Η εξέγερση του Πολυτεχνείου αφύπνισε τους νέους που συμμετείχαν με τη φυσική τους παρουσία, αφύπνισε και πολλούς άλλους νέους που ξαφνιάστηκαν αλλά επιδοκίμασαν την εξέγερση ακόμα και εκ των υστέρων. Ταρακούνησε επίσης τους μεγαλύτερους σε ηλικία που είχαν αποδεχτεί ως ακλόνητη τη χούντα, ακόμα κι αν δεν την υποστήριζαν. Μπορεί η εξέγερση να κατεστάλη από το στρατό, και το κίνημα των αντιφρονούντων να πέρασε στην άμυνα και την αναδίπλωση, αλλά η ρωγμή στο κύρος της χούντας και στο πλέγμα φόβου και παντοδυναμίας που είχε καλλιεργηθεί, είχε ανοίξει. Για πρώτη φορά, η αντίδραση ήταν μεγάλη, εντυπωσιακή και δεν μπορούσε να κρυφτεί ούτε να υποτιμηθεί.
Η επακόλουθη καθαίρεση του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη, επισφράγισε τη γενική αίσθηση ότι η χούντα δεν ήταν τόσο άθραυστη ούτε τόσο συμπαγής και συνεκτική όσο φαινόταν. Η εξέγερση είχε καταπνιγεί, αλλά μερικοί από τους στόχους της είχαν επιτευχθεί. Είχε γίνει ένα πολύ σημαντικό βήμα στην αμφισβήτηση της δικτατορίας, κι αυτό το επίτευγμα δικαιώνει την εξέγερση και προετοιμάζει το έδαφος για ό,τι συνέβη στη συνέχεια. Αναμφίβολα, ενίσχυσε την κρίση στο εσωτερικό της χούντας και επιτάχυνε τη ρήξη μεταξύ των συνταγματαρχών. Αλλά και ο κλονισμός της επιρροής του καθεστώτος στην κοινωνία, σίγουρα επέδρασε αρνητικά στους επόμενους χειρισμούς και στο μεγάλο φιάσκο της Κύπρου. Και στην Ελλάδα και στην Κύπρο ήταν πλέον πολύ λίγοι αυτοί που θα υποστήριζαν οποιαδήποτε ενέργεια των χουντικών, πράγμα που υπονόμευε την επιτυχή έκβαση των όποιων σχεδίων τους, αλλά και την ίδια την κυριαρχία τους.
Επίσης, η εξέγερση του Πολυτεχνείου ξέπλυνε την τιμή του λαού. Και άφησε στο ηθικό απόθεμα του τόπου ένα πολύτιμο στεφάνι δόξας, το οποίο μπορούμε εσαεί να περιφέρουμε ως τρόπαιο που θα εμψυχώνει και τις επόμενες γενιές να συνεχίσουν τον αγώνα ενάντια στην άκρα Δεξιά και τα ξένα στηρίγματά της.
Πέρα, όμως, απ’ αυτό, η επτάχρονη δικτατορία, από το 1967 ως το 1974, έκανε μεγάλη ζημιά στον τόπο. Και δεν εννοώ μόνο τα αυτονόητα, τη στέρηση της ελευθερίας και των πολιτικών δικαιωμάτων, τις διώξεις των δημοκρατικών πολιτών, τη λογοκρισία, την επιβολή μιας αναχρονιστικής ψευτοηθικής, ενός παλιομοδίτικου εθνικισμού που πλασαριζόταν ως πατριωτισμός και τον εκθειασμό μιας κιτς αισθητικής με πλαστικές περικεφαλαίες, χάρτινους φοίνικες και ελαφρά τραγούδια του συρμού. Εννοώ και το ξέκομα της Ελλάδας από τις διεθνείς εξελίξεις, την απομόνωσή της από τα πολιτιστικά ρεύματα, από τις σχολές σκέψεις, από το δημόσιο διάλογο για ζητήματα πολύ σημαντικά σε σχέση με το παρόν και το μέλλον των κοινωνιών.
Στην περίοδο που εμείς ήμασταν στον γύψο, γίνονταν πολύ σοβαρά πράγματα, κοσμογονικά κάποια απ’ αυτά, σε όλο τον κόσμο. Κι εμείς τα παρακολουθούσαμε από απόσταση, μέσα από παραμορφωτικούς φακούς, με περιορισμένα τα μέσα επικοινωνίας και ενημέρωσης και με πρώτη έγνοια το δικό μας βάσανο, τη δική μας καταπίεση.
Μεγάλες εξεγέρσεις στη Δύση
Στην Ευρώπη, συνέβησαν πολύ μεγάλα γεγονότα, εντελώς ασυνήθιστα και απρόσμενα, με μεγάλη διεθνή επίδραση, με κορυφαίες τις δύο εξεγέρσεις στη Γαλλία και την Τσεχοσλοβακία∙ ο «Γαλλικός Μάης» και η «Άνοιξη της Πράγας» την ίδια χρονιά.
Όμως, το 1968, στην Ελλάδα, η δικτατορία ήταν απολύτως εδραιωμένη και είχε τον έλεγχο των πάντων. Από το στρατό, την εκκλησία και την εκπαίδευση μέχρι τα πιο μικρά και ταπεινά στοιχεία της καθημερινότητας. Έκοβε ακόμα και τα τραγούδια που ανάφεραν τη λέξη φτώχεια, θεωρώντας ότι μπορεί να υπονοούν κάτι σε βάρος της. Έβλεπε σαν απειλή στην «κοσμοθεωρία» της ακόμα και τις μίνι φούστες και τα παντελόνια-καμπάνες!
Οι εφημερίδες στο εσωτερικό, που αποτελούσαν την κύρια πηγή ενημέρωσης των πολιτών, φιλτράρονταν λέξη-λέξη και οι ειδήσεις από το εξωτερικό έφταναν αποσπασματικά και επιλεκτικά. Η εξέγερση στη Γαλλία, ως αναρχοκομμουνιστικών προδιαγραφών, παρουσιαζόταν με τα μελανότερα χρώματα. Τίποτα από τα αιτήματα και τις ιδέες της, από τη νεανική συμμετοχή και τη μαζικότητά της, από τη φρεσκάδα και την πρωτοτυπία της, δεν διαπερνούσε τον λογοκριμένο Τύπο. Ό,τι έφτανε ήταν αρνητικό, φτωχό, στρεβλό και λειψό. Αντιθέτως, οι αναφορές στην εξέγερση στην Πράγα, διαπνέονταν από τον χειμαρρώδη αντικομμουνιστικό οίστρο του Ψυχρού Πολέμου που βρισκόταν στα φόρτε του. Δύο μέτρα και δύο σταθμά…
Στην Αμερική, το αντιπολεμικό κίνημα ήταν στην κορύφωσή του. Το ίδιο οι αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα, ενώ ο αγώνας των μαύρων για ισονομία και ελευθερία πίεζε το σύστημα από δύο πλευρές. Από τη μία με το ειρηνικό κίνημα του οποίου επικεφαλής ήταν ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και από την άλλη με τις πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις που εκφράζονταν πρωτίστως μέσα από τους Μαύρους Πάνθηρες του Χιούι Νιούτον και του Μπόμπι Σιλ. Το 1968, δολοφονήθηκε και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Και λίγους μήνες πριν είχε δολοφονηθεί στη Βολιβία ο Τσε.
Αλλά σε έξαρση βρίσκονταν και άλλα σημαντικά κινήματα παράλληλα ή εφαπτόμενα, όπως το μαχητικό κίνημα της Νέας Αριστεράς, αλλά και το κίνημα αγάπης, με τα πολύχρωμα παιδιά των λουλουδιών που εφάρμοζαν πρωτόγνωρες πρακτικές σε μια κατά άλλα πολύ συντηρητική κοινωνία, όπως ήταν τα κοινόβια, ο αντικαταναλωτισμός, η φυσική ζωή, η ελευθερία των σεξουαλικών σχέσεων, η εγκατάλειψη των πανεπιστημίων, η χρήση ουσιών, ο εκφραστικός πλουραλισμός, ταυτόχρονα και σε αλληλοεξάρτηση με πάρα πολλά μικρά και μεγάλα ρεύματα κουλτούρας, αισθητικής, τρόπου ζωής και αντιλήψεων.
Όλα αυτά συνοδεύονταν από και διατυπώνονταν μέσα από χιλιάδες πρωτοποριακά έντυπα, από το Rolling Stone και το Ramparts στις ΗΠΑ ή το Friends και το ΙΤ στην Αγγλία και αντίστοιχα έντυπα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στο σινεμά, στο θέατρο, στη ζωγραφική, στην ποίηση, στη φιλοσοφία και, εννοείται, στη μουσική υπήρχε ένας οργασμός ιδεών και πράξεων. Το Easy Rider, το Blow up, το Hair και πάρα πολλά άλλα έργα συμπλήρωναν και εμπλούτιζαν αυτό το κύμα αμφισβήτησης, αντίστασης και δημιουργίας.
Στον Τρίτο Κόσμο
Εντωμεταξύ, εξίσου σημαντικά, και μάλλον σημαντικότερα, ήταν τα γεγονότα που συνέβαιναν σε χώρες εκτός Ευρώπης και Αμερικής. Γεγονότα που οι επιρροές τους διακτινίζονταν μέσα στο δυτικό κόσμο και συγκαθόριζαν πολύ αισθητά τη μορφή και το περιεχόμενο της πολιτικής και της κουλτούρας.
Απ’ αυτά τα γεγονότα, μερικά από τα πιο σημαντικά –συνοπτικά και ενδεικτικά- ήταν η τρομερή αντίσταση των λαών της Ινδοκίνας στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα και τα επαναστατικά απελευθερωτικά κινήματα στον Τρίτο Κόσμο.
Ο ηρωισμός, η αντοχή και η αποτελεσματικότητα των Βιετναμέζων συγκλόνιζαν συθέμελα τον ιμπεριαλιστικό τίγρη και προκαλούσαν αλυσιδωτές αντιδράσεις στο εσωτερικό του, αλλά και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Ένας αγώνας που αποτελούσε πρότυπο, αφύπνιζε και κινητοποιούσε σε Δύση και Ανατολή. Παρόμοια, ο αγώνας ενάντια στη γραφειοκρατία και την αστική τάξη που αναπτύσσεται μέσα στις δομές του κράτους και τις γραμμές του κομμουνιστικού κόμματος, ακόμα και σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ασκούσε πολύ μεγάλη επιρροή στη δυτική κουλτούρα της αμφισβήτησης. Και μόνο να σκεφτεί κανείς ότι στην Αμερική και την Ευρώπη, αγωνιστές και προσωπικότητες σαν τους ηγέτες των Μαύρων Πανθήρων, τον Ζαν Λικ Γκοντάρ, τον Σαμίρ Αμίν, τον Μισέλ Φουκό και τον Ζαν Πολ Σαρτρ ήταν «μαοϊκοί», καταλαβαίνει την επιρροή της Πολιτιστικής Επανάστασης στη Δύση.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Εκτός από την Κούβα, όλη η Αφρική ήταν στο πόδι και πάρα πολλά επαναστατικά κινήματα ισχυροποιούνταν και αγωνίζονταν στην Ασία και τη Λατινική Αμερική, από την Καμπότζη και το Λάος μέχρι την Αγκόλα, τη Μοζαμβίκη, το Πράσινο Ακρωτήρι, το Περού και τη Βραζιλία.
Ενώ το εξεγερτικό ρεύμα είχε συνεπάρει τα μυαλά των προοδευτικών ανθρώπων στην Ευρώπη και την Αμερική, στην Ελλάδα που έφτανε ο απόηχός του, επικρατούσε φόβος και στασιμότητα. Ήταν σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος.
Χρονοκαθυστέρηση
Το χειρότερο δεν ήταν ότι ήταν ελλιπής η πληροφόρηση. Ήταν η μούγγα. Το χειρότερο ήταν ότι δεν μπορούσε κανείς να συντονιστεί με το εξεγερτικό πνεύμα που επικρατούσε στην Ευρώπη και την Αμερική, ή οπουδήποτε αλλού∙ δεν μπορούσε να αποτελέσει μέρος του, δεν μπορούσε ούτε να το ακολουθήσει ούτε να το βιώσει ούτε να το εκφράσει. Εμείς, η γενιά που μεγάλωνε στη δεκαετία του 1960, η γενιά που πρωτοστάτησε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, δεν μπορούσαμε ούτε να συμπαρασταθούμε ανοιχτά και δημόσια σ’ αυτούς που θαυμάζαμε από μακριά. Όλα τα συζητούσαμε και όλα τα πανηγυρίζαμε πνιχτά. Ή μεταφορικά και αλληγορικά. Μέχρι δε να αναπτυχθεί το φοιτητικό κίνημα, οι παλιοί πολιτικοί, σαν τον Κανελλόπουλο, τον Μαύρο, τον Μαγκάκη και τον Πεσμαζόγλου, είχαν την πρωτοβουλία των όποιων κινήσεων. Το Κέντρο, δηλαδή, γιατί οι αριστεροί ήταν είτε στην παρανομία είτε στη φυλακή είτε υπό στενή παρακολούθηση. Ή τρώγονταν μεταξύ τους με κορυφαία τους στιγμή τη διάσπαση του 1968 και το επακόλουθο μπάχαλο. Γι’ αυτό, η ελληνική κοινωνία, για την ακρίβεια το πιο ευαισθητοποιημένο κομμάτι της, δεν μπορούσε να μπει μέσα στο ποτάμι που φούσκωνε και ξεχείλιζε στην Ευρώπη και την Αμερική. Όπως και οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι, που είχαν επίσης δικτατορίες και, μάλιστα, πολύ πιο σκληρές και μακροχρόνιες.
Στα δικά μας πανεπιστήμια απαγορευόταν να έχεις μακριά μαλλιά, κι αν η κοπέλα σου έμενε έγκυος ανύπαντρη σε απέβαλαν δια παντός απ’ όλα τα ιδρύματα. Θυμάμαι τέτοιου περιεχομένου ανακοινώσεις με την υπογραφή των πρυτανικών αρχών αναρτημένες στη Νομική Σχολή.
Μέναμε πολύ πίσω ή ακολουθούσαμε λαχανιασμένοι, στα κρίσιμα χρόνια που όλα αυτά τα κινήματα έφταναν στην κορύφωσή τους. Τα παρακολουθούσαμε λίγοι και συγκρατημένα. Και με χρονοκαθυστέρηση. Η κοινωνία σερνόταν κάτω από τον ασφυκτικό κλοιό της δικτατορίας. Και τo 1974, που έπεσε η χούντα, όλα αυτά τα θαυμαστά που συνέβησαν στο εξωτερικό από το ‘67 ως το ‘74, είχαν τελειώσει ή εξασθενίσει. Πάλι στον εαυτό μας, τον καλό και τον κακό, στηριχτήκαμε για να κάνουμε κάτι που ήταν ενθουσιώδες, δυναμικό και ριψοκίνδυνο, αν και αρκετά ανώριμο και ασυντόνιστο με ό,τι συνέβαινε αλλού . Εξάλλου και ο αυθορμητισμός είναι συστατικό στοιχείο της εξέγερσης…
Με όχημα και κριό τη μουσική
Ένα κομμάτι της νεολαίας, όχι απαραίτητα πολιτικοποιημένο με τη στενή έννοια του όρου, αλλά με ένα εσωτερικό δυναμισμό, το οποίο ένιωθε ότι ζει σε ένα κόσμο απαρχαιωμένο, στείρο και συντηρητικό, και το οποίο λάμβανε τα μηνύματα από το εξωτερικό που ήταν ευφάνταστα, σύγχρονα, νεανικά, πολύχρωμα και ανατρεπτικά, αναζήτησε την έκφρασή του μέσα από τη μουσική και μέσα από οτιδήποτε συνδεόταν με τη μουσική. Εκείνη την εποχή το σύνθημα «το ροκ είναι τρόπος ζωής» είχε ένα νόημα που στην πορεία εμπορευματοποιήθηκε, τυποποιήθηκε και εκφυλίστηκε, αλλά μέχρι τουλάχιστον το 1972 αποτελούσε διέξοδο και πεποίθηση για πάρα πολλούς νέους σε όλο τον κόσμο.
Μέσα απ’ αυτά τα ρεύματα, τα νεανικά, που αναμιγνύονταν και όλα μαζί σχημάτιζαν ένα σώμα και ένα πνεύμα που φαινόταν να εκφράζουν μια άλλη αντίληψη και μια άλλη κατεύθυνση ζωής, ερχόμασταν σε επαφή με ό,τι ενδιαφέρον συνέβαινε στον κόσμο. Γιατί το ένα οδηγούσε στο άλλο, συνδεόταν με το άλλο και μεταμορφωνόταν σε κάτι άλλο, σε μια ατέρμονη συνδιαλλαγή, τριβή και μεταβολή.
Η μουσική των Rolling Stones μας παρέπεμπε στους μαύρους που έπαιζαν μπλουζ κι απ’ αυτούς φτάναμε στους τζαζίστες, τον Μάιλς Ντέιβις και τον Τζον Κολτρέιν∙ ο Μπομπ Ντίλαν κατήγγειλε τα «αφεντικά του πολέμου» και μας γνώριζε τον εξαιρετικά πολιτικοποιημένο Γούντι Γκάθρι που μας άνοιγε την πόρτα στο εργατικό κίνημα της Αμερικής∙ ο Country Joe μέσα από το πικάπ έβαζε στο σπίτι μας τα αντιπολεμικά του τραγούδια και οι ΜC5 την αφίσα του Χο Τσι Μινχ στον τοίχο του δωματίου μας∙ οι Doors ξεφτίλιζαν όλα τα ταμπού και τα βιβλία του Λένιν, του Μαρκούζε και του Ράιχ, χάρη σε μερικούς τολμηρούς και ενημερωμένους εκδότες, ήταν ανοιχτά στο προσκεφάλι μας. Και πολλά άλλα θαυμαστά.
Τελικά, στη μουσική, παρ’ όλη τη λογοκρισία και τις απαγορεύσεις, κάτι κουνιόταν. Κάτι κουνήθηκε πριν από οτιδήποτε άλλο. Από το ‘69 και μετά, ένα κίνημα υπόγειο, άντεργκραουντ, που λέγαμε τότε, αναπτυσσόταν με γρήγορους ρυθμούς, ιδίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Παραγκώνιζε τα ποπ συγκροτήματα που ήταν πολύ κυριλέ και εκδηλωνόταν σαν ένα κίνημα διαφορετικό, πιο αντισυμβατικό, πιο ριζοσπαστικό, πιο φρέσκο, πιο μαχητικό. Αφορούσε, τουλάχιστον στην αρχή, ένα μικρό αριθμό νέων, αλλά πολύ τολμηρών και φανατικών. Αυτών που είχαν καλύτερη πληροφόρηση για το γινόταν στο εξωτερικό και πιο μεγάλες ανησυχίες, μαζί με μια ανάγκη για ένα άνοιγμα στον έξω κόσμο, μια δραπέτευση από το εντόπιο καταπιεστικό και ακινητοποιημένο περιβάλλον.
Αλλά όλα αυτά και πολλά άλλα συναρπαστικά, πρωτότυπα, εναλλακτικά και ερεθιστικά, έφταναν στην Ελλάδα με το σταγονόμετρο και δεν οδήγησαν σε καμία μεγάλη εξέγερση από το 1967 μέχρι το 1972. Κι εμείς που βρίσκαμε διέξοδο και αποκούμπι στη μουσική, την οποία απεχθάνονταν όχι μόνο οι στρατιωτικοί, οι δάσκαλοι και οι δημοσιογράφοι, αλλά και ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, δεν μπορούσαμε να βγούμε πολύ έξω από τα στενά καλούπια του γύψου στα οποία η δικτατορία μας είχε περιορίσει. Η χουντική μπότα που μας πλάκωνε δεν άφησε εκατό λουλούδια να ανθίσουν την εποχή της «άνοιξης» που βίωνε η ανθρωπότητα στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας. Έτσι, ο δικός μας «Μάης του ‘68» ήρθε πολύ αργότερα, τον Νοέμβρη του 1973.
Δικτατορία και ρεμπέτικο: Από το πλην στο συν
Για ορισμένα φαινόμενα, δεν είναι πάντα εύκολο να αποφανθεί κανείς εάν η ασφυξία που προκαλούσε η δικτατορία λειτούργησε ανασταλτικά, τα ετεροχρόνισε ή εάν, αντιθέτως, τα πυροδότησε και τα ανέδειξε. Για παράδειγμα, τι ακριβώς συνέβη με την αποκαλούμενη «αναβίωση» του ρεμπέτικου;
Ζήσαμε στα χρόνια της δικτατορίας τις προσπάθειες ορισμένων ανθρώπων να επαναφέρουν στο προσκήνιο τους τελευταίους εν ζωή ρεμπέτες, από τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Ρόζα Εσκενάζι μέχρι τον Γιάννη Κυριαζή, τον Μιχάλη Δασκαλάκη και τον Γιώργο Μουφλουζέλη. Όπως ο Αλέκος Πατσιφάς, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Τάσος Σχορέλης, ο Κώστας Χατζηδουλής, ο Νέαρχος Γεωργιάδης, ο Σπύρος Παπαϊωάννου, ο Παναγιώτης Κουνάδης, ο Γιώργος Κοντογιάννης, αλλά και, μεταξύ άλλων, ο Διονύσης Σαββόπουλος με το δικό του τρόπο. Μόνο, όμως, με την πτώση της χούντας αυτές οι ξεχωριστές δράσεις μετασχηματίστηκαν σε ένα μεγάλο ρεύμα που τάραξε τα νερά του συρμού επαναφέροντας και εγκαθιστώντας το ρεμπέτικο τραγούδι στο προσκήνιο της πολιτιστικής μας ζωής.
Με την προτεραιότητα που έδιναν στις πολιτικοποιημένες μορφές του τραγουδιού οι πιο ενσυνείδητοι πολίτες, αλλά βασικά εξ αιτίας του κόφτη της λογοκρισίας που δεν άφηνε τα «χασικλίδικα» ρεμπέτικα τραγούδια να κυκλοφορήσουν ελεύθερα, οι προσπάθειες να αναδειχτεί ξανά αυτό το περιθωριοποιημένο είδος τραγουδιού περιορίζονταν σε κύκλους μυημένων. Γι’ αυτό, μόλις κατέπεσε η δικτατορία, και παρ’ όλο που, όπως είναι λογικό, το πολιτικό τραγούδι επικράτησε πρόσκαιρα και πέρασε σαν σίφουνας αφήνοντας –τουλάχιστον για δύο-τρία χρόνια- λίγο χώρο σε οτιδήποτε άλλο, χάρη τόσο στην προεργασία που είχαν κάνει οι πρωτεργάτες της «αναβίωσης» όσο και στη μεγάλη ελευθερία που διαδέχτηκε τις απαγορεύσεις, το ρεμπέτικο τραγούδι μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70 είχε κατακυριεύσει το ενδιαφέρον της νεολαίας και όχι μόνο.
Θα είχε, όμως αυτό συμβεί εάν δεν μεσολαβούσε η δικτατορία; Ή θα είχε συμβεί απλά νωρίτερα; Ή, μήπως, το ρεμπέτικο με τον αντισυμβατικό του χαρακτήρα βρήκε πιο πρόσφορο έδαφος και λειτούργησε σαν εναλλακτική μορφή έκφρασης, ακριβώς λόγω της χούντας; Και πώς αυτό κολλάει με την ανάγκη σύνδεσης του κλασικού λαϊκού τραγουδιού με το νεότερο; Γιατί αναμφίβολα μέσα απ’ αυτή τη διεργασία ζυμώθηκαν και γεννήθηκαν νέα πιο σύγχρονα ρεύματα, με διάφορες μορφές. Είτε με τις νέες εκτελέσεις των ρεμπέτικων τραγουδιών, τις «πιστές» στο πρωτότυπο και κυρίως τις ανανεωμένες σε ύφος, χρώμα και ενορχήστρωση, που έκαναν οι πιο ρηξικέλευθες κομπανίες, όπως η «Οπισθοδρομική Κομπανία» και τα «Παιδιά από την Πάτρα», είτε με την «Εκδίκηση της γυφτιάς» και ό,τι επακολούθησε με τον Νίκο Παπάζογλου, τον Μανώλη Ρασούλη, τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Πέτρο Βαγιόπουλο κ.ά.
Όποια κι αν είναι η ερμηνεία που θα επιλέξει κανείς, το βέβαιο είναι ότι η δικτατορία άσκησε πολύ σοβαρή επίδραση στην εξέλιξη των πολιτιστικών ρευμάτων, τόσο στη διάρκειά της όσο και στην μεταδικτατορική περίοδο. Γιατί αυτή η επίδραση δεν αφορά μόνο τη λαϊκή μουσική, αλλά όλες τις τέχνες και -ακόμα παραπέρα- όλες τις αντιλήψεις και συμπεριφορές που διαμορφώθηκαν και καθόρισαν τον μεταπολιτευτικό μας βίο, στα γράμματα, στην πολιτική, στην οικονομία, στην εθνική ανεξαρτησία, μέχρι την τελευταία πτυχή της καθημερινής μας ζωής.
Στέλιος Ελληνιάδης