Ζούμε την εποχή των μεγάλων γεωπολιτικών συμφωνιών. Από την καλοκαιρινή συνάντηση Πούτιν-Τραμπ στην Αλάσκα, μέχρι την πρόσφατη κατάπαυση του πυρός στη Γάζα. Η Μεσόγειος δεν θα μπορούσε να λείπει από το τραπέζι. Η πρόταση, διατυπωμένη από το βήμα της Βουλής, του Κ. Μητσοτάκη για μια πολυμερή συνάντηση των παράκτιων κρατών της Ανατολικής Μεσογείου (Ελλάδα, Κύπρος, Αίγυπτος, Τουρκία, Λιβύη) με ατζέντα τις θαλάσσιες ζώνες, το μεταναστευτικό, το περιβάλλον, τη συνδεσιμότητα και την πολιτική προστασία, δεν είναι απλώς «πρόσκληση σε διάλογο» ‒ είναι σήμα ότι ξεκινά ο νέος αναδασμός ισχύος και πόρων στην περιοχή. Η Αθήνα εμφανίζεται διατεθειμένη να «καλέσει όλους τους γείτονες» σε ένα φόρουμ με πυξίδα το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως ειπώθηκε ρητά στη Βουλή, μόνο που για μια τέτοια συνάντηση έχουν ήδη μιλήσει τόσο Αμερικάνοι αξιωματούχοι, όσο και ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος Τ. Ερντογάν.

Το τάιμινγκ δεν είναι τυχαίο. Η Ουάσιγκτον ανανεώνει το αποτύπωμά της στην Ελλάδα (έρχεται η νέα πρέσβης Κίμπερλι Γκίλφοϊλ), ενώ αμερικανικοί ενεργειακοί κολοσσοί επιδιώκουν παρουσία σε θαλάσσια οικόπεδα, ακόμη και σε περιοχές που γειτνιάζουν με ζώνες (νότια της Κρήτης) που αμφισβητεί η Τουρκία με το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο. Η Chevron και οι κινήσεις της που ήδη δρομολογούνται στην ελληνική υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ, σπρώχνουν προς αυτήν την «επιτάχυνση διευθετήσεων» με άμεσο συμφέρον των ΗΠΑ, που βλέπει όχι μια ελληνική επικράτεια αλλά ενιαίους προς εκμετάλλευση χώρους.

Εδώ χρειάζεται να μην υποκύψουμε στον χειρισμό. Όταν παρουσιάζεται ως «αμοιβαία επωφελής» η επίλυση διαχρονικών εκκρεμοτήτων, πρέπει να διαβάζουμε την ουσία της μεθόδευσης. Η αμερικανική πολιτική ευνοεί τη δημιουργία πλαισίων σταθερότητας που «απελευθερώνουν» επενδύσεις ‒ και συνήθως μοιράζουν μικρά κομμάτια σε όλους ώστε να προχωρήσει ο μεγάλος σχεδιασμός (όχι χωρίς εμπόδια, γιατί οι αντιθέσεις τόσο με συμφέροντα τρίτων όπως η Ρωσία ή η Κίνα, όσο και εντός του δυτικού στρατοπέδου δεν μοιάζει να τιθασεύονται). Σε αυτό το κάδρο, η ελληνική υποχώρηση (ή «ευελιξία») παρουσιάζεται ως αμοιβαίο όφελος, ενώ στην πράξη κλειδώνει νέα status quo υπέρ όσων έχουν την τεχνογνωσία, το κεφάλαιο και τα πλοία. Δεν είναι τυχαίο ότι διεθνή ρεπορτάζ συνδέουν ευθέως τον διάλογο για οριοθετήσεις με τις βλέψεις εταιρειών τύπου Chevron / ExxonMobil στην περιοχή, ενώ συνδέουν με αυτή την προοπτική και άλλα έργα ενεργειακής διασύνδεσης όπως το καλώδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης με την Κύπρο (και το Ισραήλ) και τα αντίστοιχα project με την Αίγυπτο. Τα πολυμερή σχήματα, που παράγουν συμφωνίες / τετελεσμένα, γίνονται για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, εκτός των άλλων, και εργαλείο νομιμοποίησης των υποχωρήσεων στο εσωτερικό μέτωπο και την ελληνική κοινωνία.

Η κυβέρνηση εμφανίζει την πρωτοβουλία ως ελληνική στρατηγική «αυτοπεποίθησης» και «νομιμότητας». Όμως το πλαίσιο έχει προϊστορία σε ευρωπαϊκές / αμερικανικές ιδέες πολυμερούς διαλόγου από το 2020 και μετά, ενώ η τρέχουσα κινητικότητα συμπίπτει με ευρύτερες ευρωμεσογειακές ρυθμίσεις και περιβαλλοντικές δεσμεύσεις (θαλάσσια πάρκα, θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός) που επηρεάζουν άμεσα τους ενεργειακούς σχεδιασμούς. Με άλλα λόγια, το «ελληνικό σχέδιο» μοιάζει να πατάει πάνω σε μια ήδη διαμορφωμένη αρχιτεκτονική συμφερόντων που λαμβάνει υπ’ όψιν την αναβάθμιση της Τουρκίας που όλοι (και εμείς;) συμφωνούν ότι θα πρέπει να αποτυπώνεται στην όποια διευθέτηση. Λαμβάνοντας μάλιστα υπ’ όψιν την αφωνία των άλλων κομμάτων, το πρόβλημα δεν περιορίζεται απλά στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά περιλαμβάνει όλο το επίσημο πολιτικό σύστημα, που δίνει με τη στάση του το πράσινο φως στις υπό εκκόλαψη διευθετήσεις.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι, ποιος θα πανηγυρίσει στο τέλος; Οδηγούμαστε σε «διευθετήσεις» που νομιμοποιούν τετελεσμένα τρίτων, με τις ευλογίες των πολυεθνικών της ενέργειας. Με τα μέχρι τώρα δεδομένα, ο μοναδικός που δικαιούται να ανοίξει σαμπάνια είναι η Chevron (που κάνει μπίζνες και με την Ελλάδα, και με την Τουρκία, και με τη Λιβύη), άντε και κάποιοι εργολάβοι και εφοπλιστές που πιθανά να πάρουν μέρος της πίτας. Η Ελλάδα έχει μόνο έναν δρόμο: Επιμονή στο Δίκαιο της Θάλασσας χωρίς γκρίζες ζώνες, υπεράσπιση της κυριαρχίας και όχι διολίσθηση αποδοχής των τετελεσμένων, κοινή στρατηγική με την Κυπριακή Δημοκρατία. Αλλιώς, η «αμοιβαία επωφελής» συμφωνία θα γίνει απλώς επωφελής για όσα συμφέροντα είναι προσδεδεμένα με τις πολυεθνικές, και θα εξελιχτεί σε μεγάλη υποχώρηση για τα πραγματικά εθνικά συμφέροντα και την ευημερία των πολλών.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!