Πάνω από 200 συμμετοχές στο 35ο Φεστιβάλ Tαινιών Mικρού Mήκους Δράμας
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Μ’ αυτό το ερώτημα, το 35ο Φεστιβάλ Tαινιών Mικρού Mήκους Δράμας συγκέντρωσε πάνω από διακόσιες συμμετοχές. Όαση ελπίδας αποτελεί η δίψα για δημιουργία των νέων κινηματογραφιστών, παρά το ζοφερό κλίμα. Συσπειρώνονται, παραμερίζοντας τις δυσκολίες, προκειμένου να εκφραστούν. Αρκεί, όμως, η αγαθή τους πρόθεση; Η ψηφιακή τεχνολογία προσφέρει πολλές ευκολίες, όπως όμως τονίστηκε και από τους ίδιους, αυτό ευνοεί μια γρήγορη δράση, αλλά συχνά, δίχως βαθύτερη σκέψη. Ίσως ευθύνεται και η ελλιπής, ακόμα, κινηματογραφική παιδεία. Πάντως, η αναζωπυρωμένη ανάγκη έκφρασης μοιάζει να μην συμβαδίζει με το αποτέλεσμα, εγκλωβισμένο σε τυποποιημένες λύσεις, τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο.
Η αδυναμία ανανέωσης μορφής και θεματολογίας στα ανεκδοτολογικά, συνήθως, καθημερινά στιγμιότυπα, που παρουσιάζουν οι νεαροί κινηματογραφιστές, φανερώνει ίσως μια αμηχανία, μπρος στην αγωνία αναγνώρισης και επαγγελματικής αποκατάστασης. Η ανάλωση, όμως, σε ωραίες ασκήσεις ύφους καταστρέφει, κατά τεκμήριο, το νόημα της καλλιτεχνικής έκφρασης, αποστραγγίζοντας κάθε ίχνος έμπνευσης. Σ’ αυτό το κλίμα, λίγες ταινίες άγγιξαν έναν κοινωνικό προβληματισμό, και ελάχιστες έκαναν τη διαφορά.
1ο Bραβείο Mυθοπλασίας απέσπασε το 15λεπτο Χαμομήλι, μια δυνατή πρόταση του 23χρονου Αλβανού Νεριτάν Ζιντζιρία, που τιμήθηκε με τρία συνολικά βραβεία. Πρόκειται για μια ασυνήθιστη προσέγγιση της έννοιας του θανάτου, με δόσεις ειρωνείας και εικονικότητα με ελλειπτικά κοψίματα που θυμίζουν κόμικς. Σ’ ένα χιονισμένο βουνό, μέσα σ’ ένα πέτρινο σπίτι, μια ηλικιωμένη γυναίκα με μαντήλα πλένει τελετουργικά με χαμομήλι, το άψυχο σώμα του άντρα της, πριν το κουβαλήσει στο μνήμα, πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι. Αφήγηση δίχως λόγια και μουσική. Η οδύνη και το δέος δηλώνονται μέσα από μια έξυπνη σκηνοθεσία, με εξαιρετική φωτογραφία και έντονα κοντράστ, σαν ασπρόμαυρο φιλμ, με μόνο ίσως ψεγάδι το αδικαιολόγητα απότομο κλείσιμο της αφηγηματικής ροής.
Το 17λεπτο Sphinx, του Κωνσταντίνου Καραμαγκιώλη, αποτελεί μια από τις πρώτες ταινίες που θίγουν την κατακόρυφη άνοδο της ακροδεξιάς στη χώρα μας, μέσα από τη συναισθηματική σύγχυση ενός νεαρού, που έχει γαλουχηθεί με το εθνικιστικό παραλήρημα του πατέρα του.
Αξιόλογο ήταν και το 16λεπτο Πιγκουίνοι, του Δημήτρη Ζάχου, που αποδίδει με σφιχτοδεμένο ρεαλισμό την απελπισία ενός γέρου πατέρα και των δυο 30άρηδων γιων του, εργάτες στα ναυπηγεία, όταν χάνουν το πενιχρό μεροκάματο. Χρονικά πισωγυρίσματα και κοντινά πλάνα στα συνοφρυωμένα πρόσωπα, σε μια Θεσσαλονίκη με μουντά χρώματα και ψυχρούς χειμωνιάτικους φωτισμούς. Στα σκληρά ακόρντα κιθάρας, του Μπάμπη Παπαδόπουλου, μετουσιώνονται η θλίψη του ρεμπέτικου και τα σκοτάδια του μπλουζ. Μια απ’ τις ελάχιστες προσπάθειες έκφρασης της συσσωρευμένης μελαγχολίας που επικρατεί. Τα στατικά πλάνα του Θάνου Ψυχογιού στο Κάτι θα γίνει, αποδίδουν, μέσα σε 13 λεπτά, όλη την απόγνωση και την ασχήμια της κοινωνικής εξαθλίωσης. Μια καθαρίστρια (Μαρία Ζορμπά) προσπαθεί να εμψυχώσει τον άντρα της (Αλέξανδρος Λογοθέτης) που κατέρρευσε αμίλητος, όταν έμαθε ότι η Τράπεζα τους παίρνει το φτωχικό τους. Οι τηλεοπτικές εικόνες αναταραχών συμπληρώνουν τους λιγοστούς διαλόγους.
Το σφυγμό της Ελλάδας των απανωτών μνημονίων προσεγγίζει και ο Κωνσταντίνος Ιορδάνου, με το 10λεπτο Φθηνά εισιτήρια. Στα ασφυκτικά γεμάτα βαγόνια της νυχτερινής αμαξοστοιχίας Θεσσαλονίκη-Αθήνα, απαθανατίζει θλιβερά στιγμιότυπα των απόκληρων, Ελλήνων και μεταναστών, που ταξιδεύουν με φτηνό εισιτήριο. Στο τελικό πλάνο, ξημέρωμα στον Σταθμό Λαρίσης, οι επιβάτες ξεχύνονται στην αποβάθρα, με τη σημαία πάνω από τα κεφάλια τους, λάβαρο μιας κοινής, αδυσώπητης μοίρας.
Η αδυναμία ανανέωσης μορφής και θεματολογίας στα ανεκδοτολογικά, συνήθως, καθημερινά στιγμιότυπα, που παρουσιάζουν οι νεαροί κινηματογραφιστές, φανερώνει ίσως μια αμηχανία, μπρος στην αγωνία αναγνώρισης και επαγγελματικής αποκατάστασης. Η ανάλωση, όμως, σε ωραίες ασκήσεις ύφους καταστρέφει, κατά τεκμήριο, το νόημα της καλλιτεχνικής έκφρασης, αποστραγγίζοντας κάθε ίχνος έμπνευσης. Σ’ αυτό το κλίμα, λίγες ταινίες άγγιξαν έναν κοινωνικό προβληματισμό, και ελάχιστες έκαναν τη διαφορά.
1ο Bραβείο Mυθοπλασίας απέσπασε το 15λεπτο Χαμομήλι, μια δυνατή πρόταση του 23χρονου Αλβανού Νεριτάν Ζιντζιρία, που τιμήθηκε με τρία συνολικά βραβεία. Πρόκειται για μια ασυνήθιστη προσέγγιση της έννοιας του θανάτου, με δόσεις ειρωνείας και εικονικότητα με ελλειπτικά κοψίματα που θυμίζουν κόμικς. Σ’ ένα χιονισμένο βουνό, μέσα σ’ ένα πέτρινο σπίτι, μια ηλικιωμένη γυναίκα με μαντήλα πλένει τελετουργικά με χαμομήλι, το άψυχο σώμα του άντρα της, πριν το κουβαλήσει στο μνήμα, πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι. Αφήγηση δίχως λόγια και μουσική. Η οδύνη και το δέος δηλώνονται μέσα από μια έξυπνη σκηνοθεσία, με εξαιρετική φωτογραφία και έντονα κοντράστ, σαν ασπρόμαυρο φιλμ, με μόνο ίσως ψεγάδι το αδικαιολόγητα απότομο κλείσιμο της αφηγηματικής ροής.
Το 17λεπτο Sphinx, του Κωνσταντίνου Καραμαγκιώλη, αποτελεί μια από τις πρώτες ταινίες που θίγουν την κατακόρυφη άνοδο της ακροδεξιάς στη χώρα μας, μέσα από τη συναισθηματική σύγχυση ενός νεαρού, που έχει γαλουχηθεί με το εθνικιστικό παραλήρημα του πατέρα του.
Αξιόλογο ήταν και το 16λεπτο Πιγκουίνοι, του Δημήτρη Ζάχου, που αποδίδει με σφιχτοδεμένο ρεαλισμό την απελπισία ενός γέρου πατέρα και των δυο 30άρηδων γιων του, εργάτες στα ναυπηγεία, όταν χάνουν το πενιχρό μεροκάματο. Χρονικά πισωγυρίσματα και κοντινά πλάνα στα συνοφρυωμένα πρόσωπα, σε μια Θεσσαλονίκη με μουντά χρώματα και ψυχρούς χειμωνιάτικους φωτισμούς. Στα σκληρά ακόρντα κιθάρας, του Μπάμπη Παπαδόπουλου, μετουσιώνονται η θλίψη του ρεμπέτικου και τα σκοτάδια του μπλουζ. Μια απ’ τις ελάχιστες προσπάθειες έκφρασης της συσσωρευμένης μελαγχολίας που επικρατεί. Τα στατικά πλάνα του Θάνου Ψυχογιού στο Κάτι θα γίνει, αποδίδουν, μέσα σε 13 λεπτά, όλη την απόγνωση και την ασχήμια της κοινωνικής εξαθλίωσης. Μια καθαρίστρια (Μαρία Ζορμπά) προσπαθεί να εμψυχώσει τον άντρα της (Αλέξανδρος Λογοθέτης) που κατέρρευσε αμίλητος, όταν έμαθε ότι η Τράπεζα τους παίρνει το φτωχικό τους. Οι τηλεοπτικές εικόνες αναταραχών συμπληρώνουν τους λιγοστούς διαλόγους.
Το σφυγμό της Ελλάδας των απανωτών μνημονίων προσεγγίζει και ο Κωνσταντίνος Ιορδάνου, με το 10λεπτο Φθηνά εισιτήρια. Στα ασφυκτικά γεμάτα βαγόνια της νυχτερινής αμαξοστοιχίας Θεσσαλονίκη-Αθήνα, απαθανατίζει θλιβερά στιγμιότυπα των απόκληρων, Ελλήνων και μεταναστών, που ταξιδεύουν με φτηνό εισιτήριο. Στο τελικό πλάνο, ξημέρωμα στον Σταθμό Λαρίσης, οι επιβάτες ξεχύνονται στην αποβάθρα, με τη σημαία πάνω από τα κεφάλια τους, λάβαρο μιας κοινής, αδυσώπητης μοίρας.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός Κινηματογράφου
Σχόλια