Του Ηρόστρατου
Όλο και περισσότεροι ανακαλύπτουν την επικαιρότητα του Μπρεχτ κι έτσι φέτος έχουμε σημαντικές παραστάσεις έργων του στην Αθήνα. Ίσως η πιο πολυδιαφημισμένη να είναι αυτή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών: Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου. Δεν θα σταθώ τόσο στην ίδια την παράσταση, αλλά στη διφορούμενη γεύση που μου άφησε όλη η διαδικασία του «πάω στο θέατρο για να δω Μπρεχτ». Θα μου πείτε τι λέω τώρα! Κι όμως…
Η ενδιαφέρουσα σκηνοθετική προσέγγιση, τα ευρήματα, η σύγχρονη ματιά που ωστόσο δεν πρόδιδε το πνεύμα του συγγραφέα (όσο μπορώ να έχω άποψη επί του θέματος) έμοιαζαν παράταιρα στο… Ίδρυμα Ωνάση. Όλα έρχονταν σε αντίφαση με το πανάκριβο εισιτήριο (υπήρχαν και κάποια σε κανονική τιμή – αλλά με απολύτως ταξικά κριτήρια μακριά από τη σκηνή).
«Άλλαξε τον κόσμο, το έχει ανάγκη». «Τι νόημα έχει, βουτηγμένος ώς τον λαιμό στη λάσπη, να κρατάς τα νύχια των χεριών σου καθαρά;» Οι δυο αυτοί στίχοι του Μπρεχτ που έκλειναν την παράσταση, έμοιαζαν εκτός τόπου με το κοινό που κατέκλυζε τις πρώτες σειρές φορώντας τα ακριβά του ρούχα. Η «Στέγη» είναι ό,τι το «Μέγαρο» πριν από μια δεκαετία: Ένας ναός για κοσμικούς που παριστάνουν τους φιλότεχνους. Νομίζω πως όλα μπήκαν από το ένα αφτί και πέρασαν από το άλλο…
Κι όμως…
Δεν ξέρω ποια θα ήταν η απάντηση στο ερώτημα που προσπαθώ να θέσω, χωρίς καμία διάθεση να είμαι επικριτικός. Αξίζει να την αναζητήσουμε. Ωστόσο, με ενδιαφέρον διάβασα τη συνέντευξη της πρωταγωνίστριας Στεφανίας Γουλιώτη (στον Θοδωρή Αντωνόπουλο και τη Lifo)
Να πω ότι μου συνέβη κάτι περίεργο με την ερμηνεία της: Την ίδια εκείνη ώρα που παρακολουθούσα ως θεατής, σε πολλά σημεία θα μπορούσα να πω «δεν μου αρέσει». Τελικά, φεύγοντας από το θέατρο και καθώς εικόνες της παράστασης ξαναζωντάνευαν την επόμενη μέρα, ανακάλυπτα πως μου φαινόταν όλο και καλύτερος ο τρόπος που είχε προσεγγίσει το ρόλο!
Επιστρέφω όμως, μετά από αυτή την παρέκβαση, στη συνέντευξη και σε μια ενδιαφέρουσα ιδέα που καταθέτει:
«…Να συνεννοούνταν, λέει, όλα τα θέατρα μαζί, ώστε για μία ολόκληρη σεζόν ν’ ανέβαζαν μόνο πολιτικές παραστάσεις, έτσι, σαν παρέμβαση. Το πρόβλημα, βέβαια, είναι πως δεν ξέρω αν και πόσο θα συμφωνούσαμε στο τι είναι, τελικά, πολιτικό θέατρο! λέει γελώντας».
Πιστεύω πως και η ιδέα, αλλά και η συζήτηση του τι είναι «πολιτικό» θα είχαν εξαιρετική σημασία…
Κλείνουν τα περιοδικά;
Γράφει ο Γιάννης Μπασκόζος στο Βήμα: «Κλείνουν ένα-ένα τα έντυπα περιοδικά λόγου σε αυτή τη χώρα και φυσικά το γεγονός περνά απαρατήρητο. Ποιος σκοτίζεται για όλους αυτούς τους αιθεροβάμονες που νόμιζαν ότι σειούσαν τη (λογοτεχνική) οικουμένη, ότι παρενέβαιναν, ότι δημιουργούσαν λογοτεχνικούς κανόνες; Ό,τι και να τους καταμαρτυρήσεις ήταν περιοδικά μιας απέλπιδας πνοής που συντρόφευε για χρόνια τους λογοτέχνες αλλά και τους λογοτεχνίζοντες. Για την προ-Internet εποχή ήταν μια όαση. Ένας εναλλακτικός πολιτιστικός ιστός…».
Στο τέλος γράφει για το μέλλον: «Το σήμα θα δώσουν κυρίως τα ηλεκτρονικά περιοδικά. Μέχρι στιγμής αυτά ζουν σε ένα θολό τοπίο. Τον χορό έσυραν τα μπλογκ, που όμως εξετράπησαν στην προσωπική προβολή του ιδιοκτήτη τους…».
Δυστυχώς δεν θα μοιραστώ τις απόψεις αυτές, ένα είδος μνημόσυνου για τα λογοτεχνικά περιοδικά των οποίων τονίζεται η «ανιδιοτέλεια» σε σχέση με την …ιδιοτέλεια των μπλογκ. Και η προσφορά τους αντιδιαστέλλεται σε σχέση με το «θολό τοπίο» των αντίστοιχων ηλεκτρονικών περιοδικών.
Νομίζω πως κάποιοι ενοχλούνται περισσότερο γιατί η έφοδος των ηλεκτρονικών περιοδικών και η δυνατότητα άμεσης δημοσίευσης στο Διαδίκτυο, στέρησε από «παρέες» και κυκλώματα τον αποκλειστικό έλεγχο στο χώρο της λογοτεχνίας. Φυσικά και υπάρχουν αντιφάσεις, αυτοπροβολές και θολά τοπία, αλλά αυτά υπήρχαν και στα έντυπα…
Κι εγώ προτιμώ να διαβάζω κάτι στο χαρτί. Το ζήτημα, όμως, είναι οι τρόποι προσέγγισης στα πολιτιστικά δρώμενα. Αν αυτό γίνεται εντύπως ή ηλεκτρονικώς, νομίζω έρχεται σε δεύτερη μοίρα…
(Άλλωστε σημαντικά περιοδικά όπως ο Μανδραγόρας συνεχίζουν να εκδίδονται…)
Noches Rojas
Μια παράσταση που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα με τον τίτλο Noches Rojas θα παρουσιαστεί στη σκηνή του Half Note Jazz Club, για τρεις Τετάρτες, στις 13, 20 και 27 Φεβρουαρίου.
Μια διαφορετική γνωριμία με τον ισπανικό πολιτισμό μέσα από τη μουσική, το χορό, το τραγούδι και την ποίηση. Η σοπράνο Κάτια Πάσχου, η πιανίστα Έλενα Χριστοδούλου, η χορεύτρια Βανέσα Βάνα Καζαντζιάν και η ηθοποιός Τζούλια Διαμαντοπούλου σε σκηνοθεσία της Νεφέλης Τσιπουρίδη, ζωντανεύουν μέσα από ένα πίνακα του Goya και δημιουργούν τρεις εικόνες-ιστορίες: Το Ξύπνημα του Έρωτα, Ο Θάνατος του Ταυρομάχου, Η Ελευθερία της Ψυχής.
Ακούγονται γνωστά έργα των Granados, Lorca, De Falla, όπως: Danza Orientale, Aragonesa, Anda Jaleo, La Danza del Fuego, El Pano Moruno κ.ά.
Ο κιθαρίστας Δημήτρης Κουκουλιτάκης συνοδεύει τη Βανέσα Βάνα Καζαντζιάν σε παραδοσιακούς ισπανικούς χορούς (Farruca, Buleria, Sevillana).
Τη βραδιά συμπληρώνουν αποσπάσματα από έργα μεγάλων ισπανών ποιητών.
Info: Τριβωνιανού 17, Μετς / www.halfnote.gr/ τηλ. 210 9213310
Το (όχι τόσο) σοφτ πορνό και ο… Μπόρχες
Με τις -δεν ξέρω πόσες- αποχρώσεις του γκρι, την τριλογία που έχει πουλήσει σε λίγους μήνες 160.000 αντίτυπα στην Ελλάδα, μου συνέβη το εξής: Το βιβλίο έπεσε στα χέρια μου όταν πρωτοκυκλοφόρησε. Οι πρώτες τριάντα σελίδες -που άντεξα να διαβάσω- μου φάνηκαν αφόρητα βαρετές και προβλεπόμενες, έτσι που το παράτησα, κάτι που δεν συνηθίζω. Λίγο καιρό αργότερα άρχισα να βλέπω γυναίκες κάθε ηλικίας να το διαβάζουν με πάθος, απολύτως αφοσιωμένες στο μετρό, στο τρένο, σε διάφορα καφέ. Απόρησα… Μια φίλη μου έλυσε την απορία:
«Καλά, σοβαρά, δεν ξέρεις τίποτα; Το βιβλίο είναι σαδομαζοχιστική τσόντα!»
Κατάπια λοιπόν τη γλώσσα μου… Φαίνεται πως η «δράση» ξεκινά μετά τις πρώτες σελίδες.
Η συνέχεια είχε… Μπόρχες(!). Οι Εκδόσεις Πατάκη ανακοίνωσαν πως εξασφάλισαν τα δικαιώματα και θα εκδώσουν στα ελληνικά το σύνολο του έργου του, με τη συνεργασία κορυφαίων μεταφραστών.
«Είναι το απροσδόκητο δώρο που μας πρόσφερε η επιτυχία της Ε.Λ. Τζέιμς (σ.σ. Η συγγραφέας του Πενήντα αποχρώσεις του γκρι)», τόνισε η Άννα Πατάκη. Η πολυσυζητημένη «mommy porn» τριλογία της «είχε ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 160.000 αντίτυπα μέχρι το τέλος του 2012» που είναι πράγματι πάρα πολλά. «Ήταν για εμάς μια σημαντική βοήθεια δεδομένης της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας».
Έτσι, λοιπόν, χάρη στην αγάπη του αναγνωστικού κοινού για τις… τσόντες θα διαβάσουμε Μπόρχες.
Ενδιαφέρουσα εξέλιξη του πολιτισμού (ο Μπόρχες μάλλον θα το διασκέδαζε!).
Οι συγγραφείς οργανώνονται;
Όχι για να γράψουν «mommy porn» μυθιστορήματα (αλλά πού ξέρεις;). Ας σοβαρευτούμε: Μια ομάδα ανήσυχων συγγραφέων και ανθρώπων που ασχολούνται με το βιβλίο ξεκινά τις συζητήσεις της με ανοικτή ατζέντα. Η συνεργασία, η αλληλεγγύη αλλά και η δημιουργία ενός εναλλακτικού δικτύου δράσης στον πολιτισμό είναι ανάμεσα στα ζητούμενα. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επικοινωνούν -προς το παρόν- στο mail: [email protected] Προσεχώς ελπίζουμε να έχουμε περισσότερα.