του Πιερλουίτζι Φαγκάν*
Πριν από έναν αιώνα, ένας Γερμανός καθηγητής λυκείου δημοσίευσε ένα δίτομο έργο με τον συναρπαστικό τίτλο «Η Παρακμή της Δύσης»… Στην εποχή του Σπένγκλερ, το δυτικό σύστημα ήταν κυρίως η Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας. Σήμερα το δυτικό σύστημα είναι δυαδικό, με κυρίαρχο ένα αγγλοσαξονικό κέντρο που αποτελείται από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τον Καναδά, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, και μια σειρά από δορυφόρους: τα παλαιά ευρωπαϊκά έθνη-κράτη. Το δυτικό σύστημα ζυγίζει σήμερα, πάνω-κάτω, το 15% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αν όμως αφαιρέσουμε τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, κατεβαίνουμε στο 13%: στην παλαιά Ευρώπη (περιλαμβανομένης της Βρετανίας) αντιστοιχεί το 8%, και στους Αγγλοσάξονες το υπόλοιπο 5%.
Στις Διεθνείς Σχέσεις, έναν επιστημονικό κλάδο που μονοπωλείται πλήρως από την αμερικανική κουλτούρα και σήμερα είναι αόρατα συνυφασμένος με τη γεωπολιτική, χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια μια έννοια που αποτελεί τον τίτλο πολλών διατριβών για ευρύτερα στρατηγικά ζητήματα: η Δύση εναντίον των Υπολοίπων. Αλλά αν η «Δύση» είναι το 13% του κόσμου, μπορεί το υπόλοιπο 87% να οριστεί ως «οι Υπόλοιποι»; Εδώ έχουμε μια μάλλον παράδοξη άποψη για τις τιμές βάρους (γενικά, το «υπόλοιπο» είναι ένα κλασματικό υπόλοιπο του συνολικού υπολογισμού, ένα μικρό υπόλειμμα), αλλά και μια αντίθεση («εναντίον»).
Νοσταλγία μιας εποχής που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί
Όσον αφορά τη χρήση του όρου «οι Υπόλοιποι» για να δηλώσει το 87% ενός συνόλου, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί έναν δυτικοκεντρισμό που δεν είναι πολύ πρωτότυπος. Ίσως όμως να υποκρύπτει και μια νοσταλγία. Στις αρχές του περασμένου αιώνα, εμείς οι Δυτικοί ήμασταν πρακτικά ακόμα το ένα τρίτο της ανθρωπότητας. Και όχι μόνο: η στρατιωτική, οικονομική, πολιτιστική και τεχνολογική υπεροχή μας επί των άλλων δύο τρίτων ήταν σαφής και αδιαμφισβήτητη. Αν και άκομψο, είναι ίσως δυνατό να αντιληφθούμε γιατί υπήρχε αυτής η αίσθηση συμπαγούς κεντρικής θέσης, γύρω από την οποία συνωστίζονταν οι δευτερεύουσες περιφέρειες του κόσμου.
Επομένως, η χρήση της έκφρασης «η Δύση εναντίον των Υπολοίπων» σήμερα μοιάζει με νοσταλγία: σε μια σημαντικά αλλαγμένη πραγματικότητα, η έννοια δεν έχει επικαιροποιηθεί. Από το ένα τρίτο έως το ένα έβδομο, υπάρχει μεγάλη διαφορά – και όχι υπέρ μας. Επιπλέον, όλες οι πρωτοκαθεδρίες μας ξεθωριάζουν συστηματικά από το 1950 και μετά. Και όλοι οι αναλυτές προβλέπουν ομόφωνα ότι η τροχιά θα συνεχίσει να είναι πτωτική. Η έννοια «η Δύση εναντίον των Υπολοίπων», την οποία συνέλαβε ο Δυτικός πολιτιστικός ηγέτης, δηλαδή οι ΗΠΑ, φαίνεται ήδη ασύμβατη με τη σημερινή πραγματικότητα. Και ακόμη πιο παράδοξη στην προοπτική του 2050, όταν θα έχουμε «το 10% εναντίον του 90%».
Μια μικροσκοπική μειοψηφία κυριαρχεί σε έναν μειοψηφικό πολιτισμό που κυριαρχούσε (αλλά θα κυριαρχεί όλο και λιγότερο) στον κόσμο…
Επιπλέον, αν περιοριστούμε στον Δυτικό μας κόσμο και τον κάνουμε 100%, ξέρουμε ότι τα τελευταία 30 χρόνια βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία που συνοψίζεται στην έννοια «το 1% εναντίον του 99%»: μια μικροσκοπική μειοψηφία έχει απορροφήσει επίπεδα πλούτου και εξουσίας που έχουν να παρατηρηθούν από την εποχή των ανατολικών σατραπών (αλλά ίσως ούτε καν εκείνων, για να είμαστε ειλικρινείς). Μια μικροσκοπική μειοψηφία κυριαρχεί σε έναν μειοψηφικό πολιτισμό που κυριαρχούσε (αλλά θα κυριαρχεί όλο και λιγότερο) στον κόσμο…
Το γερασμένο γκρινιάρικο παιδί αποχωρεί από το γήπεδο
Αν λοιπόν είναι ήδη προβληματική η έννοια που τοποθετεί τη «Δύση» από τη μία πλευρά και τους «Υπόλοιπους» από την άλλη, το συνδετικό «εναντίον» είναι ακόμη πιο προβληματικό. Υποδηλώνει ότι η νοσταλγία είναι κακοπροαίρετη. Καλλιεργείται μια αίσθηση πολιορκίας, ένα φαινόμενο Οχυρού Άλαμο, ένας φόβος που μετατρέπεται σε σιωπηρή επιθετικότητα. Στις μέρες μας, βλέπουμε μια κοινωνία που αποκαλούσε τον εαυτό της «ανοιχτό» να κλείνεται όλο και περισσότερο στο καβούκι της. Βάζει κυρώσεις, απειλεί, φτιάχνει καταλόγους απαγόρευσης, επιβάλλει το «έτσι ή αλλιώς» στο εσωτερικό της και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Έχει αποφασίσει ότι ένα όχι αμελητέο κομμάτι του ευρωπαϊκού πολιτισμού, από τον Καντίνσκι μέχρι τον Ντοστογιέφσκι, κι από τον Τσαϊκόφσκι μέχρι τον Μεντελέγιεφ (ως εκπρόσωπο όλων των επιστημόνων του τόπου του, και πολλών άλλων), δεν είναι πλέον «ευρωπαϊκό». Μόλις πριν λίγα χρόνια εξοστρακίζονταν ως οπισθοδρομικός όποιος τολμούσε να αμφιβάλλει για την ουτοπία του Κόσμου ως Μικρού Χωριού που ενοποιείται από το δίκτυο των εμπορικών και οικονομικών ανταλλαγών. Σήμερα όμως το γερασμένο γκρινιάρικο Δυτικό παιδί παίρνει τη μπάλα «του» και εγκαταλείπει το γήπεδο, επειδή δεν κερδίζει πλέον σε αυτό το παιχνίδι.
Σήμερα, το Μικρό Χωριό έχει επιστρέψει σε έναν κόσμο σύμφωνο με τη χομπσιανή αντίληψη της φυσικής κατάστασης, όπου ένας Ουκρανός κωμικός ο οποίος ασχολείται με την πολιτική εδώ και τρία χρόνια μιλά εκ μέρους της Δυτικής φυλής π.χ. στο κοινοβούλιο των εθνικών Εβραίων, δηλαδή των Ισραηλινών, απαιτώντας με αυστηρότητα να επιλέξουν πλευρά στην πεδιάδα του Αρμαγεδδώνα, όπου θα διεξαχθεί η τελική μάχη του Καλού εναντίον του Κακού.
Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός βρίσκεται σε μια εμβρόντητη σιωπή
Εν τω μεταξύ, στο Δυτικό σύστημα, ο γηραιός αρχιστράτηγος της νέας Δυτικής σταυροφορίας της über alles δημοκρατίας, μαζί με τον αρχαιότερο συνεργάτη του (ορφανό πλέον από το μεγαλείο μιας αυτοκρατορίας στην οποία ο ήλιος δεν έδυε ποτέ), δηλαδή δύο Αγγλοσάξονες, ή μάλλον απόγονοι αρχαίων γερμανικών βαρβαρικών φυλών, αποφασίζει και διατάσσει, και επιβάλλει τους ρυθμούς μιας σύγκρουσης – που δεν ξέρουμε καν ποια κατάληξη θα έχει, δεδομένου ότι πλέον μιλάμε για ατομικές βόμβες. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός βρίσκεται σε μια εμβρόντητη σιωπή, προδομένος από τη ρωσική πλευρά, που μεταλλάχθηκε σε βίαιη μογγολική ορδή βιαστών και παιδοκτόνων. Εκεί που ονειρευόταν την ειρήνη και την πολυφωνία, το τέλος της Ιστορίας και την παγκόσμια αδελφοσύνη της αγοράς, η Ευρώπη ξαφνικά ζει έναν εφιάλτη.
Ξαφνικά; Ίσως, για εκείνους που επί δεκαετίες κατασκευάζουν φανταστικούς κόσμους οι οποίοι αποτελούνται από λέξεις και έννοιες που αιωρούνται στον αέρα. Στην πραγματικότητα οι τροχιές ήταν πολύ σαφείς για εκείνους που προσκολλήθηκαν σε ένα από τα ίδια τα θεμέλια του σύγχρονου πολιτισμού, δηλαδή: τον αριθμό, το βάρος και τη μέτρηση. Αυτή η στροφή του 17ου αιώνα προς την ποσοτικοποίηση επιβλήθηκε ακριβώς επειδή στον Μεσαίωνα υπήρξε ένας πληθωρισμός φλυαρίας. Όμως οι λέξεις και οι έννοιες πρέπει ενίοτε να επαληθεύονται στην ουσία τους, όχι μόνο στην καθαρή μορφή τους – όπως έλεγε ένας αρχαίος Έλληνας, εκ των θεμελιωτών της Δυτικής σκέψης.
Μπήκαμε έτσι στη βαθύτερη νύχτα του Δυτικού πολιτισμού, το λυκόφως του οποίου αντιλήφθηκε με τον δικό του τρόπο ένας Γερμανός στο ενδιάμεσο δύο πολέμων που άφησαν πίσω τους 85 εκατομμύρια νεκρούς: η μεγαλύτερη σφαγή στην ιστορία της ανθρωπότητας μέσα σε μόλις 35 χρόνια. Ο Σπένγκλερ θεώρησε ότι αυτό ήταν η νύχτα του πολιτισμού μας. Αλλά ήταν μόνο η αρχή του μεγάλου ταξιδιού προς το μακρινό τέλος του. Ποιος ξέρει σε ποιο σημείο αυτής της νύχτας βρισκόμαστε τώρα…
* Ο Πιερλουίτζι Φαγκάν είναι Ιταλός αναλυτής και συγγραφέας. Το παρόν άρθρο του, που εδώ αποδίδεται συντετμημένο, δημοσιεύθηκε στις 22/3/2022 (pierluigifagan.wordpress.com). Οι μεσότιτλοι είναι της Σύνταξης.