Δημοσιεύουμε στο αφιέρωμά μας ένα εκτεταμένο απόσπασμα από ένα άρθρο του Ρούντι Ρινάλντι που γράφτηκε το 2015 για το περιοδικό La Migraña, το έντυπο της τότε Αντιπροεδρίας της Βολιβίας. Το άρθρο ήταν γραμμένο για να γίνουν κατανοητά σε μια μακρινή γωνιά του πλανήτη τα όσα συνέβαιναν τότε στη χώρα μας, και ακόμα και σήμερα είναι πολύ βοηθητικό ώστε να προσεγγίσει κανείς τα όσα έγιναν στην πολιτική ζωή της Ελλάδα το πρώτο εξάμηνο του 2015 αλλά και τις μέρες του Δημοψηφίσματος.
Τον Αύγουστο του 2014, πριν ακόμα γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, το οικονομικό επιτελείο του κόμματος εισηγείται την στρατηγική της «διαπραγμάτευσης χωρίς ρήξη» με την τρόικα. Η στρατηγική αυτή σήμαινε ότι δεν θα γινόταν καμία μονομερή ενέργεια που θα ξεπερνούσε το πλαίσιο των ευρωπαϊκών και ευρωζωνικών συνθηκών, ενώ θα πληρωνόταν κανονικά όλες οι δόσεις στους δανειστές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα διεξάγονταν μια διαπραγμάτευση με τους θεσμούς ώστε να μην διακοπεί η χρηματοδότηση από την Ε.Ε. προς τις τράπεζες. Φυσικά, σε αυτό το πλαίσιο δεν θα υπήρχε καμιά παρέμβαση στις τράπεζες αλλά μόνο κάποιες αλλαγές στις διοικήσεις τους (που ούτε αυτές έγιναν τελικά…). Για να περπατήσει ο σχεδιασμός αυτός, άρχισε παράλληλα ένα «φλερτ», κινήσεις και επαφές με τμήματα της ελληνικής ολιγαρχίας «ώστε να τα αποκοιμίσουμε» και να μην αντιδράσουν στο ενδεχόμενο ανάληψης της κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η πλευρά του σχεδιασμού ονομάστηκε «προωθητικός συμβιβασμός» και πολιτικά σήμαινε ένα άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ προς παράγοντες των άλλων κομμάτων.
Ο σχεδιασμός αυτός λάμβανε υπ’ όψιν ότι η ευρωκρατία αλλά και ο αμερικανικός παράγοντας έβλεπαν σαν αναπόφευκτη την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν υπολόγιζε καθόλου την παγίδευση που μεθόδευσαν ώστε να ακυρώσουν το εγχείρημα, να το κάνουν βραχύβιο και να το συντρίψουν, ώστε να περιφέρουν την εικόνα του στον ευρωπαϊκό χώρο, προειδοποιώντας τους πάντες: «Να τι παθαίνει όποιος αμφισβητήσει ιερά και όσια!».
Η παγίδευση ήταν μεγάλη, συστηματική, μεθοδική και είχε στρατηγικό βάθος. Δυστυχώς, δεν πάρθηκε υπ’ όψιν από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Οι αυταπάτες (ή και οι υποσχέσεις που έδωσαν διάφοροι διεθνείς κύκλοι) για εύκολη και μάλλον γρήγορη συμφωνία με την τρόικα έσπρωξαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην καρδιά της παγίδευσης. Ήταν μάλιστα ο ίδιος που αυτοπαγιδεύτηκε προπαγανδίζοντας διαρκώς ότι έρχεται μια «αμοιβαία επωφελής συμφωνία», ότι μπορούμε να πετύχουμε έναν «έντιμο συμβιβασμό», ότι η συμφωνία «είναι έτοιμη, καθαρογράφεται» κ.λπ.
Όλα αυτά ενώ διαφαινόταν καθαρά πως ο γερμανικός παράγοντας (ο ηγεμόνας της Ευρώπης) δεν ήταν πρόθυμος να κάνει τη χάρη στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αντίθετα επεδίωκε να τον δυσκολέψει αφάνταστα. Έτσι, πρόβαλλε συνεχώς όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, έως ότου η Ελλάδα έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και έκλεισε τις τράπεζες επιβάλλοντας capitalcontrols. Μέχρι τότε, όμως, είχαν πληρωθεί όλες οι δόσεις (ύψους 7.5 δισ.) επιβάλλοντας εσωτερική παύση πληρωμών (Διοίκηση, Υγεία, Εκπαίδευση κ.λπ.) και έχοντας απομυζήσει τα αποθεματικά των ταμείων. Πρακτικά η χώρα ήταν εντελώς αφοπλισμένη μπροστά στην περικύκλωση και την παγίδευση. Η πολιορκία του κάστρου θα έδινε αποτελέσματα.
Το σχέδιο ήταν σχετικά απλό: Η οικονομική ασφυξία θα οδηγούσε σε πολιτική ασφυξία. Η κυβέρνηση Τσίπρα ή θα υπέγραφε μια ταπεινωτική συμφωνία ή θα χρεωνόταν μια χρεοκοπία και θα έπεφτε.
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση Τσίπρα νόμιζε ότι έστω και στο τέλος θα της έδιναν μια συμφωνία επώδυνη μεν αλλά που να μπορεί κάπως να παρουσιαστεί σαν αναγκαίος συμβιβασμός. Έτσι, μέχρι τελευταίας στιγμής, δεν εγκατέλειπε τον αυτόματο πιλότο της «διαπραγμάτευσης» έχοντας υπογράψει μια συμφωνία στις 20 Φεβρουαρίουμε την οποία δεσμεύονταν να μην κάνει καμιά «μονομερή ενέργεια» χωρίς έγκριση από την τρόικα που μετονομάστηκε σε «θεσμούς». Πρακτικά, όμως, δεν είχε πάρει κανένα σοβαρό μέτρο προετοιμασίας για την αντιμετώπιση των τελεσιγράφων (που ήρθαν στην ώρα τους) ούτε φυσικά έκανε κάτι για την πολιτική και ιδεολογική προετοιμασία του λαού.
Έτσι φθάσαμε στο τελικό στάδιο της διαπραγμάτευσης όπου οι «θεσμοί» παρέδωσαν ένα τελεσίγραφο στον Έλληνα πρωθυπουργό. Αυτός το αρνήθηκε κάνοντας τον τελευταίο σπασμωδικό, και χωρίς προοπτική από τη μεριά του, ελιγμό: Γύρισε στην Αθήνα και με διάγγελμα προχώρησε στη διαδικασία του δημοψηφίσματος.
Πρέπει να καταστεί σαφές ότι η νέα υπερεθνική και εθνική εξουσία στον ευρωπαϊκό χώρο είναι άκρως επιφυλακτική απέναντι στις διαδικασίες των δημοψηφισμάτων, γιατί στις λίγες περιπτώσεις που έγιναν τέτοια(Γαλλία, Ολλανδία, Κύπρος, Ιρλανδία, Νορβηγία κ.λπ.), τα αποτελέσματα ήταν σχεδόν πάντα αρνητικά για τους σχεδιασμούς τους. Στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για τέτοιες διαδικασίες. Ιστορικά από την πτώση της φασιστικής χούντας (1974) ένα μόνο δημοψήφισμα έχει διεξαχθεί το 1975 με το οποίο καταργήθηκε η βασιλεία, κάτι που υπήρξε μεγάλη λαϊκή νίκη, αφού το παλάτι ήτανο βασικός χώρος μηχανορραφιών, μεσολαβητής ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και πραξικοπημάτων.
Έτσι, στην Ελλάδα προετοιμάστηκε ένα δημοψήφισμα που έγινε μια βδομάδα μετά την εξαγγελία του, με ερώτημα αν αποδεχόμαστε ή όχι την πρόταση που έκαναν οι θεσμοί. Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας εισηγήθηκαν την θέση του «όχι». Ήταν μια αιφνιδιαστική κίνηση που όμως έδωσε την ευκαιρία στην αντιπολίτευση να συγκροτήσει το μέτωπο του «ναι» και να μετατρέψει το ερώτημα στο δίλημμα «μένουμε ή όχι στην Ευρώπη και στο ευρώ» επιχειρώντας ναβγει από την ανυποληψία αποκτώντας μια μαζική βάση σε όλη την χώρα.
Μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο εκδηλώθηκαν ταλαντεύσεις και διφορούμενες στάσεις. Για παράδειγμα υπήρξαν δηλώσεις ότι αν η τρόικα έκανε μια άλλη, κάπως καλύτερη πρόταση, η κυβέρνηση θα μπορούσε και να καλέσει τον λαό να ψηφίσει «ναι» ή ακόμα και να ακυρώσει το δημοψήφισμα.
Όλα αυτά ξεπεράστηκαν από μια αναπάντεχη εισβολή του λαϊκού παράγοντα που πήρε την υπόθεση του δημοψηφίσματος στα χέρια του, ξεπέρασε το μούδιασμα και έδωσε μεγάλη ώθηση στο να συγκρατηθεί τις πρώτες μέρες ηαύξηση του «ναι» και τις τελευταίες μέρες να ανατραπεί ο συσχετισμός και η δυναμική που αποκτούσε το «ναι» και να επικρατήσει το «όχι». Ιδιαίτερα την Παρασκευή πριν το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε μια από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις της πρόσφατης ιστορίας, μια συγκέντρωση-γιορτή στην οποία πρωταγωνίστησε με ιδιαίτερο τρόπο η νεολαία, αυτή που δεν συμμετέχει άμεσα στην πολιτική διαδικασία, που φαίνονταν σε κάποιους «απολίτικη». Στις ηλικίες 18-25 το ποσοστό του «όχι» ανήλθε στο 85%, γεγονός που αποδεικνύει βαθιές διεργασίες, σε επίπεδο ατομικό αλλά και παρεών, συντροφιών, συλλογικοτήτων όχι άμεσα πολιτικών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την Κυριακή, μέρα του δημοψηφίσματος, σε σύσκεψη της Γραμματείας του κόμματος οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις έβλεπαν οριακή νίκη του «όχι». Αυτό δείχνει την παγωμάρα, την έλλειψη εμπιστοσύνης στο λαό, την απουσία αισθητηρίων και δεσμών με το λαό ή και έναν πεσιμισμό.
Σήμερα πλέον υπάρχουν πλείστες ενδείξεις ότι ένα τμήμα του πολιτικού οργανισμού δεν πίστευε στην νίκη, δεν ήθελε το δημοψήφισμα και ένα μέρος της ηγεσίας, συμπεριλαμβανομένου και του Αλ. Τσίπρα,προτιμούσε μια οριακή νίκη στο δημοψήφισμα σαν τελευταίο ελιγμό για να γίνει αποδεκτή η συμφωνία και τα τελεσίγραφα των ιμπεριαλιστών.
Μια διαφορά λίγων μονάδων στο δημοψήφισμα (π.χ. 52%-48%) θα μεταφράζονταν σε ένα διχασμό της χώρας, αποτελώντας επιχείρημα ότι θα έπρεπε να γίνουν υποχωρήσεις και να συναφθεί η συμφωνία. Η μαρτυρία του Γ. Βαρουφάκη, υπουργού Οικονομικών έως το βράδυ του δημοψηφίσματος, αναφέρει πως όταν πήγε στο πρωθυπουργικό γραφείο εκείνο το βράδυ, επικρατούσε μεγάλη κατήφεια και σκεπτικισμός, ενώ ο κόσμος πανηγύριζε στους δρόμους για το συντριπτικό 62% «όχι». Ο λαός είχε αψηφήσει όλη την τρομοκρατία, είχε αψηφήσει τις κλειστές τράπεζες, έδειχνε μεγάλη ωριμότητα και φυσικά δεν ανέχτηκε την πασαρέλα όλου του διεφθαρμένου παλιού πολιτικού προσωπικού που βγαίνοντας από την ναφθαλίνη καλούσε σε «σωτηρία της χώρας» μέσω του «ναι». Και ενώ ο λαός πανηγύριζε, η ηγεσία ήταν κατηφής γιατί καταλάβαινε ότι το 62% θα δυσκόλευε την συνθηκολόγηση που είχε προαποφασιστεί.
Ενώ ο λαός πανηγύριζε, η ηγεσία ήταν κατηφής γιατί καταλάβαινε ότι το 62% θα δυσκόλευε την συνθηκολόγηση που είχε προαποφασιστεί
Το «όχι» που έγινε «ναι»
Το ίδιο βράδυ, στο διάγγελμά του ο Αλ. Τσίπρας, δήλωσε ότι συγκαλεί για την επαύριον (Δευτέρα) συνάντηση των αρχηγών όλων των κομμάτων ώστε να υπάρξει η μέγιστη εθνική συσπείρωση για την διαπραγμάτευση. Ο λαός πάγωσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί να γίνει μια τέτοια συνάντηση. Τη Δευτέρα το πρωί ανακοινώθηκε και η παραίτηση του Βαρουφάκη από τη θέση του υπουργού Οικονομικών και όλοι αντιλήφθηκαν ότι είχε μπει μπροστά μια διαδικασία εξευμενισμού της τρόικας (αφού από καιρό ο Βαρουφάκης εθεωρείτο ανεπιθύμητο πρόσωπο για τους ευρωπαϊκούς κύκλους).
Φθάσαμε έτσι στη σύνοδο του Eurogroup και στη Σύνοδο Κορυφής στις οποίες πάρθηκαν οι τελικές αποφάσεις. Εκεί συνέβη κάτι εντελώς σοκαριστικό: Οι τροϊκανοί υπόβαλλαν εξευτελιστικούς όρους στην ελληνική κυβέρνηση, ζήτησαν πράγματα που μέχρι τότε δεν είχαν θέσει στο τραπέζι, με τρόπο ίδιο με τις περιπτώσεις πολέμου, όπου ο νικητής υποβάλλει όρους ταπεινωτικής συνθηκολόγησης στον ηττημένο. Ολόκληρη η Ελλάδας παρακολουθούσε άφωνη τις εξελίξεις αυτές λίγες μέρες μετά το «όχι», και δεκάδες χιλιάδες μηνύματα απεστάλησαν στον Τσίπρα, να πάρει τοπ αεροπλάνο και να γυρίσει στην Αθήνα. Αντί να κάνει αυτήν την απλή και φυσιολογική κίνηση, ο Τσίπρας αποδέχτηκε τους όρους και δήλωσε ότι θα αγωνιστεί για να μετριαστούν οι πλέον αρνητικές συνέπειες της συμφωνίας.
Οργή, απελπισία, θυμός, λύπη, κλάμα πλημμύρισε ολόκληρη την ξενυχτισμένη κοινωνία που παρακολουθούσε έναν διασυρμό της χώρας και του πρωθυπουργού. Οι «νικητές» ήθελαν να ταπεινώσουν όποιον τόλμησε να αντισταθεί. Αλλά και ο Τσίπρας αναλάμβανε υποχρεώσεις και έπρεπε να εφαρμόσει τους ταπεινωτικούς όρους αν ήθελε να παραμείνει πρωθυπουργός της «αποικίας χρέους». Οι τροϊκανοί απαίτησαν να ψηφιστούν εντός συγκεκριμένων ημερομηνιών νόμοι-προαπαιτούμενα ώστε να προχωρήσουν ανάλογα και να δώσουν την τελική συμφωνία. Έτσι, τα πραξικοπήματα συνεχίστηκαν μέσα από την κοινοβουλευτική διαδικασία -με παγωμένο τον λαό- ώστε να φανεί ότι: 1) Ο Τσίπρας ελέγχει το κόμμα και την Κ.Ο., 2) ότι όντως τηρεί τα συμφωνηθέντα, 3) να ξαναγυρίσει άμεσα η τρόικα επί τόπου στην Ελλάδα κατόπιν πρόσκλησης των ελληνικών αρχών…
Η συνέχεια είναι καταιγιστική: Από καιρό έχει καταργηθεί η κομματική λειτουργία, δεν συγκαλείται η Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η Κ.Ο. μετατρέπεται σε χώρο όπου οι βουλευτές πιέζονται να ψηφίσουν τους εξευτελιστικούς όρους του 3ου Μνημονίου. Έτσι, η κυβέρνηση της Αριστεράς μετατρέπεται σε εισαγωγέα και αντιπρόσωπο μνημονιακών νεοφιλελεύθερων καταιγιστικών μέτρων που καμιά αστική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να περάσει από τη Βουλή. Η Βουλή μετατρέπεται από όργανο λαϊκής κυριαρχίας σε απλό πρωτοκολλητή νόμων και συμφωνιών που έχουν συνταχθεί στην αλλοδαπή, εισάγονται στα αγγλικά και ψηφίζονται μέσα σε μια νύχτα. Όπως ήταν φυσικό, υπήρξε αντίδραση και αντίσταση σε αυτά τα διαρκή μικρά πραξικοπήματα που γίνονται για να στηριχθεί το μεγάλο πραξικόπημα της συνθηκολόγησης και παλινόρθωσης της τρόικας στην Ελλάδα.
Πιο συγκεκριμένα, στην πρώτη ψηφοφορία για προαπαιτούμενους όρους, 39 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, σε σύνολο 149, ψήφισαν αρνητικά. Στη δεύτερη και μετά από απίστευτες πιέσεις, πάλι 36 ψήφισαν αρνητικά. Η κυβέρνηση διατηρείται στην εξουσία με τις ψήφους των μνημονιακών κομμάτων της Δεξιάς και του Κέντρου, που χαιρέκακα ειρωνεύονται πως αυτοί με την υπευθυνότητά τους σώζουν τη χώρα, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ελέγξει τους βουλευτές του.
Ο απλός κόσμος είναι βαθιά απογοητευμένος και κουρασμένος από την εξέλιξη, την γρήγορη εναλλαγή καταστάσεων και τις μεταμορφώσεις που βλέπει να συντελούνται στο πολιτικό πεδίο. Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που γίνεται και σιγά-σιγά, όσο ενημερώνεται για το τι έγινε και τι ψηφίζεται, τρελαίνεται.