Ο Βασίλης Τσιτσάνης (Τρίκαλα 1915 – Λονδίνο 1984) ήρθε από τα Τρίκαλα στην Αθήνα, το 1934, για να σπουδάσει Νομικά. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή, αλλά την εγκατέλειψε γρήγορα και άρχισε να παίζει μπουζουκάκι σε μικρά μαγαζιά. Δύο χρόνια αργότερα, ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια, αρχικά ως εκτελεστής και πολύ σύντομα (το 1936) ως συνθέτης.
Τρία χρόνια πριν από τον Τσιτσάνη, είχε ηχογραφήσει τα πρώτα (στην Ελλάδα) ρεμπέτικα με μπουζούκι ο Μάρκος Βαμβακάρης, στον οποίο ανήκει η τιμή του πρωτοπόρου, ή «πατριάρχη» του μπουζουκιού, όπως τον λένε πολλοί.
Τα τραγούδια του Μάρκου και της παρέας του ήταν κομμάτια που εξέφραζαν απλά, αυθεντικά και με θαυμαστό καλλιτεχνικό τρόπο τη ζωή, τα βάσανα, τα παράπονα και τα κάθε είδους συναισθήματα μιας μάλλον μικρής ομάδας ανθρώπων, που ήταν στο περιθώριο ή στα όρια του λεγόμενου κοινωνικού περιθωρίου. Όσοι αγαπούν τα παλιά τραγούδια θα έχουν υπόψη τους ότι οι στίχοι πολλών τραγουδιών της πρώτης περιόδου του ρεμπέτικου έχουν θέματα που σχετίζονται με ναρκωτικά, με φυλακές και με διαφόρων ειδών παραβατικές συμπεριφορές.
Σ’ αυτά τα πρώτα, προπολεμικά χρόνια, δεν έλειψαν ωστόσο και κάποια ρομαντικά, ερωτικά τραγούδια, όπως είναι μερικά του Μπαγιαντέρα και του Παπαϊωάννου (λ.χ. «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Φαληριώτισσα» και αρκετά άλλα). Πάντως, ως το χρονικό ορόσημο του πολέμου του 1940, το αστικό λαϊκό τραγούδι –και παρά τη λογοκρισία που επέβαλε η δικτατορία Μεταξά το 1937– είχε τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που λέμε ρεμπέτικη ζωή.
Ο Τσιτσάνης, από το 1936 ως το 1940, ηχογράφησε 96 τραγούδια. Το τελευταίο του αυτής της περιόδου, η υπέροχη καντάδα «Μ’ έναν πικρό αναστεναγμό», γνωστότερο ως «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ», ηχογραφήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1940. Την επόμενη, ο Τσιτσάνης επιστρατεύθηκε και πήγε στο μέτωπο. Ανάμεσα στα 96 προπολεμικά τραγούδια του υπάρχουν ήδη κομμάτια με πλατιά θεματογραφία. Από χασικλίδικα μέχρι κανταδόρικα. Κορυφαίο ανάμεσά τους και η «Αρχόντισσα» που ερμήνευσε με μοναδικό τρόπο, το 1938, σε δίσκο Columbia, ο Στράτος Παγιουμτζής.
Το τραγούδι αυτό είναι ορόσημο για την ελληνική μουσική και η μεγάλη αφετηρία για όσα ηχογράφησε ο Τσιτσάνης μετά το 1946, που άνοιξε και πάλι το μοναδικό εργοστάσιο εκτύπωσης δίσκων της Columbia στην Ελλάδα. Τα μεταπολεμικά κομμάτια του Τσιτσάνη, εξαιτίας κυρίως της μεγάλης θεματικής τους γκάμας, συνέβαλαν στη διεύρυνση του ακροατηρίου του ρεμπέτικου/λαϊκού τραγουδιού και στην αποδοχή του από μεγάλα λαϊκά στρώματα – κι όχι μόνο από λαϊκά, αλλά και από αστικά και, μάλιστα, και από μεγαλοαστικά.
Τηλεγραφικά, μπορούμε να σημειώσουμε ότι εκτός από το μεγάλο θέμα της διεύρυνσης της θεματογραφίας των λαϊκών τραγουδιών, ο Τσιτσάνης συνέθεσε θαυμάσιες μελωδίες, πολλές από τις οποίες έχουν πολλά στοιχεία της δυτικής μουσικής. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στο να είναι προσιτά τα τραγούδια του και σε ένα κοινό των πόλεων που τα ακούσματά του ήταν κατά το πλείστον το ελαφρό τραγούδι και η καντάδα.
Συνέβαλε στη διεύρυνση και γενικότερα στη βελτίωση της λαϊκής ορχήστρας, τόσο στα κέντρα όσο και στη δισκογραφία.
Φρόντισε και πλούτισε την αρμονική συνοδεία του λαϊκού τραγουδιού, τόσο παίζοντας ο ίδιος με το μπουζούκι του πολύ ωραίες συγχορδίες, όσο και με την επιλογή και σωστή καθοδήγηση των μουσικών του συνεργατών. (Ο Τσιτσάνης είχε κάνει νεαρός μαθήματα βιολιού και έπαιζε και κιθάρα).
Επέλεξε, και κάποιες φορές ανακάλυψε και επέβαλε, τραγουδιστές με σπουδαίες φωνητικές δυνατότητες, αλλά και με μεγάλη γκάμα όπως ήταν ο Στράτος Παγιουμτζής και η Μαρίκα Νίνου.
Εργάστηκε όσο μπορούσε σε πιο φροντισμένα κέντρα, ξεφεύγοντας από τα λεγόμενα κουτούκια και τις ταβέρνες, όπου πρωτοακούστηκε ζωντανά το ρεμπέτικο.
Ο ίδιος ο Τσιτσάνης, ως κοινωνικός άνθρωπος, είχε μια διαταξική στάση. Το μεσημέρι έπινε καφέ τετ α τετ με τον Μάνο Χατζιδάκι στο Σύνταγμα και στο Κολωνάκι και το βράδυ έπαιζε τάβλι με το σερβιτόρο του μαγαζιού. Σίγουρο είναι ότι ήθελε την αναγνώριση και την αποδοχή από την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Και το πέτυχε πολύ νωρίς, όταν λόγου χάρη, η πολύ αυστηρή μουσικοκριτικός Σοφία Σπανούδη, σε πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Τα Νέα, το 1952, έγραψε έναν ύμνο για τον Τσιτσάνη, ζητώντας ταυτόχρονα δημοσίως συγγνώμη από τους αναγνώστες της για όσα είχε ως τότε δημοσιεύσει εναντίον τού ρεμπέτικου τραγουδιού.
Αυτή, η απ’ όσο φαίνεται, συνειδητή επιλογή του Τσιτσάνη –με τον οποίο συμπορεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό ο Χιώτης, ο Μητσάκης και πολλοί ακόμη αξιόλογοι καλλιτέχνες– για διεμβολισμό και κατάκτηση της αστικής κοινωνίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ίδιο το έργο, αποτέλεσε αντικείμενο διχογνωμίας, μεταξύ των αφοσιωμένων φίλων του λαϊκού μας τραγουδιού. Και η διχογνωμία αυτή κατέληξε να συνοψίζεται στο άκρως απλουστευτικό «δίλημμα»: Μάρκος ή Τσιτσάνης. Με άλλα λόγια, τι είναι πιο σημαντικό; Το αυθεντικό, ατόφιο και ίσως πρωτόγονο τραγούδι των πρώτων χρόνων ή το εξευγενισμένο, περίτεχνο και ίσως συμβιβασμένο τραγούδι της μεταπολεμικής κυρίως περιόδου;
Ίσως αυτό είναι προτιμότερο να το κρίνει ο ακροατής – αν υποθέσουμε ότι μια τέτοια ενασχόληση έχει κάποιο νόημα… Ιδίως όταν έχουμε να κάνουμε με μεγάλους καλλιτέχνες και στις δύο εποχές.
Γιώργος Κοντογιάννης
Για τον Μάρκο
Το περασμένο Σάββατο, η βραδιά που ήταν αφιερωμένη στον Μάρκο Βαμβακάρη ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη. Η συμμετοχή έδειξε το μεγάλο ενδιαφέρον για τη λαϊκή μουσική και την ιστορία του νεότερου λαϊκού πολιτισμού. Οι «Χί Πσί!» (Κωστής Κωστάκης-κιθάρα/τραγούδι, Κώστας Ζαφειρίου-μπουζούκι/τραγούδι, Χαρούλα Τσαλπάρα-μπαγλαμά/κουτάλια/τραγούδι, Αλέκος Κανδηλιώτης-τραγούδι), ακούραστοι, έπαιζαν μέχρι τις 5 το πρωί! Βάι, βάι!
Για τον Καρούζο
Κι όμως! Και μια βραδιά ποίησης αφιερωμένη στον Νίκο Καρούζο, μπορεί να γεμίσει ένα χώρο ασφυκτικά. Πολύ καλό το ντοκιμαντέρ της Δέσποινας Καρβέλα, αναλυτικότατοι οι ομιλητές Απ. και Αρ. Γιαγιάννος, Ξ. Σκαρτσή, Γ. Σπυρόπουλος και –με κείμενο– Μ. Στεφανίδης, θαυμάσιοι οι «Οινομάδες» (Θοδωρής Ζέης-κιθάρα, Βαγγέλης Γιοσμάς-μπουζούκι, Ηλίας Σουββατζής-μπαγλαμάς, Γιούλη Κοκόρη-ακορντεόν και Γιάννης Γουβέλης-κουτάλια) με τη συνδρομή εκτάκτως της Νατάσας Παπαδοπούλου και του «Μπαχ» και εξαιρετική η επιμέλεια της εκδήλωσης από τον Κώστα Κρεμμύδα και την Τζέλα Ασπρογέρακα του περιοδικού Μανδραγόρας. Οι βραδιές ποίησης θα γίνονται μια φορά το μήνα.