Άγνωστη η έκβαση της σημερινής γεωπολιτικής αντιπαλότητας

 

Εδώ και καιρό οι περισσότεροι συστημικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι τις επόμενες δεκαετίες ο μεγαλύτερος αντίπαλος της Δύσης δεν θα είναι η Μόσχα, αλλά το Πεκίνο. Η Κίνα κάνει ό,τι μπορεί για να τους επιβεβαιώσει, διεισδύοντας όλο και βαθύτερα (για την ώρα κυρίως οικονομικά) και στις πέντε ηπείρους. Και ο Τραμπ, που αναμένεται να αναλάβει τις επόμενες βδομάδες τα ηνία της βορειοαμερικανικής υπερδύναμης, το αναγνωρίζει, αφού φαίνεται να στοχοποιεί το Πεκίνο περισσότερο από τη Μόσχα. Πρόσφατη (και διόλου τελειωμένη υπόθεση) είναι εξάλλου η αντιπαράθεση για τον έλεγχο της Νότιας Σινικής Θάλασσας, όπως και η επίθεση φιλίας της Κίνας σε χώρες της περιοχής όπως οι Φιλιππίνες – που για δεκαετίες ήταν πιστοί σύμμαχοι της Ουάσιγκτον και ορκισμένοι αντίπαλοι του Πεκίνου. Στο κείμενο που δημοσιεύουμε ο Ιμάνουελ Βαλερστάιν αναρωτιέται κάτι που σπάνια απασχολεί εχθρούς και φίλους της ασιατικής δύναμης: αν δηλαδή ευσταθεί η αυτοπεποίθηση της Κίνας ότι «τα πάει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον».

 

Του Ιμάνουελ Βαλερστάιν *

 

Κάθε χώρα έχει ανάμεικτα συναισθήματα για το μέλλον της, αλλά κάποιες έχουν περισσότερη αυτοπεποίθηση από άλλες. Την παρούσα στιγμή, υπάρχουν πολύ λίγες χώρες στην οποία η αμφιβολία να μην είναι μεγαλύτερη από την αυτοπεποίθηση. Μου φαίνεται ότι η αμφιβολία υπερισχύει στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Δυτική αλλά και την Ανατολική Ευρώπη, την Αυστραλία, τη Μέση Ανατολή, το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής και τη Λατινική Αμερική. Η μεγαλύτερη εξαίρεση σε αυτήν την παγκόσμια κλίμακα ανησυχίας και απαισιοδοξίας είναι η Κίνα.

Το αφήγημα της Κίνας για τον εαυτό της είναι ότι έχει την καλύτερη δυνατή απόδοση στην παγκόσμια οικονομία σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα. Για να είμαστε σαφείς, αποδίδει λιγότερο από ό,τι πριν από μερικά χρόνια, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με όλες τις άλλες χώρες, οπότε οι Κινέζοι συνεχίζουν να φαίνονται ότι τα πηγαίνουν καλύτερα από όλους τους άλλους.

Το αφήγημα, επίσης, της Κίνας για τον εαυτό της είναι ότι ενδυναμώνει συνεχώς τη γεωπολιτική της θέση – πρώτα στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία, και δευτερευόντως στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου. Μοιάζει να ακολουθεί μια στάση περιφρόνησης απέναντι στις απαιτήσεις των ΗΠΑ για μια νέα θέση στην Ασία, στην οποία όπως λέει δίνει προτεραιότητα. Για να είμαστε και πάλι σαφείς, όντως ανησυχούν για το βαθμό αυτοελέγχου του βορειοαμερικανού γίγαντα, ειδικά τώρα που έρχεται στην εξουσία ο απρόβλεπτος Τραμπ. Αλλά και πάλι, στην Κίνα συνεχίζουν να πιστεύουν ότι μπορούν να διαχειριστούν ό,τι θεωρείται ως αμερικάνικη αλαζονεία.

 

Ισχύουν οι δύο βασικές προϋποθέσεις της αυτοπεποίθησης;

Το ερώτημα είναι, πόσο ρεαλιστική είναι αυτή η υπέρμετρη αυτοεκτίμηση της Κίνας; Υπάρχουν δύο παραδοχές-προϋποθέσεις που αποτελούν συστατικό στοιχείο της αυτοπεποίθησης της Κίνας, η ισχύς των οποίων πρέπει να διερευνηθεί. Η πρώτη είναι ότι οι χώρες, ή μάλλον οι κυβερνήσεις των κρατών, μπορούν πραγματικά να ελέγξουν τι τους συμβαίνει σε μια παγκόσμια οικονομία. Η δεύτερη είναι ότι οι χώρες μπορούν να αναχαιτίζουν αποτελεσματικά τη λαϊκή δυσαρέσκεια, είτε με την καταστολή, είτε με περιορισμένες παραχωρήσεις στις λαϊκές απαιτήσεις. Αν οι παραδοχές αυτές ευσταθούσαν κάποτε, έστω εν μέρει, στο σύγχρονο παγκόσμιο σύστημα, έχουν γίνει πολύ αμφίβολες στη δομική κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος που ζούμε σήμερα.

Αν εντρυφήσουμε στην πρώτη προϋπόθεση, την ικανότητα των χωρών να ελέγχουν τι τους συμβαίνει στην εξελισσόμενη ζωή του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος, τότε η μεγαλύτερη απόδειξη ότι αυτή η «παραδοχή» είναι αμφίβολη έχει να κάνει με το τι έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια στην ίδια την Κίνα. Σίγουρα κανένα κράτος δεν έχει εργαστεί τόσο σκληρά όσο η Κίνα ώστε να εγγυηθεί τη συνέχιση των υψηλών επιδόσεών του. Η Κίνα δεν έχει αφήσει τις δραστηριότητές της στις διαδικασίες της «αγοράς». Η κυβέρνησή της συνεχώς και κατ’ επανάληψη παρεμβαίνει στην οικονομική δραστηριότητα στο εσωτερικό της χώρας, κυριολεκτικά υπαγορεύοντας τι και πώς πρέπει να γίνει. Ωστόσο, παρ’ όλο τον κυβερνητικό παρεμβατισμό, η Κίνα έχει συναντήσει ανησυχητικές οπισθοδρομήσεις. Η κυβέρνηση έχει ασχοληθεί σχολαστικά με όλες αυτές τις αποτυχίες, αλλά το καλύτερο που μπόρεσε να κάνει ήταν να τις μετριάσει, όχι να τις εμποδίσει. Δεν έχω σκοπό να δυσφημίσω τις ενέργειες της κινεζικής κυβέρνησης. Επιμένω απλώς να παρατηρώ τα όρια της αποτελεσματικότητάς τους.

Αν τώρα παρατηρήσουμε τη γεωπολιτική αρένα, η Κίνα έχει επενδύσει πολύ στο να είναι σε θέση να επιμένει ότι τα υπόλοιπα κράτη αναγνωρίζουν και εφαρμόζουν την πολιτική της «μίας ενιαίας Κίνας». Και, αναλογιζόμενοι την παγκόσμια κατάσταση πριν από πενήντα χρόνια, θα λέγαμε ότι η Κίνα έχει σημειώσει εξαιρετική επιτυχία σε αυτό το θέμα. Παρ’ όλα αυτά, πρόσφατα η Ταϊβάν φαίνεται να ανακτά κάποιο έδαφος στον αγώνα της για αυτονομία. Ίσως αυτό να είναι μια στιγμιαία ψευδαίσθηση, ίσως και όχι.

Η δεύτερη προϋπόθεση φαντάζει ακόμα πιο αμφίβολη αυτές τις μέρες. Λαϊκές εξεγέρσεις κατά των καθεστώτων, λόγω της σκληρότητας ή της διαφθοράς τους, δεν αποτελούν νέα φαινόμενα. Αλλά πλέον μοιάζουν πιο συχνές, πιο αιφνίδιες και, επιπλέον, πιο επιτυχημένες από ό,τι στο παρελθόν. Ένα καλό παράδειγμα συνέβη ακριβώς δίπλα στην Κίνα – στη Νότια Κορέα. Εκεί η πρόεδρος Παρκ Γκεούν-χιε καταποντίστηκε σαν δημόσιο πρόσωπο από τη μια μέρα στην άλλη. Παραπέμφθηκε στη δικαιοσύνη, παρά την εντυπωσιακή εκλογική νίκη της και τον έλεγχο του διοικητικού μηχανισμού του κράτους.

Μια ματιά σε αυτές τις λαϊκές εξεγέρσεις δείχνει ότι, ενώ συχνά επιτυγχάνουν την ανατροπή του καθεστώτος στην εξουσία, δεν φαίνεται να δημιουργούν μια βιώσιμη νέα εξουσία. Αλλά αυτή η παρατήρηση θα προσέφερε πολύ περιορισμένη ανακούφιση σε οποιοδήποτε καθεστώς, πόσο μάλλον στο σημερινό καθεστώς της Κίνας.

 

Ένα σύστημα αβίωτο για τους πάντες

Η κινεζική κυβέρνηση, και ο σφιχτοδεμένος μαζί της εταίρος της, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, δεν αγνοούν αυτά τα επιχειρήματα. Ίσα-ίσα! Αλλά πιστεύουν ότι μπορούν και θα ξεπεράσουν τα όποια εμπόδια ώστε να αναδυθούν εντός των επόμενων 10-20 χρόνων ως η κυρίαρχη οικονομική δομή στον κόσμο. Και, με αυτό το δεδομένο, αναμένουν ότι θα επικρατήσουν γεωπολιτικά επί όλων των άλλων, και ιδίως επί των ΗΠΑ.

Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πώς θα εξελιχθεί αυτή η γεωπολιτική αντιπαλότητα. Θα συμβούλευα σκεπτικισμό και για τις δύο προϋποθέσεις της κινεζικής αυτοπεποίθησης. Επανέρχομαι, όπως κάνω πάντα, στο να παρατηρώ την τρέχουσα παγκόσμια κατάσταση όχι ως μια διαμάχη μεταξύ δύο ομάδων που ικανοποιούνται με το πώς θα διαχειριστούν καλύτερα το παγκόσμιο σύστημα ή θα επικρατούν σε αυτό, αλλά περισσότερο αναλογιζόμενος για το τι θα πρέπει να αντικαταστήσει ένα καπιταλιστικό σύστημα το οποίο δεν είναι πλέον βιώσιμο – είτε για τις σούπερ-ελίτ του, είτε για τις ευρείες καταπιεζόμενες τάξεις και λαούς.

 

* Ο Ιμάνουελ Βαλερστάιν είναι κορυφαίος βορειοαμερικανός κοινωνιολόγος. Διατέλεσε καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ και άλλων χωρών, και είναι συγγραφέας δεκάδων βιβλίων. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2016 στο δικτυακό τόπο του (iwallerstein.com). Εδώ δημοσιεύεται με μεσότιτλους της Σύνταξης.

 

Μετάφραση: Μαίρη Ευθυμιάτου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!