Τα παραλειπόμενα μιας ανεπίδοτης παραίτησης
Του Λουκά Αξελού*
Κάθε του προσδοκία βγήκε λανθασμένη!
Και τώρα;
Τώρα απελπισία και καϋμός
Είχανε δίκιο τα παιδιά στην Ρώμη.
Δεν είναι δυνατόν να βασταχθούν
η δυναστείες
που έβγαλε η Κατάκτησις των
Μακεδόνων.
Αδιάφορον: επάσχισεν αυτός,
όσο μπορούσεν αγωνίσθηκε.
Και μες στην μαύρη απογοήτευσί του,
ένα μονάχα λογαριάζει πια
με υπερηφάνειαν που, κι εν τη αποτυχία του,
την ίδιαν ακατάβλητην ανδρεία στον κόσμο
δείχνει.
Τ’ άλλα-ήσαν όνειρα και ματαιοπονίες.
Αυτή η Συρία-σχεδόν δεν μοιάζει σαν
πατρίς του,
αυτή είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του
Βάλα.
Κ.Π. Καβάφης
Στην δήλωσή μου στην σύνοδο της Κ.Ε. στις 23-24 Μαΐου 2015, αλλά και στην δήλωση παραίτησής μου από την Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ στις 31 Ιουλίου 2015, έκανα αναφορά σε ορισμένους λόγους που με οδήγησαν στην απόφαση αυτή.
Συνοπτικά οι κυριότεροι λόγοι ήταν: Α) Ότι το χρονικό δημιουργίας των προϋποθέσεων της ήττας ήταν μακρύ και ξεκινούσε από το ίδιο το Ιδρυτικό Συνέδριό μας. Β) Ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως δικαιολογία ότι ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική του ομάδα αιφνιδιάστηκαν ή πιέστηκαν από τους δανειστές. Οι προειδοποιήσεις από πολλούς συντρόφους για το τι πρόκειται να συμβεί, ήταν συνεχείς και σταθερές την τελευταία τριετία. Απλώς τις αγνόησαν. Γ) Ότι το μείζον κομματικό πρόβλημα στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν το έλλειμμα δημοκρατίας και η κατίσχυση του τακτικού γραφειοκρατικού στρατού, μέρους του παλιού 4%, επί του νέου του 36% και τέλος Δ) Ότι ο κλειστός πυρήνας της ηγετικής ομάδας δεν ήταν μόνο γνωσιολογικά-ιδεολογικά αλλά και πολιτικά ανεπαρκής να διαχειριστεί τις τύχες της Αριστεράς και πολύ περισσότερο του ελληνικού λαού.
Τα όσα ακολούθησαν επιβεβαίωσαν τους έγκαιρα διατυπωθέντες φόβους μου ότι η κυβέρνηση αυτή δεν θα ήταν η πρώτη πράξη μιας νέας εποχής, αλλά η τελευταία ενός δράματος.
Πριν όμως αναπτύξω τις όποιες μου παρατηρήσεις για την τρέχουσα κατάσταση θα ήθελα με αφορμή αυτό το οριστικό αντίο από τον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, να ζητήσω εκ νέου συγγνώμη από όλες τις συντρόφισσες και τους συντρόφους, αλλά -κυρίως- από τον ελληνικό λαό, για τις όποιες αρνητικές πράξεις ή παραλείψεις μου, για το όποιο μερτικό μου στα λάθη.
Η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε τις τελευταίες 17 ώρες
Δεν πίστεψα ποτέ στην παρθενογένεση. Ως εκ τούτου φρονώ ότι η μνημονιακή μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί ανεξήγητο φαινόμενο. Είναι οι ίδιοι οι όροι που αφετηριακά τον συγκροτούν ως συσπείρωση δυνάμεων που, είτε από καιρό έχουν μπει στην τροχιά του μεταμορφισμού υπό την σημαία του «αναγκαίου αστικού εκσυγχρονισμού», είτε δυνάμεων που εξακολουθούν να εννοούν την Αριστερά ως χώρο που οι υποτελείς τάξεις ανασυγκροτούν τις δυνάμεις τους με στόχο την εθνική και κοινωνική χειραφέτησή τους. Αυτή η συνύπαρξη των δύο ρευμάτων στην συσκευασία του ενός συγκροτούν το «αφετηριακό δράμα» που αποτυπώθηκε στο Ιδρυτικό Συνέδριο, αλλά και όλες τις υπόλοιπες εσωκομματικές διαδικασίες που διαιώνισαν την κατοχυρωμένη από την περίοδο του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ αναλογία του 7 προς 3, όπου οι άγονες, ορεινές αλλά και ολίγες εύφορες περιοχές, αποτελούσαν το ανταποδοτικό τέλος της ηγεσίας προς αριστερά ρεύματα, πλατφόρμες, ποικίλες αντιπολιτεύσεις, κ.λπ.
Αυτό από μόνο του αποτελούσε ένα βαθύ δομικό πρόβλημα που αποτυπώθηκε και στο αντιδημοκρατικά λειτουργήσαν Ιδρυτικό Συνέδριο, στο οποίο τέθηκε σε διωγμό μέρος της υπάρχουσας χλωρίδας και πανίδας και δεν εισακούστηκαν (εδώ οφείλω και την δική μου δημόσια αυτοκριτική) οι σωστές παραινέσεις του Μανώλη Γλέζου για το άκαιρο του να φέρουμε εις την νέαν ελληνικήν αποικία «πολιτικό αναμορφωτή», που θα λειτουργεί ερήμην του καταστατικού και των οργάνων, όπως και δυστυχώς λειτούργησε «ως εξολοθρευτής της κανονικότητας των εσωκομματικών διαδικασιών», κατά την εύστοχη παρατήρηση κάποιων παραιτηθέντων συντρόφων, ως και για το πολιτικό λάθος να συνθλιβούν εδώ και τώρα οι όντως προβληματικές συνιστώσες, στον βαθμό που δεν είχαμε καταφέρει έναν λειτουργικό πλουραλισμό και μιαν απρόσκοπτη εσωκομματική δημοκρατία.
Αν αυτό συνδυαστεί με την επικράτηση των σταυροφόρων του ιστορικού αναθεωρητισμού, της ακραίας δικαιωματιστικής πτέρυγας και των οπαδών της ά-χρονης και ά-τοπης διεθνιστικής Αριστεράς, τα υπόλοιπα, τα σχετιζόμενα δηλαδή με την επικράτηση της μικροευρωπαϊκής Αριστεράς, κατά την δική μου γνώμη – ήταν ζήτημα χρόνου. Και εδώ, ομολογώ, ότι έπεσα έξω στους χρόνους, διότι έχοντας μελετήσει το φαινόμενο του μεταμορφισμού στο ΠΑΣΟΚ, θεωρούσα ότι λογικά, λόγω διαφορετικών ιστορικών καταβολών, κουλτούρας κ.λπ, η ταχύτητα μεταμορφισμού στα ποικίλα κέντρα του ΣΥΡΙΖΑ πιθανόν να ήταν πιο βραχεία, γεγονός που μας έδινε χρόνο για την ανακοπή του φαινομένου.
Δεν γνωρίζω όμως τι νόημα μπορεί πια να έχει να επιμείνουμε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν αλλιώς, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ανεξαρτήτως των υπαρκτών δυσκολιών, θα μπορούσε, ίσως, στα πλαίσια ενός ρεαλιστικού προγράμματος, λειτουργώντας όμως ως εντολοδόχος των υποτελών τάξεων, να συνεισφέρει στο σταμάτημα της κατρακύλας, ανακόπτοντας την συνεχή απαξίωση των δημοκρατικών διαδικασιών. την ουσιαστική κατάργηση της διάκρισης των εξουσιών και την κατίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας απέναντι στην νομοθετική και δικαστική.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όντως υπήρξαν κάποιες προσπάθειες, ατελείς ή καθ’ υπερβολήν ενίοτε, ιδίως από την πλευρά της προέδρου της Βουλής, που ανέδειξαν το πρόβλημα, οι οποίες βίαια απαξιώθηκαν ή χλευάστηκαν με αποτέλεσμα και στον τομέα αυτό ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ να ξεπεράσει κάθε όριο καταχρήσεως της εκτελεστικής εξουσίας.
Για το ότι λοιπόν ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ ταυτίστηκε με το δοκιμασμένο παρελθόν όλων των κομμάτων που απαξίωσαν την κοινωνία, μπαίνοντας και αυτός πλησίστιος στον λιμένα των «παικτών του συστήματος», δεν φταίει κανένας ιμπεριαλισμός. Η ηγετική ομάδα είχε εξαρχής έξω από τον πολιτικό της ορίζοντα κάτι τέτοιο, ανεξάρτητα από τον διανθισμένο και με αριστερές κορώνες πολιτικό της λόγο.
Το ότι, επίσης, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ερήμην μεγάλου τμήματος των μελών και στελεχών του και κυρίως της συντριπτικής πλειοψηφίας των ψηφοφόρων του, προσχώρησε στο στρατόπεδο του ιστορικού αναθεωρητισμού και της ντροπαλής απαξίωσης της Εαμικής Εποποιΐας, υποβαθμίζοντας έως την εκμηδένιση τα εθνικά και τα γεωπολιτικά ζητήματα αλλά και το μεταναστευτικό, υιοθετώντας μια ανεύθυνη, που άγγιξε τα όρια του γελοίου και αφόρητα υποκριτική, διεθνιστική τάχα μου, πολιτική, αποτελεί ένα περαιτέρω στοιχείο της τεράστιας ευθύνης και για την οποία υπαίτιοι δεν είναι ούτε οι δανειστές, ούτε οι τζιχαντιστές.
Είναι αίολο το να χρεωθεί στον ξένο παράγοντα, που σε τελευταία ανάλυση ξέρει να κάνει την δουλειά του, η πολιτική δειλία της ηγετικής ομάδας του να σηκώσει μέχρι τέλος το βάρος του αγώνα, που ιστορικά είχε αναλάβει, μετατρέποντας, σε χρόνο που δεν έχει προηγούμενο στα παγκόσμια χρονικά, το μεγαλειώδες ΟΧΙ ενός λαού σε θλιβερό ΝΑΙ σε όλα.
Αυτό, λοιπόν, που προφανώς ανελέητα προβάλλει και που η απάντηση και εκ μέρους ημών δεν είναι επαρκής, είναι πώς τελικά μια μικρή ηγετική ομάδα κατάφερε να επιβάλει τόσο καίριο πλήγμα σε έναν σχηματισμό με αποδεδειγμένα υπαρκτές εστίες αντιστάσεως και πώς στην συνέχεια κατάφερε να πετύχει την μνημονιακή μετάλλαξη του μεγαλύτερου μέρους της κυβέρνησης και του κόμματος, οδηγώντας στην διάλυση τον ΣΥΡΙΖΑ με την μετατροπή του σε ένα τυπικά αρχηγοκεντρικό κόμμα παραγόντων και παραγοντίσκων.
Προφανώς, η κατάσταση αυτή δεν ήρθε με τον πελαργό και εδώ δεν είναι αμελητέες οι ευθύνες μέρους της σημερινής αντιπολίτευσης που αποτέλεσαν συνεπείς σκυταλοδρόμους του «στησίματος του μαγαζιού στην λογική του 7 προς 3» και την οποία υπηρέτησαν μέσα από μια θεσμοποιημένη λογική δούναι και λαβείν, όλη την περίοδο μέχρι και την 13 Αυγούστου 2015.
Όλα τα παραπάνω συγκλίνουν, κατά την γνώμη μου, στο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ (όπως, άλλωστε και οι ΑΝΕΛ) συγκαταλέγονται πλέον στα κόμματα του μνημονιακού παρόντος, με δεδομένο ότι η αποδοχή του «δικής τους ιδιοκτησίας 3ου Μνημονίου», δεν αφήνει παρά τα ίδια περιθώρια με τις ασκηθείσες πολιτικές της Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΛΑΟΣ, ΔΗΜΑΡ και ΠΟΤΑΜΙΟΥ, που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι δεν έγιναν και εκεί ερήμην αντιστάσεων και πολιτικού κόστους. (Η αναλγησία και η εθελοδουλία δεν έχουν πάντα αναγκαστικά δεξιό πρόσημο).
Το να λέμε την αλήθεια αποτελεί ηθική και πολιτική αναγκαιότητα
Και τώρα; Τι έχουν να απαντήσουν όσες και όσοι θεωρούν μη δεσμευτικές ως άκυρες και αντικαταστατικές, όλες τις τελευταίες αποφάσεις της ηγετικής ομάδας, όλες τις αποφάσεις που επιβλήθηκαν χωρίς την παραμικρή καταστατική και κομματική νομιμοποίηση;
Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι από την αρχή. Ότι δηλαδή στο σημείο που βρισκόμαστε έχουμε κατά βάση δύο διαφορετικές εκτιμήσεις.
Η πρώτη συνοψίζεται στο ότι υποστήκαμε μεν μια ήττα η οποία είναι όμως προσωρινή και ο ανασκουμπωμένος αγωνιστικός ΣΥΡΙΖΑ θα αποκαταστήσει τα πράγματα, επαναφέροντάς τα στην θέση τους, θέτοντας σε εφαρμογή το προδομένο πρόγραμμά μας και πραγματοποιώντας το όνειρο της συμπόρευσης με το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η δεύτερη λέει ότι το πλήγμα που έχουμε υποστεί είναι συντριπτικό, είναι πλήγμα υποβάθρου. Ότι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς περίσκεψη και αιδώ αφαίρεσε από την Αριστερά το μοναδικό της εναπομείναν στοιχείο υπεροχής, το στοιχείο του ηθικού πλεονεκτήματος, επιβεβαιώνοντας την πλατιά στην κοινή γνώμη πεποίθηση ότι όλοι είναι ίδιοι.
Μόνο, λοιπόν, μέσω ενός βαθύτατου αναστοχασμού, μιας ουσιαστικής αυτοκριτικής και επανασύνδεσης της ηθικής με την πολιτική, μπορούμε να ανακτήσουμε, ίσως, την χαμένη ελπίδα, δημιουργώντας ένα ριζικά νέο και πρωτότυπο πολιτικό υποκείμενο, που δεν θα έχει καμιά σχέση με τα κλασικά κομμουνιστικά, σοσιαλιστικά, σοδιαλδημοκρατικά ή οικολογικά κόμματα, που έχουν προ καιρού κλείσει τον ιστορικό τους κύκλο.
Αυτό το νέου τύπου πολιτικό υποκείμενο οφείλει λοιπόν να μην αντιγράψει παλιές καταστάσεις αλλά επειδή πρέπει να έχει ιστορική μνήμη (δεν θα είναι ανελλήνιστο θαρρώ), οφείλει να εμπνέεται από τις μεγάλες κορυφώσεις των εθνικών και κοινωνικών αγώνων του λαού μας.
Οι διάφορες συσπειρώσεις – ομαδοποιήσεις που προέκυψαν και θα προκύψουν ως αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ σε μνημονιακό κόμμα, αποτελούν ασφαλώς υγιείς αντιδράσεις ευρισκόμενες στην σωστή κατεύθυνση της συνέχισης του αγώνα «παρ’ όλα αυτά».
Ειδικότερα το εγχείρημα της Λαϊκής Ενότητας δεδομένου του έντονου εκβιασμού που επέβαλε ο πολιτικός χρόνος, αποτελεί μια θετική αντίδραση στον κατήφορο της ηγετικής ομάδας.
Στο δίλημμα των εδώ και τώρα εκλογών, που μας επιβάλλουν οι κατά παραγγελία και της αριστοκρατίας του χρήματος ηγέτες του Μαξίμου, η απάντηση των ενεργών πολιτών που εμπνέονται από τα ιδανικά του δημοκρατικού πατριωτισμού και της Εαμικής Εποποιΐας πρέπει να οδηγεί στην ανακοπή της μνημονιακής κατρακύλας και την ενίσχυση των αντιμνημονιακών, πλην Χρυσής Αυγής, δυνάμεων.
Αυτά σε ένα πρωταρχικό επίπεδο και ως την 20ή Σεπτεμβρίου 2015. Γιατί από εκεί και πέρα τα νερά είναι, κατά την γνώμη μου, πολύ βαθιά και απαιτούν ευρύτερες, βαθύτερες, ουσιαστικότερες και συλλογικότερες προϋποθέσεις.
Και πάνω από όλα μια παραδοχή. Ότι όλες, μα όλες οι πτέρυγες της αντιπολίτευσης στον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχουν λειτουργική, επεξεργασμένη εναλλακτική πρόταση.
Γιατί, προφανώς, για το πού έφτασε η σημερινή Ελλάδα δεν φταίει μόνο το ευρώ (το νόμισμα είναι ένα εργαλείο) και εγώ δεν έχω ακούσει μέχρι σήμερα πειστικό λόγο για τον ρόλο του δανεισμού από το 1828 και εντεύθεν, για το πραγματικά επίδικο ζήτημα της ανεξαρτησίας.
Γιατί το ότι η Ελλάδα δεν είναι μια ανεξάρτητη χώρα, αποτελεί το υπ’αριθμ. ένα πρόβλημα, που γίνεται ακόμα οξύτερο από το γεγονός ότι οι υποτελείς τάξεις δεν έχουν ακόμα βρει τον αυθεντικό τους εκφραστή. Οποιαδήποτε λοιπόν συζήτηση, που δεν θέτει αφετηριακά το ζήτημα της ανεξαρτησίας, της άλλου τύπου παραγωγικής ανασυγκρότησης και του νέου πολιτικού υποκειμένου, αλλά και την αλήθεια ότι όποιος θέλει πραγματική ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη πρέπει για πολλά χρόνια να ματώσει, να διαμορφώσει ένα άλλο μοντέλο ζωής και παραγωγικής ανάπτυξης, είναι μια συζήτηση κατώτερη των περιστάσεων και σαφώς αναντίστοιχη με το ιστορικό φορτίο της παρούσας ιστορικής περιόδου.
Ο μοναδικός δρόμος προς την απελευθέρωση ήταν, είναι και θα είναι ο δρόμος του αγώνα
Έχω συχνά διατυπώσει και πιο ολοκληρωμένα στο εσχάτως εκδοθέν βιβλίο μου Ανάμεσα στις Συμπληγάδες, ότι η ηττημένη πολιτικά, αλλά όχι άρρωστη ηθικά Αριστερά, όσο επώδυνη και αν είναι η διαδικασία ανάρρωσής της μπορεί να επανακάμψει και ιστορικά να δικαιωθεί.
Προϋπόθεση όμως για τα παραπάνω είναι:
– Η βαθιά και ουσιαστική αυτοκριτική της,
– η ανάδειξη των αιτίων της βαθύτατης πολιτισμικής κρίσης που αγγίζει ταυτοτικά στοιχεία του σημερινού ελληνικού λαού και έθνους,
– η σε όλα τα πολιτικά μέτωπα και χώρους εργασίας προσπάθεια ανάταξης του φρονήματος του λαού μας, αναπτύσσοντας έμπρακτα την αλληλεγγύη, γινόμενοι κοινωνοί των προβλημάτων του και οπλίζοντάς τον με τα στοιχεία της ιστορικής, κοινωνικής και πολιτικής αυτογνωσίας, που θα τον βοηθήσουν να κερδίσει το στοίχημα της ενσυνείδητης μετατροπής του σε υποκείμενο της ιστορίας,
– η εκ νέου προσπάθεια εκπόνησης ενός ρεαλιστικού προγράμματος που θα αποκλείσει το ψέμα, θα συνδέσει την ηθική με την πολιτική και θα λέει ευθέως στους πολίτες ότι αν θέλουν να αλλάξουν τους όρους της ζωής τους πρέπει να αλλάξουν οι ίδιοι, πρέπει να ’ρθουν σε ρήξη με τον ωχαδελφισμό της μεταπολίτευσης συνειδητοποιώντας ότι χωρίς σκληρές ατομικές και συλλογικές θυσίες δεν θα υπάρξει ποτέ ένα λαϊκό κίνημα που να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις.
Διιστορικά ο δρόμος για την απελευθέρωση ήταν, είναι και θα είναι ο δρόμος του αγώνα και αυτόν επέλεξαν όσες και όσοι έπεσαν στην άνιση πάλη, ακόμα και στα χρόνια του μεταπολιτευτικού συβαριτισμού.
Αυτό αποτελεί το βαθύτερο πυρηνικό στοιχείο που κατά τον Νικόλαο Σβορώνο εμπεριέχει το πνεύμα αντίστασης του λαού μας, πνεύμα που ενέπνευσε τους υπαρκτούς μεγαλειώδεις αγώνες και θυσίες που τα σημερινά σκουπίδια του ιστορικού αναθεωρητισμού και η νεόκοπη μεταμοντέρνα ερασιτεχνική ηγετική ομάδα των επικρατησάντων μικροευρωπαίων του ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να συλλάβει και επιζητεί να απαλείψει.
Είναι αυτό, που αταλάντευτα υπερασπίζεται από το 1940 ο ιστορικός ηγέτης της δημοκρατικής, πατριωτικής, διεθνιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς ο Μανώλης Γλέζος και που συνοψίζεται στο ότι: «η αντίσταση προσδιορίζει την έννοια της προσφοράς για τη σωτηρία του συνόλου, την υπέρτατη έγνοια για το κοινωνικό σύνολο, για το έθνος. Εθνική Αντίσταση και συμμετοχή όλων των εθνικών δυνάμεων για την ίδια την ύπαρξη του έθνους».
Επίλογος
Η ολοκληρωτική κατεδάφιση και απαξίωση των αρχών και θέσεων που συγκροτούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ ως δημοκρατική συλλογική οντότητα, με οδήγησε στην παρούσα επιλογή.
Προτίμησα ένα άρθρο αντί για μια επιστολή παραίτησης διότι, ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι υπάρχει αξιόπιστος αριστερός παραλήπτης, στον οποίο να επιδώσω αυτή την όποια δήλωση αποχώρησής μου από την Κ.Ε. και την Ο.Μ. Χαλανδρίου.
Μια διαφορετική προσέγγιση, σαν αυτή που πιστά κράτησα στα χρόνια της κομματικής μου συμμετοχής, φρονώ ότι θα «ήσαν όνειρα και ματαιοπονίες. [Άλλωστε αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ] – σχεδόν δεν μοιάζει σαν πατρίς μου, [αυτός] είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα.».
* Ο Λουκάς Αξελός είναι συγγραφέας, διευθυντής των εκδόσεων Στοχαστής και του περιοδικού Τετράδια. Τελευταίο του βιβλίο: Ανάμεσα στις Συμπληγάδες.