Γράφει ο Γιώργος Γιαλούρης

Μετατρέπονται σε κηλίδες και χρώματα, χρώματα που αποσυντίθεται σε μυριάδες αποχρώσεις άγνωστων κι εκατομμυρίων νημάτων φωτός, χωρίς βάρος, χωρίς υφή και υφίστανται μόνο ως αίσθηση, μία αίσθηση αδιανόητη για τον πεπερασμένο νου ενός όντος από τούτον τον μικρό μπλε πλανήτη που πεθαίνει κι όλα αυτά τα νήματα ενοποιημένα σε ουσία και φως, αδιανόητο και ανόητο να προσπαθήσει να τα κατανοήσει κανείς με οποιοδήποτε ορθολογικό μοντέλο αλλά και οποιαδήποτε υπερβατική προσέγγιση, ποιανού είναι τι και ποιος να καταλάβει κάτι το οποίο ξεφεύγει από τα όρια ακόμη και της πιο ακραίας και ασυνάρτητης ροής σκέψεων, κάτι μεταξύ ύλης και σκέψης, κάτι μεταξύ στο ανάμεσα του θανάτου και της ζωής, δεν υπάρχουν παράλληλες ευθείες, όλα τέμνονται, δεν υπάρχουν επίπεδα, ο Ευκλείδης πέθανε και ζει ανάμεσα στην αιώνια καταστροφή και στην ανατροφοδότησή της, κρύβεται κι ανασαίνει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο με μικρά μικρά παράθυρα ικανά ν’ αφήσουν να περάσει μόνο το σκοτάδι κι απ’ έξω φως, ένα φως αόρατο σ’ ένα κάδρο κι έξω από το κάδρο μικρά μικρά ανθρωπάκια με τεντωμένα χέρια ως τα ψηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας εκείνης της περιστρεφόμενης γαλάζιας σφαίρας, υψώνουν τα χέρια και τσαλαπατούν στον βυθό μίας παμπάλαιας λάσπης κι εμείς τι, τι να περιμένουμε από ένα ντανταϊστικό σύμπαν, φυλακισμένοι σ’ έναν πλανήτη, κόκκος στο αέναο τίποτα και στο έλος της μοχθηρής φύσης των γενοκτόνων, μα το σύμπαν αδιαφορεί, αδιαφορεί γιατί δεν υπήρξε ποτέ και υπήρξε μόνο στην νόηση του γενοκτόνου που ανοίγει στη μέση το κρανίο ενός παιδιού, ενός παιδιού που δεν κράτησε ποτέ του ένα κουκλάκι στο χέρι, δεν ξέρει τι είναι κουκλάκι, δεν ξέρει τι σημαίνει γάτα, σκύλος, προβατάκι, δεν τα είδε ποτέ, πώς κάνει το προβατάκι, μπε, μπε, πώς κάνει η γάτα, νιάου, νιάου, πώς κάνει το drone αγοράκι μου γλυκό, πώς κάνει το drone ομορφιά μου, βζζζζ κάνει μπαμπά, καλυφθείτε μας σκοτώνουν, δεν βουίζουν οι μέλισσες πάνω από τα θυμάρια, είναι τα drone που βουίζουν, βουίζουν οι σφαίρες, ποιος πυροβολεί, ελάτε στην ουρά και κοιτάξτε τα χρυσά μου δόντια, κάποτε μας τα ξερίζωναν, τώρα αστραποβολούν στο ματωμένο ξημέρωμα, τα δόντια ενός βαμπίρ που στάζουν αίμα, κρέμεται βρεφική σάρκα από τα δόντια τους, τα μπήξανε στο σωματάκι ενός βρέφους κι αυτό δεν έκλαιγε, πώς γίνεται να μην κλαίει, πώς γίνεται να καταλαβαίνει τι του συμβαίνει, το έφαγαν ζωντανό, καταβρόχθισαν τα σωθικά του και κράδαιναν ψηλά το ξεκοιλιασμένο του σωματάκι αλαλάζοντας κραυγές πανάρχαιων τεράτων, τρόπαιο στο όνομα ποιανού ακατανόμαστου δαίμονα, δεν μπορεί να καταλάβει κανείς, κανείς δεν καταλαβαίνει, μόνο τα τέρατα που μου μιλούν στον ύπνο μου κι αποσυντίθενται και συσσωματώνονται σε γιγαντιαία ουρλιαχτά, τινάζονται κι απλώνονται πάνω από μία φωτιά που κατακαίει έναν κόσμο από χαρτοπόλεμο, έναν μικρόκοσμο κι απ’ έξω τίποτα, μία κουκίδα που πυρακτώνεται και χάνεται στ’ ανακατεμένα και σκονισμένα μαλλιά ενός παιδιού με κλειστά ματάκια, έκλεισαν για πάντα τα σμαραγδένια του ματάκια ενώ τα χεράκια του κουνιούνται πέρα δώθε πίσω από την πλάτη ενός ανθρώπου που τρέχει ουρλιάζοντας πάνω στα συντρίμμια.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!