Είναι αδύνατο να γίνει κατανοητή η πολιτική της Τουρκίας σε Αιγαίο και Κύπρο αν στην εικόνα δεν συμπεριληφθούν οι δραματικές εξελίξεις σε ολόκληρη τη Μ. Ανατολή. Αν η ματιά δεν περιλάβει την Συρία ως το μεγάλο πεδίο αντιπαράθεσης των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ΗΠΑ και Ρωσίας, αλλά και ως σημείο που οξύνονται οι ανταγωνισμοί και προετοιμάζονται συγκρούσεις μεταξύ ισχυρότατων περιφερειακών δυνάμεων όπως το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία, το Ιράν και βέβαια η Τουρκία.
Και ταυτόχρονα είναι δύσκολο να ερμηνευθούν τα όσα συμβαίνουν στη Συρία χωρίς να συνυπολογίσουμε ότι η πολυπλοκότητα του κουβαριού στη Μ. Ανατολή σχετίζεται με την αδυναμία των μεγάλων ιμπεριαλισμών, ιδιαίτερα των ΗΠΑ, να επιβάλλουν λύσεις σύμφωνα με τις επιλογές τους. Η παράταση του πολέμου, το άνοιγμα νέων μετώπων, οι ευμετάβλητες τριγωνικές συμμαχίες έρχονται να πιστοποιήσουν αυτήν ακριβώς την αδυναμία.
Ας συνοψίσουμε τα κρίσιμα σημεία που διαμορφώνουν τις εξελίξεις.
1. Η στρατιωτική εμπλοκή και η νίκη της Ρωσίας στο πόλεμο κατά του ISIS δεν διέσωσε απλά μια φιλική της κυβέρνηση αλλά ματαίωσε τα σχέδια των ΗΠΑ για πλήρη έλεγχο της Μ. Ανατολή τροποποιώντας υπέρ της την επιρροή και το συσχετισμό ισχύος στην περιοχή.
2. Η ματαίωση των αμερικάνικων σχεδίων και η απώλεια συμμάχων δεν σήμαναν την οριστική αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή. Αντίθετα ενίσχυσαν την συμμαχία τους με Ισραήλ και Σαουδική Αραβία, επέβαλαν τη διχοτόμηση της Συρίας με την παραμονή στρατιωτικών δυνάμεων τους στην Β.Δ. περιοχή της και επέτειναν την «υιοθέτηση» των Κούρδων με στόχο τη δημιουργία μιας ελεγχόμενης κουρδικής κρατικής οντότητας που, ως άλλο Ισραήλ, θα διασφαλίζει τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή.
3. Οι αμερικάνικοι σχεδιασμοί και η κατάληξη τους σε, έστω και προσωρινό, συμβιβασμό με τη Ρωσία οδηγούν στην επαναχάραξη των συνόρων στη Μ. Ανατολή.
4. Καμιά από τις ισχυρές περιφερειακές δυνάμεις, Ισραήλ, Τουρκία, Σαουδικής Αραβία δεν αισθάνεται ήσυχη από τις εξελίξεις. Όλες επεμβαίνουν ενεργά στα νέα δεδομένα με τους δικούς τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς.
Η Τουρκία μπροστά σε διλήμματα, κίνδυνους και επιλογές
Η αλλαγή συνόρων στην Μ. Ανατολή συνιστά κίνδυνο που αφορά και την Τουρκία. Το σχέδιο δημιουργίας κουρδικού κρατιδίου στη Β.Δ. Συρία κλείνει, εν δυνάμει, τη δυνατότητα συγκρότησης ενός μεγαλύτερου μορφώματος που θα περιλαμβάνει τους Κούρδους του Ιράκ και της Ν.Α. Τουρκίας. Αυτό συνιστά «κόκκινο πανί» για την συντριπτική πλειονότητα του πολιτικού κόσμου της Τουρκίας και όχι μόνο για τον Ερντογάν. Τα όσα λέγονται για «φραστικές απειλές» εσωτερικής κατανάλωσης δεν στηρίζονται στα πραγματικά δεδομένα.
Η αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης, που αφορά τα σύνορα τόσο στο Αιγαίο όσο και στη Μ. Ανατολή, διατυπώθηκε από την Τουρκία ως επιθετική γραμμή έναντι μιας ενδεχόμενης συρρίκνωσης της. Οι αναφορές Ερντογάν στα «σύνορα της καρδιάς μας», οι διεκδικήσεις σε Θράκη, Αιγαίο, Κύπρο, η προσπάθεια δημιουργίας «μουσουλμανικού τόξου» στη Βαλκανική, η ενεργή εμπλοκή στην Αφρική, η απόπειρα ανάδειξης του σε ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου αποτελούν στοιχεία μιας ενιαίας ενεργητικής διπλωματίας που αποσκοπεί να απαντήσει με επέκταση έναντι των αμερικάνικων σχεδίων συρρίκνωσης της Τουρκίας.
Και η πρόκληση είναι τόσο ισχυρή που οδηγεί την Τουρκία σε ανοικτή αντιπαράθεση με ΗΠΑ και Ε.Ε. με βασικό αντικείμενο την αναγνώριση της ως μιας ισχυρής οικονομικής και γεωπολιτικής δύναμης με λόγο και συμφέροντα στην περιοχή.
Η στρατηγική της Τουρκίας εδράζεται σε δύο άξονες. Πρώτα στην εκμετάλλευση του οικονομικού της μεγέθους και της γεωγραφικής της θέσης που την καθιστούν κρίσιμους παράγοντες των σχεδιασμών μιας βαθιά διχασμένης Δύσης. Οι διμερείς οικονομικές συμφωνίες με όλες τις χώρες της Ε.Ε. και η κοινή στάση του Δυτικού κόσμου να κρατούν χαμηλούς τόνους έναντι των Τουρκικών προκλήσεων, ώστε να μην απολεσθεί πλήρως η Τουρκία, μαρτυρούν τις ζυγισμένες δυνατότητες της τουρκικής διπλωματίες.
Η σταθερή, μελετημένη, και τολμηρά αποφασιστική τουρκική διπλωματία μετρά ήδη επιτυχίες. Έχει επιβάλλει, παρά την κατάφωρη παραβίαση κάθε έννοιας Διεθνούς Δικαίου, να τις αναγνωρίζονται δικαιώματα που δεν της ανήκουν και τα οποία απορρέουν από την ισχύ της ως μεγάλη δύναμη
Δεύτερος άξονας της τουρκικής διπλωματίας είναι το τολμηρό οικονομικό, στρατιωτικό και γεωπολιτικό άνοιγμα προς την Ρωσία. Όλοι οι διεθνείς παράγοντες γνωρίζουν ότι η «συμμαχία» Ρωσίας Τουρκίας έχει μικρό βάθος. Άλλωστε τις δύο χώρες χωρίζουν σημαντικές διαφορές σε κρίσιμα ζητήματα. Διαφορές στην ρωσική πολιτική στην Ουκρανία, στις χώρες της Κασπίας ακόμα και στο μέλλον της Συρίας και του Άσαντ. Οι αντιθέσεις αυτές δεν πρόκειται να μένουν κάτω από το χαλί για μεγάλο διάστημα.
Προς στιγμή όμως η «συμμαχία» Ρωσίας-Τουρκίας εξυπηρετεί ταυτόχρονα Πούτιν και Ερντογάν. Ο πρώτος έχει πετύχει μια ορισμένη διάσπαση της συνοχής στην Ν.Α. πτέρυγα του ΝΑΤΟ που αποτελεί ανάσα στην προσπάθεια περικύκλωσης της Ρωσίας αλλά και στη στρατηγική του στη Μ. Ανατολή. Αξιοποιεί την Τουρκία έναντι ανεκτών, μέχρι στιγμής, ανταλλαγμάτων. Ο Ερντογάν από την πλευρά του βλέπει το άνοιγμα του στην Ρωσία ως παράγοντα που του έδωσε πλεονεκτήματα στην περιοχή. Πήρε δύο φορές «πράσινο φως» για μια παράνομη στρατιωτική εισβολή στη Συρία που του επιτρέπει να ελπίζει ότι θα έχει λόγο στην τελική διαμόρφωση του τοπίου στη περιοχή. Ενισχύθηκε με όπλα τελευταίας τεχνολογίας που τον καθιστά υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη έναντι των ανταγωνιστών του, Ισραήλ, Σαουδική Αραβία, Αίγυπτο κ.λπ. Αξιοποιεί το άνοιγμα του σε Πούτιν με ένα ατελείωτο παζάρι με τη Δύση και τις ΗΠΑ από το οποίο έχει μέχρι σήμερα ορατά και ως ένα βαθμό θετικά αποτελέσματα. Ας το δούμε…
Αντιπαροχές δυτικά
Η σταθερή, μελετημένη και τολμηρά αποφασιστική τουρκική διπλωματία μετρά ήδη επιτυχίες. Έχει επιβάλλει, παρά την κατάφωρη παραβίαση κάθε έννοιας Διεθνούς Δικαίου, να τις αναγνωρίζονται δικαιώματα που δεν της ανήκουν και τα οποία απορρέουν από την ισχύ της ως μεγάλη δύναμη. Είναι εκκωφαντική η σιωπή της Δύσης και της Ανατολής στα καθημερινά φαινόμενα αμφισβήτησης των συνόρων στο Αιγαίο, υποτιθέμενο ανατολικό σύνορο της Ε.Ε.
Είναι εκκωφαντική η σιωπή της διεθνούς κοινότητας μπροστά στην απόπειρα βύθισης του σκάφους της ελληνικής ακτοφυλακής στα Ίμια και πιο πρόσφατα στην ομηρεία των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στον Έβρο.
Είναι η ιταλική κυβέρνηση που αποφάσισε την αποχώρηση του γεωτρύπανου της ENI από την κυπριακή ΑΟΖ αδιαφορώντας για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από μια νόμιμη διεθνή εμπορική συμφωνία και ανακαλύπτοντας ξαφνικά διπλωματικές εμπλοκές. Τόσο που καθιστά νόμιμη τη σκέψη ότι ήταν σχεδιασμένη η παραχώρηση οικοπέδων της κυπριακής ΑΟΖ σε δυνάμεις που με τη στάση τους θα δικαιολογούσαν εκ των υστέρων της τουρκικές επιδιώξεις. Ακόμα και η αποφασιστικότητα της EXXON να προχωρήσει το δικό της πρόγραμμα στο Οικόπεδο 10, με την συνδρομή του 6ου στόλου, συνοδεύεται από την επισήμανση της ανάγκης μιας «ακριβοδίκαιης μοιρασιά του ενεργειακού πλούτου του νησιού ανάμεσα στις δύο κοινότητες».
Η θέση αυτή των ΗΠΑ παραπέμπει ευθέως όχι στην αναγνώριση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναγνωρισμένου κράτους από τον ΟΗΕ και μέλους της Ε.Ε., αλλά στην επιβολή μια λύσης που προβλέπει την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάσταση της από ένα διεθνές προτεκτοράτο υπό τον έλεγχο της Τουρκίας.
Αυτή είναι η κατάληξη μιας επιθετικής τουρκικής πολιτικής που με την απειλή βίας, την δημιουργία τετελεσμένων, τους εκβιασμούς και τη διεθνή πειρατεία δημιουργεί ευνοϊκές δυνατότητες για την Τουρκία σε όλο τον άξονα από τη Θράκη και το Αιγαίο ως την Κύπρο. Δημιουργεί τετελεσμένα για πρόσβαση σε ενεργειακές πόρους που δεν τους ανήκουν ή ακόμα και παραχωρήσεων εδαφικής κυριαρχίας ως μια μορφή ανταλλαγμάτων αν οι εξελίξεις στη Μ. Ανατολή εκτραπούν από τους αναμενόμενους συμβιβασμούς.
Η επιβεβαίωση αυτής της πολιτικής, η αποδοχή της από την ελληνική και κυπριακή ηγεσία, ως αναγκαία προϋπόθεση για την αναζήτηση μιας δήθεν «επωφελούς» λύση των ελληνοτουρκικών διαφορών και για τις δύο πλευρές είναι που αποθρασύνει ακόμα περισσότερο τις τουρκικές βλέψεις και επιθετικότητα και οδηγεί σε απώλειες εδαφών και κυριαρχίας.
Η φιλανδοποίηση Ελλάδας και Κύπρου, οι ψευδαισθήσεις για διεθνή απομόνωση της Τουρκίας που δημιουργεί δήθεν ένα «διπλωματικό πλεονέκτημα» είναι που φέρνει το κίνδυνο μια πολεμικής αναμέτρησης πιο κοντά.