Με ποιους όρους μπορούμε να ανατρέψουμε τη μνημονιακή διακυβέρνηση; Του Ανέστη Ταρπάγκου*

«Να προβάλει ο λαός στο προσκήνιο, να ανατρέψει την κυβέρνηση των μνημονίων», «να ξεσηκωθούν οι εργαζόμενοι, να σαρώσουν την εξουσία των μονοπωλίων», «να σημάνει παλλαϊκή εξέγερση για να απομακρυνθεί η τρικομματική διακυβέρνηση». Πρόκειται για ορισμένες από τις κεντρικές πολιτικές προτροπές που διατυπώνουμε, ως ελληνικό αριστερό κίνημα, με απεύθυνση την εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία, προκειμένου να την καλέσουμε «να εξεγερθεί, να εισέλθει στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων, να ξεσηκωθεί», κι αυτό δεν ισχύει μόνον για το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και για εμάς της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτή η προτροπή συμπυκνώνει πραγματικά την πολιτική αναγκαιότητα εξαναγκασμού σε παραίτηση μιας κυβερνητικής εξουσίας που λειτουργεί αντισυνταγματικά και παράνομα, επιφέρει συστηματικά, με την ατελεύτητη σειρά των μνημονίων, το κοινωνικό ολοκαύτωμα, και ανακυκλώνει τη βαθύτατη οικονομική ύφεση και το δημόσιο χρέος σε δυσθεώρητα ύψη.
Βέβαια, για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ αυτή η έκκληση για την επανεμφάνιση του λαϊκού κινηματικού παράγοντα στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, με αφετηρία την αντιπαλότητα στη μνημονιακή πολιτική και με προοπτική τη δημοκρατική κατάκτηση της πολιτικής διακυβέρνησης, με πρόγραμμα τη ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή, αντιπροσωπεύει μια άμεση και επείγουσα αναγκαιότητα, σ’ ένα πεδίο ταχείας απαξίωσης των μισθών και συντάξεων, της κοινωνικής ασφάλισης, της απασχόλησης κ.λπ. Απεναντίας, για το ΚΚΕ αυτή η επίκληση έχει ως αναφορά της τη μελλοντική κρίσιμη στιγμή της «επαναστατικής έκρηξης» των λαϊκών τάξεων, που ωστόσο χάνεται στον ορίζοντα του «ιστορικού υπερπέραν», γιατί ακριβώς απουσιάζει η οργανική διασύνδεση τακτικής και στρατηγικής, στο μέτρο που η στρατηγική παίρνει τη θέση της τακτικής στη συγκυρία.
Βέβαια, από την άλλη πλευρά, προβάλλουμε ως ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ την προοπτική ότι στο βαθμό που θα βρεθούμε στη διακυβέρνηση της χώρας, θα λειτουργήσουμε άμεσα πολιτικά «θεραπευτικά» για την επούλωση των καίριων τραυμάτων και πληγμάτων που έχει δεχθεί ο λαϊκός εργαζόμενος κόσμος. Έτσι διακηρύσσουμε ότι σ’ αυτή την περίπτωση «θα επαναφέρουμε την Αγροτική Τράπεζα στο Δημόσιο», «θα αποκαταστήσουμε τον κατώτατο μισθό και τις συλλογικές συμβάσεις», «θα αποδώσουμε εκ νέου την Αγνό ή τη Δωδώνη στους συνεταιρισμένους κτηνοτρόφους» κ.λπ. Προφανώς αυτές μας οι διακηρύξεις συμβαδίζουν με την επιδίωξη διαμόρφωσης των όρων για την ανάδειξη μιας κυβέρνησης των αριστερών λαϊκών δυνάμεων, που προφανώς θα κινηθεί σε τέτοιου είδους προγραμματικές κατευθύνσεις.

Από το λαϊκό κινηματισμό στις αριστερές πολιτικές εκπροσωπήσεις
Ωστόσο και αυτές οι «δεσμεύσεις» μας αποκτούν υλική δυναμική στο μέτρο που συνοδεύονται από την έντονη, συντονισμένη και συνεχή κινηματική παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα, που αυτή μπορεί να αλλάζει τους ταξικούς συσχετισμούς και τις λαϊκές συνειδήσεις προς την πλευρά των αριστερών αξιών και των εργατικών συμφερόντων, και σε βάρος της αστικής ταξικής κυριαρχίας και της μυθολογίας που ιδεολογικά εκπέμπει.
Εν τούτοις, δεν απαντάμε στο ερώτημα του «πώς» μπορεί να υλοποιηθεί αυτή η «προβολή του λαού στο προσκήνιο», του «πώς» είναι δυνατή αυτή η «ανατροπή της μνημονιακής διακυβέρνησης της καταστροφής». Στην πρώτη μνημονιακή περίοδο (Μάιος 2010 – Νοέμβριος 2011) η λαϊκή αγανάκτηση και οργή βρήκαν διέξοδο και διοχετεύτηκαν, με την προτροπή προφανώς της Αριστεράς, στο πανελλαδικό απεργιακό κίνημα, που έφτασε να καταγράψει σε ορισμένες περιπτώσεις, μια ευρύτατη εργατική (αλλά και μικροαστική) συμμετοχή. Και ταυτόχρονα αυτό το φαντασμαγορικό κίνημα συμπληρωνόταν με το αυθόρμητο κίνημα των πλατειών, με τοπικές κινήσεις απέναντι στην φοροεπιδρομή στα λαϊκά εισοδήματα, με οικολογικές δράσεις απέναντι στην προϊούσα καταστροφή του περιβάλλοντος (Κερατέα, Σκουριές, Ευκαρπία). Ωστόσο, σε μια δεύτερη περίοδο (Νοέμβριος 2012 – Φεβρουάριος 2013) αυτό το λαϊκό κίνημα παρουσίασε σημάδια κόπωσης και υποχώρησης, με αποτέλεσμα οι όποιες πανεργατικές κινητοποιήσεις να στερούνται της αναγκαίας συμμετοχής, οι δε επιμέρους πολυσήμαντοι εργατικοί αγώνες (π.χ. στη Χαλυβουργία, στους ΟΤΑ, στις Συγκοινωνίες κ.ά.) να γνωρίζουν την ήττα, τουλάχιστον κατά έναν προσωρινό τρόπο.
Παρ’ όλα αυτά, το πολύμορφο αυτό αντιμνημονιακό κοινωνικό κίνημα δεν κατόρθωσε κεντρικά να ακυρώσει, να οδηγήσει στην ανάσχεση της εφαρμογής των μνημονιακών ρυθμίσεων, οι οποίες συνέχιζαν να εφαρμόζονται κατά τρόπο άτεγκτο και αμείλικτο, στο μέτρο άλλωστε που οι αστικές κυβερνητικές δυνάμεις δεν λογάριαζαν πραγματικά το πολιτικό κόστος, προχωρώντας μάλιστα σε μορφές ανοιχτής αστυνομικής καταστολής, που επέφεραν χαρακτηριστικά και μεθόδους ημι-δικτατορικής διακυβέρνησης. Ως καθοριστική αιτία γι’ αυτή την αναποτελεσματικότητα του κινήματος αναγνωρίζεται από όλες τις πλευρές ο εργοδοτικός και κυβερνητικός ρόλος των πλειοψηφιών στις τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες δεν προσέδιδαν προοπτική, κλιμάκωση και συνέχεια στο πανελλαδικό απεργιακό κίνημα, ούτε και συνέβαλαν στον οριζόντιο συντονισμό των επιμέρους κλαδικών κινητοποιήσεων των εργαζομένων.

Όταν το «πολιτικό» καλείται να υπηρετήσει το «κοινωνικό»
Αυτό που επακολούθησε ήταν, βέβαια, η απονομιμοποίηση της μνημονιακής πολιτικής και η στροφή των εργατικών στρωμάτων προς τα αριστερά, πράγμα που εξαπλασίασε τις εκλογικές μας δυνάμεις και τριπλασίασε σχεδόν το σύνολο των αριστερών εκλογικών εκπροσωπήσεων, ενώ παράλληλα συνεχίστηκε αυτή η σχετική καθίζηση του κοινωνικού κινήματος.
Συμπεραίνεται δηλαδή ότι ο λαϊκός παράγοντας βγήκε έντονα στο προσκήνιο, δεν μπόρεσε να αποκρούσει τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, αναζήτησε πολιτική διέξοδο στην Αριστερά, ωστόσο όμως σήμερα, και με τη Ριζοσπαστική Αριστερά στην αξιωματική αντιπολίτευση, αδυνατεί από μόνος του να «εισβάλει στο επίκεντρο», να «θέσει τέρμα» στο βίο της τρικομματικής συγκυβέρνησης. Έτσι, το ερώτημα του «πώς» που προηγούμενα επιχειρήθηκε να απαντηθεί με κοινωνικούς-συνδικαλιστικούς όρους, σήμερα καλείται να απαντηθεί με ριζικά πολιτικούς όρους, δηλαδή αριστερής πολιτικής επανατροφοδότησης του λαϊκού κινηματικού παράγοντα.
Έχει αποδειχθεί στη νεότερη ελληνική ιστορία της πάλης των τάξεων, ότι οι λαϊκές δυνάμεις, ακόμη κι αν έχουν γνωρίσει βαρύτατες ήττες και καταστροφές, ακόμη κι αν έχουν οδηγηθεί να βιώσουν κοινωνικά ολοκαυτώματα, εν τούτοις έχουν το σθένος και την επάρκεια, κάτω από ορισμένους όρους, να επανακάμψουν στο προσκήνιο με αποφασιστικό ρόλο. Αυτό συνέβη στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, αυτό έγινε στην περίοδο των παλατιανών πραξικοπημάτων, αυτό σημειώθηκε στη στρατιωτική δικτατορία. Δεν ήταν παρά το αποδεκατισμένο και εξουθενωμένο ΚΚΕ που πήρε την ιστορική πρωτοβουλία της ενωτικής συγκρότησης του ΕΑΜ και της ένοπλης διάστασής του, του ΕΛΑΣ, που σηματοδότησε την «έφοδο στον ουρανό» των λαϊκών τάξεων στην πιο σκοτεινή περίοδο ταπείνωσης και εξαθλίωσης. Δεν ήταν παρά η ΕΔΑ και η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη που πρωτοστάτησαν στην ανάδειξη του κινήματος των Ιουλιανών για την ακύρωση των αντισυνταγματικών πραξικοπημάτων της Αυλής. Δεν ήταν παρά ο «Ρήγας Φεραίος» και η Αντι-ΕΦΕΕ που διαμόρφωσαν τους πολιτικούς όρους του λαϊκού ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου. Στη σημερινή αντίστοιχη ποιοτικά συγκυρία θα αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να δρομολογήσουμε ένα αντίστοιχο πολιτικό εγχείρημα επανεκκίνησης του κοινωνικού κινήματος, δίνοντας σαφή και υλική απάντηση στο «πώς» της «εισόδου του λαού στο προσκήνιο», στο «πώς» της «αντιμνημονιακής κυβερνητικής ανατροπής»;

* Ο Ανέστης Ταρπάγκος
είναι μέλος της Γραμματείας Συντονιστικού Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!