Το Πολυτεχνείο γιορτάζεται εδώ και πενήντα χρόνια, κάθε χρόνο. Κι αυτό είναι από μόνο του ένα επίτευγμα, γιατί δεν δημιουργείται εύκολα στην ιστορία ενός λαού, μιας χώρας, ενός έθνους, μια επέτειος που αναγνωρίζεται επίσημα και γιορτάζεται ανάλογα, χωρίς μάλιστα να χάνει τον λαϊκό, από τα κάτω, χαρακτήρα του. Από την άλλη, κι αυτή η καθιέρωση, όπως κάθε καθιέρωση, συν τω χρόνω υπόκειται αναπόφευκτα σε μία ρουτίνα, μια επανάληψη στο περιεχόμενο των γιορτασμών, με τους ίδιους «πρωταγωνιστές», τις ίδιες αναφορές στα γεγονότα, πράγμα όχι από μόνο του κακό, αλλά που έχει την παρενέργεια να μετατρέπει ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός σε μια τυποποιημένη ιστορική κονσέρβα. Πλέον, ακόμα και τα πιο ζωηρά επεισόδια που κάποιες χρονιές διαταράσσουν τον κατά τα άλλα ήρεμο γιορτασμό της επετείου, εντάσσονται στην επαναλαμβανόμενη ρουτίνα χωρίς ιδιαίτερα να τη διαφοροποιούν.
Με αυτό το μειονέκτημα ως κρατούμενο, δεν είναι ανεξήγητο που δεν έγιναν πολλές και συνεχείς προσπάθειες να εμπλουτίζεται χρόνο με το χρόνο ο γιορτασμός ώστε να γίνεται ελκυστικός όχι μόνο στις νεότερες γενιές, αλλά και στις προγενέστερες που κι αυτές έχουν ανάγκη από ανανέωση. Κι ένας τέτοιος τρόπος είναι η διεύρυνση της δεξαμενής των πληροφοριών που διοχετεύονται στην κοινωνία, που εμβαθύνουν την ενημέρωση των πολιτών για το σπουδαίο και μοναδικό αυτό γεγονός και θωρακίζουν τη σημασία του από τις στρεβλώσεις των ακροδεξιών αρνητών της αλήθειας και των αναθεωρητών του συρμού.
Δημοσιογράφοι, συγγραφείς, εκπαιδευτικοί, σύλλογοι, όλοι μπορούν να αξιοποιήσουν μια τέτοια δυνατότητα μεταφέροντας το μήνυμα.
Ευτυχώς, το επιχείρημα ότι το θέμα έχει προ πολλού εξαντληθεί, δέχτηκε τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον δύο σοβαρούς κλονισμούς, ένα το 2019 και ένα, ακόμα ισχυρότερο, μόλις τώρα, λίγες μέρες πριν από τον πεντηκοστό εορτασμό της επετείου της εξέγερσης του 1973 με επίκεντρο το Πολυτεχνείο. Οι δύο αυτές εξαιρέσεις στον εφησυχασμό και το βόλεμα σε όσα είχαν δημοσιοποιηθεί, θέτουν εκ νέου το θέμα σε άλλες βάσεις.
Η πρώτη εξαίρεση αφορά το βιβλίο που επιμελήθηκε ο Ιάσονας Χανδρινός με 84 μαρτυρίες αυτοπτών που κυκλοφόρησε με τίτλο και υπότιτλο «Όλη η νύχτα εδώ – Μια προφορική ιστορία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου» και έδωσε μια ευκαιρία για μια δημιουργική αναμόχλευση του «συμβάντος» η οποία, όμως, δεν αξιοποιήθηκε από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης καθώς εκτροχιάστηκε από προσωπικές αντιπαραθέσεις γύρω από λεπτομέρειες που δεν αναβαθμίζουν καθόλου τη σημασία της εξέγερσης.
Η δεύτερη εξαίρεση αφορά το ζεστό ακόμα από το τυπογραφείο βιβλίο του Ιερώνυμου Λύκαρη «Πολυτεχνείο 1973 – Το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει» που μόλις κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία από τις Εκδόσεις Καστανιώτη που έχουν εκδώσει και το βιβλίο του Χανδρινού.
Σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ιστορική, δημοσιογραφική και πολιτική έρευνα που όχι μόνο συμπληρώνει και επιβεβαιώνει όσα γνωρίζουμε, αλλά προσθέτει και επεξεργάζεται πάρα πολλά στοιχεία που κυριολεκτικά φωτίζουν και αλλάζουν ορισμένα από τα πιο καίρια μέχρι σήμερα συμπεράσματα για το περιεχόμενο, τους εκτελεστές (καλούς και κακούς) και το εύρος της εξέγερσης. Χωρίς αμφιβολία επανατοποθετεί σε διαφορετική βάση το κέντρο και τον χαρακτήρα της εξέγερσης. Ταυτόχρονα αποδεικνύει με αριθμούς το μέγεθος, την έκταση και το βάθος της καταστολής που ξεπερνάει τις εντυπώσεις που έχουν καταχωρηθεί στη συλλογική μνήμη. Τα στοιχεία, σωστά κατανεμημένα και λεπτομερώς χρονολογημένα και εντοπισμένα, έχουν μια εντυπωσιακή πληρότητα και δίνουν μια εικόνα ανάγλυφη και ντοκιμαντερίστικη. Δεν είναι όλα πρωτοφανέρωτα, αλλά και τα κατά καιρούς δημοσιοποιημένα ενισχύονται κατάλληλα τοποθετημένα μέσα στο σύνολο των πληροφοριών.
Και όλα αυτά δοσμένα εύληπτα και κατανοητά, χωρίς στριφνότητα και αριθμολαγνία. Με συμπεράσματα στιλπνά και σαφή που βοηθούν στην επαναξιολόγηση της πραγματικότητας στην οποία αναφέρονται.
Τα θέματα είναι πολλά, γι’ αυτό, για τη σύντομη αναφορά σε σχέση με ένα βιβλίο πυκνογραμμένο 746 σελίδων, θα θίξω μόνο ένα-δυο σημαντικά θέματα, χωρίς ιεράρχηση.
Οι μέσα και οι έξω
Α. Μερικά από τα στοιχεία που κάνουν τη διαφορά οδηγούν με στέρεα βήματα στη διαπίστωση ότι η εξέγερση έχει, για τους δικούς της εσωτερικούς αρμούς, δύο σκέλη αλληλένδετα αλλά και διαφορετικής υφής. Κι αυτό θα μπορούσε να πει κανείς ότι το έχουμε γενικώς υπόψη, αλλά στην προκειμένη περίπτωση, η ανάλυση των στοιχείων όχι μόνο το εμπεδώνει, αλλά τροποποιεί ποσοτικά και ποιοτικά τα δεδομένα και κατά προέκταση την αντίληψη που έχουμε σχηματίσει μέσα στα χρόνια.
Μέχρι τώρα, από τις πολλές μαρτυρίες των φοιτητών και των διανοουμένων που έχουν δημοσιοποιηθεί, σχηματίζει κανείς μια επαρκή εικόνα για όσα συνέβησαν ως την βίαιη αποχώρηση όλων μας από το Πολυτεχνείο τη νύχτα της 17ης Νοεμβρίου. Όντας παρών όλο το τριήμερο ως την τελευταία στιγμή, πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι η εμπειρία που έχουμε αποκομίσει από τη συμμετοχή μας, όλοι οι περίκλειστοι, περιορίζεται στα συμβάντα μέσα στο χώρο του Πολυτεχνείου, άντε και λίγο παραέξω στην Πατησίων και τους κάθετους δρόμους ωσότου να αρχίσει στον περίγυρο η επίθεση των δυνάμεων καταστολής που μας ανάγκασε να κλειδαμπαρωθούμε. Η επαφή μας με όσα λάβαιναν χώρα στους εξωτερικούς χώρους, σε μια ακτίνα μερικών χιλιομέτρων, ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Ούτε να βγούμε μπορούσαμε, ούτε θέλαμε, ούτε κινητά τηλέφωνα είχαμε για να επικοινωνούμε με τους φίλους και τις οικογένειες μας, και πολύ περισσότερο με τους συναγωνιστές που έδιναν μάχες έξω από το φρούριο μας.
Και αυτές οι μάχες που μας ήταν αόρατες, ήταν πάρα πολύ σημαντικές, πιο εκτεταμένες και πολύ πιο αιματηρές απ’ όσο μπορούσαμε να φανταστούμε. Με τα ολοκληρωμένα στοιχεία που παραθέτει ο Λύκαρης, οι σκόρπιες αρχικά εντυπώσεις μας, όσο κι αν έχουν συμπληρωθεί και αναπροσαρμοστεί σταδιακά από τα κατά καιρούς διαρρεύσαντα κυρίως μέσα από τον Τύπο στοιχεία, δεν επαρκούσαν, όπως αποδεικνύεται, για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος όσων διαδραματίστηκαν έξω από το Πολυτεχνείο στη διάρκεια της εξέγερσης και των τεταμένων ωρών που ακολούθησαν.
Παθητική και ενεργητική
Στο εσωτερικό του Πολυτεχνείου, στα κτήρια και το τεράστιο προαύλιο, οι σωματικές βλάβες, αν εξαιρέσεις κάποιους τραυματίες που μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό από τους γύρω δρόμους, ήταν πολύ περιορισμένες. Τώρα, με βάση την ολική αποτίμηση της κατάστασης, σχηματίζεται η εκτίμηση ότι τελικά, στην πράξη, η αντίστασή των «μέσα», κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, αντιμετωπίστηκε από την εξουσία ως παθητική, αν και η εισβολή του τανκ αποτελεί –πρακτικά και συμβολικά– κορυφαία πράξη βίας. Αλλά είναι γεγονός ότι η άτακτη υποχώρηση και φυγή μας μετά την εισβολή του τεθωρακισμένου πάνω από την κεντρική πύλη, βρήκε μπροστά της μόνο τα κλομπ των πιο φανατισμένων αστυνομικών που μας περίμεναν καθώς σκορπιζόμασταν στους γύρω δρόμους. Αντιθέτως, η αντίσταση στους δρόμους που προηγήθηκε της εκκένωσης είναι φανερό ότι αντιμετωπίστηκε από τη χούντα ως λίαν ενεργητική και κατεστάλη με πρωτοφανή αγριότητα. Κι αυτό μέχρι τώρα δεν είχε στηριχτεί με τόσο επαρκή και συγκεντρωμένα στοιχεία ώστε να αλλάξει όλη την εντύπωση για τα σημεία, τους συμμετέχοντες και τα θύματα, για την ποιότητα και ποσότητα της καταστολής, που πλανάται στην κοινή γνώμη για ό,τι συνέβη εκείνο το βράδυ, πριν και μετά.
Μέσα από την άνευ προηγουμένου φονικότητα του καθεστώτος που εκδηλώνεται στην περιφέρεια του κέντρου της ανυπακοής, μορφοποιείται και η γενναιότητα των εξεγερμένων που είτε «πολιορκούν» το κτήριο του υπουργείου Δημόσιας Τάξης στο οποίο είναι οχυρωμένες πλήρως εξοπλισμένες δυνάμεις καταστολής είτε αντιδρούν δυναμικά στην εισβολή και τρομοκρατία των τανκς στις κατοικημένες περιοχές της πόλης. Κι αυτοί οι «μικροί ήρωες» καταβάλλουν το βαρύτερο κόστος για τη συμμετοχή τους στην εξέγερση!
Κόντρα στην ασταθή άποψη ότι υπάρχουν και «μερικοί» νεκροί και τραυματίες, τα στοιχεία που εκθέτει ο Λύκαρης είναι αποκαλυπτικά και ανατριχιαστικά. Και δεν μπορούν πλέον με τίποτα να αμφισβητηθούν.
Και μόνο ένα στοιχείο φτάνει για να αντιληφτεί κανείς πόσο σκληρή και εκτεταμένη ήταν η καταστολή στην κορύφωση της εξέγερσης: μέσα σε λίγες ώρες, οι δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού ρίχνουν ΤΡΙΑΚΟΣΙΕΣ ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ σφαίρες εναντίον άοπλων διαδηλωτών και, από σπόντα, ανύποπτων περιοίκων! 324.000 σφαίρες από πυροβόλα όπλα δεν ρίχνονται ημερησίως ούτε σε πολεμικές συρράξεις! Και οι αριθμοί έχουν δοθεί από τις αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές. Όπως και τα ονόματα, οι ιδιότητες, τα τραύματα και τα περιστατικά περιγράφονται με επιστημονική ορολογία και με τη σφραγίδα των νοσηλευτικών ιδρυμάτων από τους γιατρούς που περιέθαλψαν τα τραυματισμένα θύματα ή απλώς επιβεβαίωσαν το θάνατό τους. Από τον αριθμό των νεκρών και των τραυματιών αντιλαμβάνεται κανείς ότι πρόκειται περί σφαγής.
«Σύμφωνα με έγγραφα που διαβάστηκαν στην πρώτη δίκη, σε έκθεση υπομοίραρχου-αποθηκάριου που διαβιβάστηκε, αναφέρεται ότι η φρουρά του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως κατανάλωσε 1.000 φυσίγγια περιστρόφων-τυφεκίων και 600 αυτόματων Τόμσον (σύνολο 1.600), ενώ άλλη έκθεση του Υ.Δ.Τ. ανεβάζει τα πυρομαχικά σε 972 φυσίγγια κοινά, 320 Τόμσον, 500 περιστρόφων 0,32 και 400 περιστρόφων 0,38 (σύνολο 2.192). (Τα Νέα, 25.11.1975)»
Αμόκ βίας
Τα στοιχεία έχουν καταγραφεί επισήμως από τις αρχές και τους κρατικούς φορείς, κατατίθενται με κρατικά έγγραφα και προφορικά από μάρτυρες αστυνομικούς και στρατιωτικούς στις δύο δίκες που έγιναν για το Πολυτεχνείο, περιλαμβάνονται στα πρακτικά, στο πόρισμα της προανάκρισης του εισαγγελέα Δημήτρη Τσεβά, στο παραπεμπτικό του Συμβουλίου Εφετών και αλλού και επαληθεύονται και συμπληρώνονται από αυτόπτες μάρτυρες και επιζήσαντες τραυματίες που περιγράφουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εβλήθησαν από την αστυνομία, το στρατό και τους παρακρατικούς.
Επίσης, έχουν μελετηθεί τα δημοσιεύματα στον Τύπο. Οι «λεπτομέρειες» που ανακύπτουν καλύπτουν ακόμα και τις χρονικές στιγμές που έχουν συμβεί τα περιστατικά. Στο σύνολό τους, οι καταγραφείσες και επιβεβαιωμένες περιπτώσεις έχουν ως εξής: 24 νεκροί (η αστυνομία με έκπτωση παραδέχεται 15) και 320 τραυματίες από πυροβόλα όπλα και θλαστικά όργανα της αστυνομίας και διαφόρων προστρεξάντων «εθελοντών» τραμπούκων! Και βέβαια, περιλαμβάνουν μόνο εκείνους που νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομεία, ούτε καν εκείνους που μέσα στον αναβρασμό πέρασαν από νοσοκομεία και κλινικές και δεν κατεγράφησαν, ούτε εκείνους που νοσηλεύτηκαν σε ιδιωτικά ιατρεία ή απέφυγαν εντελώς την περίθαλψη για να αποφύγουν την ενδεχόμενη σύλληψη. Πιθανότατα υπάρχουν και παραπάνω νεκροί που οι συγγενείς τους δήλωσαν άλλη αιτία θανάτου προκειμένου να μην έχουν επιπτώσεις από το δικτατορικό καθεστώς.
Συνολικά, από την έρευνα προκύπτει ότι 42 νοσοκομεία και κλινικές δέχτηκαν ανθρώπους που είχαν τραυματιστεί ή σκοτωθεί από τις δυνάμεις καταστολής! Αν και ο αριθμός των 320 νοσηλευθέντων που βγαίνει από τα αρχεία των νοσοκομείων είναι αισθητά μικρότερος από τον αριθμό των 1.103 τραυματιών που αναφέρει στο πόρισμά του ο εισαγγελέας Δημήτρης Τσεβάς και των 510 «τραυματισθέντων ιδιωτών» που αναγράφονται στις καταστάσεις της αστυνομίας, δείχνει ότι υπήρχε εντολή όχι μόνο για μαζικές συλλήψεις αλλά και για μαζικές δολοφονίες. Αυτό γίνεται φανερό από το γεγονός ότι πολλοί πυροβολήθηκαν ή χτυπήθηκαν με κλομπ ή λοστό στο κεφάλι. Εξάλλου, το αποδεικνύει και ο υπέρμετρα μεγάλος αριθμός των σφαιρών που ρίχτηκαν κατά των διαδηλωτών!
Ο καταιγισμός σφαιρών δείχνει ότι έριχναν αβέρτα και στα τυφλά, κάτι που το πλήρωσαν και κάποιοι από τους περαστικούς και περιοίκους που τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν από τις αδέσποτες βολές!
Από τον μεγάλο αριθμό νεκρών, τραυματιών και συλληφθέντων που έχουν καταγραφεί, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο μεγάλη και δυναμική ήταν η συμμετοχή στην εξέγερση…
Φοιτητές και εργαζόμενοι
Ένα άλλο συμπέρασμα, συναφές με το προηγούμενο, που προκύπτει από τη λεπτομερή συγκέντρωση και ανάλυση των στοιχείων των καταγεγραμμένων νεκρών και τραυματιών είναι ότι στην πλειονότητά τους δεν ήταν φοιτητές!
Κι αυτή η διαπίστωση αντικρούει δια παντός τη διατυπωθείσα άποψη ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν υπόθεση των φοιτητών, με μικρή συμμετοχή «εξωσχολικών» στοιχείων που απλώς κατέβηκαν για συμπαράσταση. Οι ιδιότητες των θυμάτων αποδεικνύουν, εάν θεωρήσουμε το δείγμα ικανοποιητικά αντιπροσωπευτικό της σύνθεσης όλων εκείνων που διαδήλωναν έξω από το Πολυτεχνείο, ότι οι περισσότεροι ήταν εργαζόμενοι πολίτες που δεν είχαν σχέση με το φοιτητόκοσμο! Αυτό από μόνο του δεν σημαίνει ότι οι «έξω» ήταν περισσότεροι από τους «μέσα», ούτε το αποκλείει, σημαίνει, όμως, ότι οι περισσότεροι από τους «έξω» δεν ήταν φοιτητές, αλλά εργαζόμενοι.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις καταστάσεις που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο, από τους νεκρούς και τραυματίες προκύπτει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν εργάτες και ελεύθεροι επαγγελματίες.
Με βάση το σύνολο των 219 τραυματιών στον οποίων τα έντυπα εισαγωγής τους στα νοσοκομεία αναγράφονται οι επαγγελματικές τους ιδιότητες, μόνο 33 δηλώνουν φοιτητές. Αν αφαιρεθούν και άλλοι 33 που δηλώνουν μαθητές και σπουδαστές, 5 συνταξιούχοι, 1 τουρίστας και 15 νοικοκυρές, όλοι οι άλλοι 165 καλύπτουν 48 επαγγέλματα, από οικοδόμοι, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, σιδεράδες και ναυτικοί μέχρι καθηγητές, δικηγόροι, γιατροί, αλλά και μοδίστρες, αισθητικοί, μουσικοί, ζωγράφοι, χρυσοχόοι και ραδιοτεχνίτες! Μόνο αγρότες λείπουν για να συμπληρωθεί το πλήρες πανόραμα της ελληνικής κοινωνίας.
Κατά συνέπεια, μπορεί κανείς άφοβα να βγάλει το συμπέρασμα ότι υπήρχε μια αισθητή διαφορά, όσον αφορά την ιδιότητα του καθενός, ανάμεσα στους εγκλεισμένους στο Πολυτεχνείο και τους συγκρουόμενους με τις δυνάμεις καταστολής στους δρόμους της πόλης. Και, αυτονόητα, στερεώνει τη διαπίστωση ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν στην ολοκλήρωσή της μία εξέγερση εναντίον της δικτατορίας που ξεκίνησε από φοιτητές και ολοκληρώθηκε με φοιτητές και εργαζόμενους αντάμα. Οι οποίοι, μάλιστα, εργαζόμενοι, έθεταν στη διάρκεια της συμμετοχής τους στους δρόμους και στις συνελεύσεις όπου εκπροσωπήθηκαν, και ζητήματα με πιο ταξικό χαρακτήρα που δεν ήταν έξω από το κεντρικό αίτημα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία».
Επισήμανση
Η ανασύσταση όλων αυτών των θετικών στοιχείων που συνιστούν τη μαζικότητα, τη δραστικότητα, τη γενναιότητα, την ποιότητα και τη διαχρονικότητα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αλλά και η συγκέντρωση και ο φωτισμός όλων των αδιάσειστων στοιχείων που συνιστούν όχι μόνο τη βαρβαρότητα του δικτατορικού καθεστώτος και των δυνάμεων καταστολής, αλλά και την ατιμωρησία της βαρβαρότητας εκ μέρους της κοινοβουλευτικής πολιτικής εξουσίας και των διοικητικών θεσμών του κράτους, θέτουν επιτακτικά την ανάγκη επαναφοράς του «Πολυτεχνείου» στο προσκήνιο προκειμένου να αποκατασταθεί στις σωστές του διαστάσεις και να αποκαλυφτούν όλες οι αλήθειες χωρίς στρεβλώσεις και μαγειρέματα.
Γιατί, για παράδειγμα, πέρα από την προσπάθεια ελαχιστοποίησης της κρατικής βίας και των θυμάτων της, πέρασε ντούκου και η μεθόδευση της ατιμωρησίας των ιθυνόντων που πρωτοστάτησαν -τόσο σε επίπεδο καθοδήγησης όσο και σε επίπεδο εκτέλεσης- στις εκατοντάδες κακουργηματικές πράξεις που τελέσθηκαν εναντίον χιλιάδων πολιτών, δολοφονημένων, τραυματισμένων, κακοποιημένων, συλληφθέντων και με κάθε τρόπο διωχθέντων από τα επιτελικά και εκτελεστικά όργανα του καθεστώτος. Για να αναδειχτούν και να αποδοκιμαστούν όχι μόνο οι υπεύθυνοι για τις εγκληματικές τους πράξεις, αλλά και εκείνοι που φρόντισαν να απαλλαγούν οι ένοχοι είτε δικαστικά είτε εξωδικαστικά.
Γιατί πώς γίνεται να ασκηθούν διώξεις εναντίον τόσων λίγων εμπλεκομένων, 32 ατόμων συνολικά από ένα σύνολο εκατοντάδων αξιωματούχων της αστυνομίας, του στρατού, της πολιτικής και του παρακράτους που είχαν συμμετοχή στην άσκηση βίας, θανάσιμης βίας, εναντίον άοπλων και ειρηνικών διαδηλωτών;
Και -σαν να μην έφτανε αυτό, να αθωωθούν στο ακροατήριο οι μισοί απ’ αυτούς (16 στους 32) για τις ποινικά και ηθικά κολάσιμες πράξεις τους. Εάν δεν λάμψει η αλήθεια ολόκληρη, ούτε η ιστορία θα έρθει στη θέση της, ούτε θα δικαιωθούν όσοι αγωνίστηκαν και ιδίως εκείνοι που πλήρωσαν το μεγαλύτερο τίμημα με τη ζωή, την υγεία και την αξιοπρέπειά τους.
Συγγραφή
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο συγγραφέας Ιερώνυμος Λύκαρης δεν αρκέστηκε στις μνήμες από τη συμμετοχή του στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Το βιβλίο του, διαφορετικό από τα μυθιστορήματα που έχει γράψει, χρειάστηκε πέντε χρόνια πολύ επίπονης εργασίας για να συναρμολογηθεί. Πολύ ψάξιμο, πολύ σκάψιμο, πολύ στοχασμό, πολύ ξενύχτι. Του αξίζει κάθε έπαινος. Με την ελπίδα ότι θα ερεθιστούν κι άλλοι, νεότεροι, να ερευνήσουν θέματα που παραμένουν σε εκκρεμότητα, όχι μόνο γιατί αυτό επιτάσσει η επιδίωξη της ιστορικής αλήθειας, αλλά και γιατί το «Πολυτεχνείο» αποτελεί σταθμό στην πορεία του νέου Ελληνισμού και πηγή εγρήγορσης και ενθάρρυνσης για τους αγώνες των λαών της Μεσογείου και της Ευρώπης στους σκοτεινούς χρόνους που ζούμε και στους χειρότερους που ενδεχομένως έπονται… Η με γνώση, ευαισθησία και εμβρίθεια επιμέλεια του έργου από την Μαριάννα Τζιαντζή αποτελεί ένα από τα σημαντικά ατού του εγχειρήματος.
Συστήνω το βιβλίο ανεπιφύλακτα για όλες τις ηλικίες, τα φύλα, τα επαγγέλματα, τις ιδεολογίες και τις θρησκείες.