφραση: Γιώργος Τσίπρας
Λαχανιάζει και η Τουρκία
Με «μαγειρέματα» υπερασπίζεται τις οικονομικές της επιδόσεις, τη στιγμή που στο εσωτερικό υπάρχει κλίμα αναταραχής.
Του Yasin Kaya
Η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία, η Νότια Αφρική και η Τουρκία αντιμετωπίζουν σοβαρές αναταράξεις στην οικονομία τους. Από τα τέλη του 2008, η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ διοχετεύει συνεχώς ρευστότητα στις αγορές, φτάνοντας τα 85 δισ. δολάρια το μήνα, τον περασμένο Δεκέμβριο. Αυτό το φθηνό χρήμα, λόγω χαμηλών βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιτοκίων, πλημμύρισε τις «αναδυόμενες αγορές» με το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο να προσδοκά υψηλές αποδόσεις μέσω του carry trade. Εκμεταλλευόμενες αυτή την εισροή κεφαλαίων και το χαμηλό κόστος δανεισμού οι αναπτυσσόμενες αγορές κατάφεραν να σημειώσουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματά τους.
Όταν, όμως, η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ σήμανε τέλος σε αυτή την υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική τον περασμένο Μάη, η ροή των κεφαλαίων άρχισε να αντιστρέφεται με κατεύθυνση τώρα τις ΗΠΑ και άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Από τον περασμένο Μάη, στις αναδυόμενες αγορές έχει καταγραφεί εκροή κεφαλαίων ύψους 1,5 τρισ. δολαρίων. Ως αποτέλεσμα αυτής της απώλειας κεφαλαίων και άλλων παρεμβάσεων στην αγορά συναλλάγματος, τα αποθεματικά των Κεντρικών Τραπεζών των αναπτυσσόμενων χωρών έχουν μειωθεί κατά 81 δισ. δολάρια. Το εθνικό νόμισμα της Βραζιλίας υποτιμήθηκε κατά 22%, της Ινδίας κατά 20,4%, της Νότιας Αφρικής κατά 14%, της Ινδονησίας κατά 11,5% και της Τουρκίας κατά 11,1%.
Σοβαρό πλήγμα για την Τουρκία
Η τουρκική οικονομία έχει υποστεί το σοβαρότερο πλήγμα. Η χώρα προσπάθησε να αντιμετωπίσει την υποτίμηση της λίρας αυξάνοντας τα επιτόκια δανεισμού μίας ημέρας και στηρίζοντας το εθνικό νόμισμα στις αγορές συναλλάγματος. Από τον περασμένο Ιούνιο η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας έχει ξοδέψει το 15% των συναλλαγματικών αποθεμάτων της. Παρόλα αυτά η ισοτιμία της λίρας έναντι του δολαρίου εξακολουθεί να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, φθάνοντας το χαμηλότερο σημείο της με 2,04 λίρες ανά δολάριο και οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων εκτινάχθηκαν πάνω από το 10% για πρώτη φορά τους τελευταίους 19 μήνες.
Οικονομολόγοι και επενδυτές από κοινού πιέζουν την Κεντρική Τράπεζα να προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων και να επιστρέψει σε ορθόδοξα εργαλεία άσκησης νομισματικής πολιτικής εγκαταλείποντας τα περίπλοκα συστήματα. Πρακτικά όμως η Τράπεζα της Τουρκίας διαθέτει περιορισμένα εργαλεία. Τα συνολικά της αποθέματα αγγίζουν τα 137 δισ. δολάρια, συγκριτικά με τα 372 δισ. της Βραζιλίας, και λιγότερα από 50 δισ. από αυτά είναι άμεσα διαθέσιμα για χρήση. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να ακολουθήσει τα βήματα της Βραζιλίας η οποία αντιμετώπισε την κρίση ανακοινώνοντας ένα πρόγραμμα νομισματικής παρέμβασης ύψους 60 δισ. δολαρίων. Επιπλέον, η Κεντρική Τράπεζα εμφανίζεται απρόθυμη να αυξήσει τα επιτόκια δανεισμού και να μειώσει έτσι τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας. Έτσι, ενώ ο διοικητής της υποσχέθηκε ότι θα «υπερασπισθεί τη λίρα σαν λιοντάρι» ο υπουργός Οικονομικών Caglayan, τάχθηκε υπέρ μιας πιο χαλαρής αντιμετώπισης. Η διοίκηση της τράπεζας έχει στενούς δεσμούς με την κυβέρνηση Ερντογάν η οποία, εν μέσω της πολιτικής αναταραχής, επιδιώκει να κρατήσει το ρυθμό ανάπτυξης στο 4% ακόμα κι αν πρέπει να πληρώσει το τίμημα της απογείωσης του πληθωρισμού.
Η χαμένη αισιοδοξία
Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής και οι υποστηρικτές τους εμφανίζονται αισιόδοξοι. Πανηγυρίζουν για οριακές αυξήσεις στις εξαγωγές λόγω της υποτίμησης της λίρας, ελπίζοντας ότι το τεράστιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών των 153,6 δισ. δολαρίων ή ποσοστού 6,8% του ΑΕΠ, θα μειωθεί. Ωστόσο, έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί οι μέρες των υπεραισιόδοξων εξαγγελιών για μια «ζώνη της λίρας» ως εναλλακτική στη «ζώνη του ευρώ». Αντίθετα, η κυβέρνηση καταφεύγει σε παιχνίδια με τα στατιστικά στοιχεία για να υπερασπισθεί τις οικονομικές της επιδόσεις. Για παράδειγμα, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας επιμένει ότι το τουρκικό ΑΕΠ έχει αυξηθεί κατά 350% από τότε που ανέλαβε την κυβέρνηση το ΑKP το 2002. Εντούτοις η πραγματική αύξηση είναι της τάξης του 63% όταν οι υπολογισμοί στηρίζονται σε πραγματικές τιμές και όχι ονομαστικές (και 43% αν υπολογιστεί το κατά κεφαλή εισόδημα). Αυτά τα ποσοστά βρίσκονται στα ίδια επίπεδα με το μέσο ρυθμό ανάπτυξης της Τουρκίας ανάμεσα στο 1960 και το 1978 και υπερβαίνουν το μέσο παγκόσμιο ρυθμό ανάπτυξης σήμερα. Όμως υπολείπονται του μέσου όρου ανάπτυξης των αναπτυσσόμενων χωρών, προς έκπληξη του AKP.
Η εικόνα της τουρκικής οικονομίας είναι ζοφερή.
Από τότε που το AKP ανέβηκε στην εξουσία, ο εταιρικός δανεισμός αυξήθηκε κατακόρυφα διαμορφώνοντας το καθαρό εξωτερικό χρέος στα 413 δισ. δολάρια ή 51% του ΑΕΠ. Το κόστος εξυπηρέτησης αυτού του χρέους θα ανέβει καθώς η λίρα υποτιμάται και επιδεινώνεται η κερδοφορία των εταιριών. Το κόστος των εισαγωγών θα αυξηθεί πιέζοντας ακόμα περισσότερο το ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας που ήδη σημειώνει έλλειμμα 60,11 δισ. δολαρίων. Οι βραχυπρόθεσμες εισροές κεφαλαίων που χρηματοδοτούσαν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών συνεχώς μειώνονται. Αυτό επιδρά αρνητικά στο ήδη τεράστιο έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού (16 δισ. δολάρια το 2012) καθώς δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα για άλλες ιδιωτικοποιήσεις για να τονωθούν τα δημόσια έσοδα.
Συνέπειες της εξωτερικής της πολιτικής
Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες της επιθετικής εξωτερικής πολιτικής της στη Μέση Ανατολή. Για παράδειγμα την περασμένη Τρίτη, η Ομοσπονδία των Εμπορικών Επιμελητηρίων της Αιγύπτου ανέστειλε τις σχέσεις της με την Τουρκία ως ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στη θέση Ερντογάν σχετικά με την ανατροπή του προέδρου Μόρσι. Η εταιρία παραγωγής ενέργειας Taqa, με έδρα το Αμπού Ντάμπι, ανακοίνωσε πρόσφατα τα σχέδιά της να αποσύρει επενδυτικά σχέδια ύψους 12 δισ. δολαρίων από την Τουρκία. Επιπλέον, η επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με τη Σαουδική Αραβία και τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, εξαιτίας της υποστήριξης της Τουρκίας στο κόμμα των Αδελφών Μουσουλμάνων βλάπτει τα τουρκικά κεφάλαια. Καθώς η αγοραστική ζήτηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση μειώθηκε, ως αποτέλεσμα της εκεί λιτότητας, οι Τούρκοι εργοστασιάρχες στράφηκαν προς τις εξαγωγικές αγορές της Μέσης Ανατολής. Κεφάλαια από τις αραβικές χώρες ήδη εισέρρεαν στη χώρα, στους τομείς των κτηματομεσιτικών και των κατασκευών που αποτελούσαν την αναπτυξιακή «μηχανή» της τουρκικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια και είχαν προετοιμάσει το δρόμο για στενότερες εμπορικές σχέσεις.
Η οικονομική στρατηγική της Τουρκίας από την κρίση του 2001 (το AKP ανέλαβε το 2002) ελέγχεται για την προτίμησή της στα ξένα κεφάλαια έναντι της εγχώριας αποταμίευσης, στις βραχυπρόθεσμες εισροές κεφαλαίων έναντι των άμεσων ξένων επενδύσεων, στην εσωτερική κατανάλωση έναντι των επενδύσεων, της μεταφοράς τεχνολογίας και των βιομηχανικών εξαγωγών, στον χρηματιστικό τομέα έναντι της πραγματικής οικονομίας.
*Ο Yasin Kaya είναι υποψήφιος για διδακτορικό και ακτιβιστής με έδρα το Τορόντο.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Socialist Project.
Μετάφραση: Νίκος Μαγνήσαλης