Της Μαρίας Πετρίτση. Το ξέρεις, Μόγλη, πως μετά από πολύ καιρό θα συναντηθούμε σε ένα εγκαταλελειμμένο χωριό στους πρόποδες δύο βουνών που λείπουν απ’ το χάρτη, με έναν κουφό κάτοικο, χωρίς παιδιά, μια θυμωμένη γριά κι ένα φροντισμένο νεκροταφείο γεμάτο αντάρτες, ανώνυμους ήρωες και κόκκινες σημαίες.
Το πρωί θα τριγυρνάμε στις χαράδρες και θα γρατζουνάμε τα πόδια μας στα πουρνάρια και τα κατσάβραχα. Ξωπίσω μας θα βόσκει το κατσικάκι σου, που όταν ακούει ντουφεκιές από ξένους κυνηγούς που καμιά φορά κάνουν πλιάτσικο στα σπίτια, θα τρέχει να κρυφτεί κάτω από το τραπέζι της παλιάς ταβέρνας. Εκεί, δίπλα στην καρέκλα, όπου κάποτε είχε πεθάνει ο τελευταίος σοφός του χωριού κοιτώντας τη βροχή να γεμίζει τα λούκια και που στο χερούλι της έχει ξεμείνει παρατημένη η τραγιάσκα του μιας και κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να την μετακινήσει.
Στο σπίτι του κουφού θα χαζεύουμε το μυστικό του δωμάτιο με τα κόκκινα λαμπιόνια, τις φωτογραφίες αγαπημένων νεκρών και την εικόνα ενός παλιού βασιλιά που κάποτε τον είχε βαφτίσει εξ αποστάσεως. Αυτός θα μας κοιτάζει χτυπώντας τα χέρια του σαν χαρούμενο παιδί και θα καμαρώνει για τα κατορθώματά του. Μετά θα μας κερνάει μια ρακή και θα μας διηγείται με νοήματα την Ιστορία.
Τα μεσημέρια θα πιάνεις πέρδικες με το δίχτυ σου και θα μου τις κάνεις δώρο για να τις ελευθερώνω μετά στην έρημη πλατεία. Τα βράδια θα πηγαίνουμε στο απαγορευμένο σπίτι όπου είχε συμβεί κάποτε ένα φονικό και θα κάνουμε πως είμαστε τα φαντάσματα κάτι παλιών εραστών που είχαν εντελώς άδοξο τέλος.
Όταν χιονίζει θα βγαίνουμε στο ξέφωτο και θα βλέπουμε ελάφια, σαλιγκάρια και γυπαετούς. Η θυμωμένη γριά με το μαύρο μαντήλι θα μας φωνάζει με φωνή αγριεμένη, κι εμείς θα κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε από αγριάδα και θυμό, και θα πηγαίνουμε κοντά να μοιραστούμε το φαΐ της.
Κανένας δεν θα ξέρει πού να μας βρει, Μόγλη. Η καμπάνα δεν θα χτυπά ποτέ. Θα είμαστε ασφαλείς από τον κόσμο και τη φρίκη του. Κι αν καμιά φορά με πιάνουν τα κλάματα επειδή θα σκέφτομαι κάτι λυπητερό, εσύ θα με παρηγορείς, και θα μου λες να μη φοβάμαι, γιατί αυτή δεν θα είναι η ζούγκλα των ανθρώπων και των πόλεων, θα είναι η ζούγκλα που εμείς θα έχουμε διαλέξει.
Με κόντρα τον καιρό: Πώς να τα βάλεις με τις πόλεις;
* Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας
Σχόλια