Ο πανεπιστημιακός Μάθιου Κάντριμαν γράφει σε πρόσφατο άρθρο του για την κατάσταση στις ΗΠΑ ότι «είναι σαν να έσπασε ένα φράγμα, και τα διάφορα ρεύματα της αμερικανικής παράδοσης διαμαρτυρίας να ενώθηκαν σε ένα ορμητικό ποτάμι οργής και θλίψης, χαράς και ελπίδας» [βλ. περισσότερα στο πλαίσιο κάτω]. Ο γνωστός στο κοινό του Δρόμου καθηγητής Τζέιμς Πέτρας επισημαίνει ότι «ο χαρακτήρας των διαδηλώσεων, οι διαμαρτυρίες και οι συγκρούσεις αντιπροσωπεύουν ένα ευρύ τμήμα του πληθυσμού των ΗΠΑ» [βλ. συνέντευξή του στην απέναντι σελίδα]. Ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο ξέσπασμα εδώ και πολλές δεκαετίες, το αναγνωρίζουν πλέον εχθροί, φίλοι και «φίλοι» – στην τελευταία αυτή κατηγορία συγκαταλέγονται όλοι όσοι «λένε στους “ταραξίες” να γυρίσουν σπίτι τους και να τους ψηφίσουν για να (μην) λυθεί το πραγματικό πρόβλημα»…
Αυτοί, οι λεγόμενοι μετριοπαθείς, αποτελούν έναν υπονομευτή του κινήματος διαμαρτυρίας πιο επικίνδυνο ίσως κι από την ανοιχτή καταστολή της κυβέρνησης Τραμπ. Όταν όχι μια χούφτα «ακραίων» αλλά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι φωνάζουν το σύνθημα «Defund the police», ζητούν δηλαδή να περικοπούν τα αστυνομικά κονδύλια και να ανακατευθυνθούν σε προγράμματα ανακούφισης της κοινωνικής πλειοψηφίας, ο Τραμπ εύλογα γίνεται έξω φρενών. Αλλά και οι λεγόμενοι μετριοπαθείς στραβομουτσουνιάζουν: «Όχι, δεν υποστηρίζω αυτό το σύνθημα» δηλώνει ευθαρσώς ο Δημοκρατικός Τζο Μπάιντεν. Kαι ο Μπέρνι Σάντερς απαντά στο ερώτημα αν υποστηρίζει το σύνθημα με… άλλα λόγια να αγαπιόμαστε: «Δεν υπάρχει καμία πόλη στον κόσμο χωρίς αστυνομία. Θεωρώ ότι πρέπει να έχουμε αστυνομικούς μορφωμένους, εκπαιδευμένους και καλοπληρωμένους».
Η αστυνομία καταπίνει προϋπολογισμούς
Σήμερα η αστυνομία στις ΗΠΑ έχει εξελιχθεί σε παραστρατιωτικό σώμα, με βαρύ πολεμικό οπλισμό και ανάλογη εκπαίδευση. Συνολικά κάθε χρόνο τα διάφορα αστυνομικά σώματα απορροφούν 115 δισεκατομμύρια δολάρια από τον δημόσιο κορβανά. Επειδή όμως οι αριθμοί σκέτοι δεν λένε πολλά, ας δούμε τον ετήσιο προϋπολογισμό μιας πόλης, της Βαλτιμόρης:
Δηλαδή η αστυνομία απορροφά τα τριπλάσια και βάλε κονδύλια από το σύνολο των υπόλοιπων υπηρεσιών. Ηχεί ακόμη ακραίο το σύνθημα «Defund the Police»; Κάτω από την πίεση του μισητού σε όλο το επίσημο πολιτικό σύστημα «πεζοδρομίου» ήδη μια σειρά δημοτικά συμβούλια και δήμαρχοι αναγκάζονται σε αλλαγή πλεύσης και περικοπές για την αστυνομία. Στη Μινεάπολη, όπου δολοφονήθηκε ο Φλόιντ και ξεκίνησε το κύμα διαμαρτυρίας, το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε κατά πλειοψηφία την «εκ βάθρων επανίδρυση» της αστυνομίας: μια απόφαση ριζοσπαστική και ταυτόχρονα αρκούντως αόριστη ώστε να ξεχαστεί μόλις το κίνημα υποχωρήσει. Στο Λος Άντζελες ο δήμαρχος ανακοίνωσε περικοπές 150 εκατομμυρίων δολαρίων στα κονδύλια για την αστυνομία. Και ο Νεοϋορκέζος ομόλογός του υποσχέθηκε τη μεταφορά πιστώσεων από τα κονδύλια για την αστυνομία σε κοινωνικά προγράμματα για νέους…
Αντί επιλόγου
Οι νεκροί από την πανδημία στις ΗΠΑ κοντεύουν τις 120.000, οι άνεργοι και φτωχοί πλησιάζουν εννεαψήφιο αριθμό, η αστυνομία εξακολουθεί να δολοφονεί καθημερινά «αόρατους» και να συλλαμβάνει χιλιάδες «ταραξίες», οι διαδηλώσεις συνεχίζονται, και καμιά από τις αλληλοσπαρασσόμενες μερίδες της βορειοαμερικανικής άρχουσας τάξης δεν έχει σχέδιο. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το πιο εύκολο πράγμα σήμερα είναι ο αυτοπεριορισμός σε μια αποδοκιμασία του Τραμπ, στην οποία συμμετέχουν ακόμη και στελέχη των Ρεπουμπλικάνων ή ανώτατοι στρατιωτικοί.
Φυσικά ο καθένας δικαιούται να υποστηρίξει το «μικρότερο» Κακό. Αυτό κάνει π.χ. ο κατά τα άλλα ριζοσπάστης Νόαμ Τσόμσκι, που είπε ότι «το να μην ψηφίσεις Μπάιντεν ισοδυναμεί με το να ψηφίσεις Τραμπ», υποκύπτοντας στις σειρήνες της τάχα φιλελεύθερης και δικαιωματικής πτέρυγας της παγκοσμιοποίησης. Ας εξετάσει όμως όποιος γοητεύεται από μια τέτοια στάση και το ενδεχόμενο αυτή να οδηγεί στη διαιώνιση ενός συστήματος εκ κατασκευής γενοκτονικού, άδικου και καταπιεστικού…
Ένας άνευ προηγουμένου ξεσηκωμός
του Μάθιου Κάντριμαν*
Πολλοί σχολιαστές συνέκριναν τα γεγονότα των τελευταίων ημερών με τις εξεγέρσεις που συγκλόνισαν 125 πόλεις μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στις 4 Απριλίου 1968. Η δική μου άποψη είναι ότι ούτε το μέγεθος ούτε η πρόκληση που αντιπροσώπευαν για το αμερικανικό πολιτικό σύστημα οι εξεγέρσεις του 1968 πλησιάζουν αυτά που ζούμε τώρα: μέχρι τις 4 Ιουνίου εκδηλώθηκαν διαμαρτυρίες σε 700 πόλεις απ’ άκρη σε άκρη των ΗΠΑ. Παρομοίως, μπροστά στην έκταση και την κλίμακα των διαμαρτυριών του 2020, μοιάζουν με μικροεπεισόδια οι φοιτητικές απεργίες του 1970, το Λος Άντζελες του 1992, η «μάχη του Σιάτλ» του 1999 και οι Πορείες Γυναικών του 2017.
Περισσότερο από τον αριθμό και το μέγεθος των διαμαρτυριών όμως, αυτό που κάνει δίχως προηγούμενο τους ξεσηκωμούς του 2020 είναι ο τρόπος με τον οποίο συνένωσαν πολλαπλά ρεύματα της αμερικανικής παράδοσης διαμαρτυρίας, σχηματίζοντας ένα δυνατό ποταμό που απαιτεί μια ριζική αλλαγή. Κι ενώ σπίθα ήταν η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, τα καύσιμα της εξέγερσης προήλθαν από πολλές πηγές: τη χειρότερη υγειονομική και οικονομική κρίση εδώ και γενιές, τρεισήμισι χρόνια μιας διχαστικής και χαοτικής προεδρίας, την έκρηξη ενός λευκού εθνικιστικού κινήματος και δεκαετίες επί δεκαετιών αυξανόμενης οικονομικής ανισότητας στο φόντο ενός όλο και πιο αποσαθρωμένου διχτυού κοινωνικής ασφάλειας… Δίχως προηγούμενο ήταν και το γεγονός ότι διαμαρτυρόμενοι κάθε φυλής και εθνικότητας επικέντρωσαν την οργή τους στις ακριβές περιοχές και σε μεγάλες αλυσίδες λιανικής πώλησης, προφυλάσσοντας τα μαγαζιά της γειτονιάς…
Παρά την αποκεντρωμένη και δίχως ηγεσία φύση των διαμαρτυριών (ή ίσως και εξαιτίας της), κατάφεραν να θέσουν επί τάπητος την ευρύτερη και περιεκτικότερη δέσμη κοινωνικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων από την εποχή της Καμπάνιας των Φτωχών, η οποία είχε ξεδιπλωθεί μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ το 1968… Είναι αδύνατο να γνωρίζουμε αν οι διαμαρτυρίες μπορούν να (ή θα) μετασχηματιστούν σε βιώσιμες καμπάνιες μεταρρύθμισης: αυτό θα απαιτούσε τη γοργή ανάπτυξη νέων μορφών ηγεσίας και νέων οργανωτικών δομών για το κίνημα διαμαρτυρίας – κάτι που μοιάζει απίθανο σήμερα. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι κανείς δεν προέβλεπε, μόλις δύο εβδομάδες πριν, ότι οι ΗΠΑ βρίσκονταν στο χείλος μιας τέτοιου επιπέδου μαζικής κινητοποίησης.
* Ο Μάθιου Κάντριμαν είναι κοσμήτορας του Τμήματος Αφροαμερικανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Εδώ παρατίθενται αποσπάσματα από άρθρο του στον βρετανικό δικτυακό τόπο The Conversation (theconversation.com, 7/6/2020).