Κυβερνητική ταλάντευση μεταξύ αισιοδοξίας για την αξιολόγηση και επιθέσεων στο ΔΝΤ- Αμφιθυμία των δανειστών μεταξύ «κατανόησης» και πιέσεων για πρόσθετα μέτρα
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Εγκλωβισμένη σε μια ευρωτουρκική συμφωνία στην οποία κυριαρχούν οι παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων και μεταναστών στην Τουρκία και την οποία, πρακτικά, εφαρμόζει μονομερώς η Ελλάδα, με απόλυτα βέβαιη την επιδείνωση της κατάστασης μετά τις επιθέσεις στις Βρυξέλλες, η κυβέρνηση εκπέμπει εντελώς αντιφατικά μηνύματα ως προς το κλείσιμο του μετώπου της αξιολόγησης.
Από τη μια πλευρά ο υπουργός Οικονομικών, Ε. Τσακαλώτος, δηλώνει αισιόδοξος για κλείσιμο της αξιολόγησης μέχρι τις 22 Απριλίου, αν και παρόμοια αισιοδοξία εξέφραζε μια εβδομάδα πριν, για την 25η Μάρτη, και διαψεύστηκε. Από την άλλη πλευρά, ο γ.γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής Φρ. Κουτεντάκης, εκ των σταθερά παρόντων στις συναντήσεις με τους εκπροσώπους των δανειστών, στοχοποίησε το ΔΝΤ ως τον παράγοντα που επιδιώκει «να φτάσει η κατάσταση στο αμήν».
Στη ρητορική επίθεση προς το ΔΝΤ συγκατένευσε και ο πρωθυπουργός, κατά τη συνεδρίαση της Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ, αν και εκεί οι «αντι-ΔΝΤ» σπόντες είχαν στόχο κυρίως να αντισταθμίσουν τις οξείες αντιδράσεις στελεχών του κυβερνώντος κόμματος στην ευρωτουρκική συμφωνία για το Προσφυγικό. Παρ’ ότι ο συνδυασμός προσφυγικού, βομβιστικών επιθέσεων και εκκρεμότητας στην αξιολόγηση μπορεί να αποδειχθεί η «τέλεια καταιγίδα» για την κυβέρνηση, τα στελέχη της που εμπλέκονται στη διαπραγμάτευση προσπαθούν να αξιοποιήσουν στο έπακρο την ελαφρώς συγκαταβατική διάθεση που επιδεικνύουν οι ευρωπαίοι δανειστές.
Όψιμα πλεονάσματα
Όπως σημειώσαμε στο σχετικό ρεπορτάζ της προηγούμενης εβδομάδας, οι ευρωπαϊκές συνιστώσες του κουαρτέτου έχουν κάνει ήδη μια μεγάλη μετατόπιση προς τις θέσεις του ΔΝΤ και έχουν αφήσει σ’ αυτό τον πρώτο λόγο στις διαβουλεύσεις με την κυβέρνηση. Αυτό μεταφράζεται σε αναζήτηση ενός συνόλου πρόσθετων μέτρων δημοσιονομικής απόδοσης τουλάχιστον 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2018, έναντι 4,5% που ζητεί το ΔΝΤ. Μεταφράζεται, επίσης, στην προσπάθεια διασφάλισης «όψιμων» πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ. Σ’ αυτά το κουαρτέτο εμφανίζεται συμπαγές και η κυβέρνηση δεν προβάλλει την παραμικρή αντίρρηση.
Εκεί που καταγράφονται κάποιες αποκλίσεις μεταξύ ΔΝΤ και ευρωπαϊκής τρόικας είναι η «πηγή» χρηματοδότησης των δημοσιονομικών στόχων. Κι εδώ αρχίζουν οι κινήσεις «κατανόησης».
Ο Β. Σόιμπλε έδωσε δημόσια πράσινο φως στο ενδεχόμενο να καλυφθούν οι περικοπές στο Ασφαλιστικό με «κάτι άλλο εκτός από μείωση συντάξεων», δηλαδή μέσω αύξησης ασφαλιστικών εισφορών, κάτι στο οποίο διαφωνεί το ΔΝΤ.
Ο Μοσκοβισί αφήνει κι αυτός μια χαραμάδα συμψηφισμού μεταξύ αξιολόγησης και δημοσιονομικού κόστους διαχείρισης του Προσφυγικού (500 εκατ. το 2015, έως 1 δισ. φέτος). Βεβαίως, αυτό ελάχιστα μπορεί να επηρεάσει την αξιολόγηση, αφού το ενδεχόμενο αφαίρεσης των δαπανών αυτών από τα ελλείμματα θα γίνεται εκ των υστέρων και υπό τον όρο τήρησης των άλλων δημοσιονομικών δεσμεύσεων.
Οι εκπρόσωποι του κουαρτέτου, αν και οι επικεφαλής τους έφυγαν άρον-άρον την περασμένη Κυριακή, έσπευσαν να ανακοινώσουν ημερομηνία επιστροφής την 2α Απριλίου, για να αιωρείται εικόνα αδιεξόδου στην αξιολόγηση.
Χωρίς ημερομηνία λήξης
Αυτή, όμως, είναι η μια όψη του νομίσματος. Από την άλλη πλευρά:
Ο Ντομπρόβσκις ανατροφοδοτεί την αβεβαιότητα, δηλώνοντας ότι δεν υπάρχει καταληκτική ημερομηνία στην αξιολόγηση. Υπάρχει, όμως, «καταληκτική ημερομηνία» για τα διαθέσιμα του Δημοσίου, που με τις καταβολές τοκοχρεολυσίων Μαρτίου-Απριλίου (περίπου 2,5 δισ.) φτάνουν πάλι στο όριο, πράγμα που προφανώς αφήνει παγερά αδιάφορο τον επίτροπο.
Ο Σόιμπλε λέει ότι η συζήτηση για το χρέος δεν είναι θέμα που επείγει και ο επίτροπος Μοσκοβισί, υπενθυμίζει ότι τα υπεσχημένα μέτρα για το χρέος (παράταση λήξεων και μικρή μείωση επιτοκίων) τελούν υπό την αίρεση της «πλήρους εφαρμογής του προγράμματος του ESM». Τέτοιου είδους απαντήσεις βρίσκονται πολύ μακριά όχι μόνο από τους σαφείς όρους που έχει θέσει το ΔΝΤ, αλλά και από την «υπόσχεση» Ντάισελμπλουμ για εκκίνηση της συζήτησης τον Απρίλιο.
Η απάντηση του ΔΝΤ
Η κυβέρνηση ερμήνευσε μονόπλευρα την αμφιθυμία της ευρωπαϊκής τρόικας και θεώρησε ότι έχει μια ακόμη ευκαιρία για διεμβολίσει το μέτωπο του κουαρτέτου και να «ερεθίσει» το ΔΝΤ. Ο γ.γ, Δημοσιονομικής Πολιτικής Φ. Κουτεντάκης έθεσε και ζήτημα τεχνοκρατικής αξιοπιστίας του Ταμείου, που «δεν εξηγεί πώς υπολογίζει τα στοιχεία για το έλλειμμα ή το δημοσιονομικό κενό». Ίσως να είναι σύμπτωση, ίσως και όχι το γεγονός ότι το ΔΝΤ έσπευσε την επομένη κιόλας να δημοσιοποιήσει έκθεση του «Ανεξάρτητου Γραφείο Αξιολόγησης» (IEO) για την αξιοπιστία των δεδομένων και στατιστικών του, με ειδικό κείμενο για την Ελλάδα στο οποίο η κατηγορία επιστρέφεται: «Πέντε χρόνια μετά τη δημιουργία της, η ανεξαρτησία της ΕΛΣΤΑΤ δεν έχει ακόμη διασφαλιστεί, όπως επισημάνθηκε στη Σύνοδο της Ε.Ε. στις 12/7/2015, που περιέλαβε στα προαπαιτούμενα μέτρα την εξής αναφορά: με δεδομένη την ανάγκη να ξαναχτιστεί η εμπιστοσύνη στην Ελλάδα… πρέπει να διασφαλιστεί η νομική ανεξαρτησία της ΕΛΣΤΑΤ».
Βεβαίως, αυτές οι σκιαμαχίες για τον ιδιαίτερο ρόλο κάθε παίκτη (σ.σ. η λέξη που προτιμούν πια τα κυβερνητικά στελέχη για τους εκπροσώπους των δανειστών) ελάχιστη σημασία έχουν. Γίνονται για το πρεστίζ και όχι για την ουσία, που θα έλεγε και ο Σόιμπλε. Τόσο το Ασφαλιστικό όσο και το φορολογικό, με τα αλλεπάλληλα σχέδια που καταθέτει η κυβέρνηση, είναι προσαρμοσμένα στη φιλοσοφία των δανειστών, αντιστοιχούν σε μέτρα 5-6 δισ. μέχρι το 2018, θα επιβαρύνουν κατ’ εξοχήν λαϊκά εισοδήματα και εξαντλούνται σε παιχνίδι αναδιανομής της φτώχειας, μεταξύ των ήδη φτωχών. Μέχρι και ο ΣΕΒ, με το εβδομαδιαίο δελτίο του, επιχειρεί να βγει από τα αριστερά, σημειώνοντας ότι κυβέρνηση και κουαρτέτο «έχουν χάσει το μέτρο με την υπερφορολόγηση μισθωτών και συνταξιούχων». Και καλεί σε αναβάθμιση του «κοινωνικού διαλόγου» εργοδοτών και εργαζομένων για τις προοπτικές εισοδημάτων και απασχόλησης με στόχο -τι άλλο φυσικά;- «ένα κοινό σχέδιο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων».
Ορόσημα και «ευκαιρίες»
Η συνέχεια σ’ αυτή την αδιάλειπτη διελκυστίνδα αναμένεται από τις 2 Απριλίου, οπότε πιθανότατα επιστρέφει το κουαρτέτο. Υπάρχει περιθώριο για ένα εντατικό δεκαήμερο διαβούλευσης στην Αθήνα, μέχρι 12/4 και στη συνέχεια η συζήτηση μεταφέρεται στην Ουάσιγκτον, στην εαρινή σύνοδο ΔΝΤ- Παγκόσμιας Τράπεζας (15-17/4). Εκεί θα φανεί αν υπάρχει πράγματι πρόθεση εκκίνησης της συζήτησης για το χρέος. Επόμενο ορόσημο είναι η 22α Απριλίου, οπότε είναι προγραμματισμένη η συνεδρίαση του Eurogroup με πρώτο θέμα την Ελλάδα. Στο ενδιάμεσο «παίζει» και κάποια συνεδρίαση του EuroWorkingGroup, ενώ δεν είναι απίθανη μια ακόμη extra Σύνοδος Κορυφής, για την τρομοκρατία αυτή τη φορά, μέσα στον Απρίλιο.
Γενικώς, κυβέρνηση και κουαρτέτο έχουν πολλές ευκαιρίες να κλείσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την αξιολόγηση. Κι όπως αρέσκεται να λέει, εσχάτως, το οικονομικό επιτελείο «πολλοί παίκτες θέλουν να κλείσει γρήγορα». Αλλά τι ακριβώς «παιχνίδι» παίζει κάθε «παίκτης» η κυβέρνηση αδυνατεί να το διακρίνει, μπερδεμένη διαρκώς ανάμεσα σε άσπονδους «φίλους» και συγκαταβατικούς «εχθρούς».