Η κυβέρνηση διαλύει τη δημόσια και ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στην ιδιωτική εκπαίδευση. Του Γιάννη Αμανατίδη
Τους τελευταίους μήνες στο επίκεντρο του εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος -πέραν του Σχεδίου «Αθηνά» για την «αναδιάρθρωση» της Ανώτατης Εκπαίδευσης- βρίσκονται τα νομοθετήματα που αναμένεται να κυρωθούν και αφορούν την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών (εκκρεμεί η έκδοση Προεδρικού Διατάγματος) και η άρτι αφιχθείσα στη δημόσια συζήτηση, περίφημη τροπολογία για τη σύσταση της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ), η οποία και αποσύρθηκε τελικά μετά την κατακραυγή που προκάλεσε η απόπειρα εισαγωγής ενός τόσο σοβαρού θέματος με τη μορφή τροπολογίας σε άσχετο νομοσχέδιο.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός των αντιστάσεων και των έντονων αντιδράσεων που συναντούν από σύσσωμη την εκπαιδευτική κοινότητα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης οι απεγνωσμένες και κοινοβουλευτικά διάτρητες (με μορφή Προεδρικών Διαταγμάτων και Τροπολογιών) προσπάθειες της συγκυβέρνησης να εισαγάγει την «αξιολόγηση» στην εκπαίδευση. Κι αυτό γιατί μια προσεκτικότερη ανάγνωση της εν λόγω «αξιολόγησης» αποκαλύπτει πως αποτελεί έναν ευφημισμό, έναν εύσχημο τρόπο, δούρειο ίππο προκειμένου να ξεδιπλωθεί εντέχνως και να εφαρμοστεί στην Παιδεία η ακραία νεοφιλελεύθερη κυβερνητική ατζέντα που διαπερνά όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
Αυτό εξηγεί γιατί οι αντιδράσεις των εκπαιδευτικών δεν είναι εν κενώ, έχουν αντίκρισμα και ουσιαστική βάση.
Η επίθεση που δέχεται τα τελευταία χρόνια ο εκπαιδευτικός από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης -με πολιτική σκοπιμότητα εξυπακούεται- είναι μεθοδευμένη, συστηματική και έχει σαφείς στόχους. Έχουμε όλοι γίνει μάρτυρες και θεατές της διατεταγμένης υπηρεσίας των κυρίαρχων Μίντια, που αποσκοπεί στην έντεχνη και μεθοδευμένη απαξίωση του λειτουργήματος, του κύρους και του αξιακού ρόλου του εκπαιδευτικού, ο οποίος παρουσιάστηκε στερεοτυπικά, συλλήβδην και ελαφρά τη καρδία ως τεμπέλης, επίορκος, χαραμοφάης. Απώτερος στόχος ήταν σαφώς η κάμψη των κοινωνικών αντιστάσεων, ώστε να περάσουν εύκολα η αύξηση του διδακτικού ωραρίου, οι μειώσεις μισθών, η δραματική μείωση των προσλήψεων αναπληρωτών, οι διαθεσιμότητες, οι πειθαρχικές διώξεις και εν προκειμένω, η αξιολόγηση.
Το διακύβευμα
Δεν θα πρέπει να εξετάζουμε την «αξιολόγηση» αποσπασματικά ή μεμονωμένα, αλλά ενταγμένη στο ευρύτερο πλαίσιο πολιτικών στοχεύσεων, όπως τέθηκε πιο πάνω. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τελικός στόχος όλων αυτών των πολιτικών επιλογών δεν είναι άλλος παρά η απαξίωση της δημόσιας εκπαίδευσης, που θα ανοίξει διάπλατα τις πόρτες στην ιδιωτική. Ο παγκόσμιος άγριος καπιταλισμός, όπως διαπερνά τις πολιτικές της Ε.Ε. και τις αποφάσεις, αρχές και αξίες διεθνών οργανισμών όπως ο ΠΟΕ και ο ΟΟΣΑ, προσεγγίζει την εκπαίδευση (από την πρωτοβάθμια έως την ανώτατη και επαγγελματική) ως εμπορεύσιμη «υπηρεσία», δηλαδή εμπόρευμα και συνεπώς πεδίο δόξης λαμπρό για επιχειρηματικά συμφέροντα.
Ποιο είναι, όμως, το διακύβευμα της «αξιολόγησης»; Η αξιολόγηση αποτελεί την κερκόπορτα όχι μόνο για απολύσεις εκπαιδευτικών (αφού με δύο αρνητικές αξιολογικές κρίσεις ο εκπαιδευτικός μπορεί να απολύεται), ούτε μόνο για τη μείωση του κόστους του εκπαιδευτικού προσωπικού (αφού η αρνητική αξιολόγηση θα οδηγεί σε μισθολογική και βαθμολογική στασιμότητα), αλλά και για ένα ακόμα, ιδιαίτερης σημασίας ζήτημα: η αξιολόγηση που θα γίνεται πυραμιδικά (από διορισμένους με κομματικά κριτήρια παράγοντες) θα επιφέρει καθεστώς τρομοκράτησης, χειραγώγησης, αυταρχισμού και περιορισμού των δημοκρατικών ελευθεριών των εκπαιδευτικών. Κι αυτό γιατί στο πλαίσιο της διοικητικής αξιολόγησης (που θα γίνεται από τους διευθυντές των σχολείων), ο εκάστοτε εκπαιδευτικός θα ζει υπό το φόβο αρνητικής κρίσης όταν λόγου χάριν αναπτύσσει τη δημοκρατικά κατοχυρωμένη συνδικαλιστική του δράση, αν αυτό δεν συνάδει με την ιδεολογία του αξιολογητή του. Η στόχευση είναι η δημιουργία φοβισμένων και πειθήνιων εκπαιδευτικών που με το καρότο της θετικής αξιολόγησης και το μαστίγιο της απόλυσης ή στασιμότητας θα συμμορφώνονται με τις κυβερνητικές επιλογές χωρίς περιθώρια αντίδρασης.
Τι θα αξιολογηθεί σε μια Παιδεία που καταρρέει;
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, τίθεται το κρίσιμο ζήτημα νομιμοποίησης της πολιτικής που επιβάλλει την αξιολόγηση. Με ποιες αξιώσεις ηθικές, πολιτικές και κοινωνικές νομιμοποιείται η συγκυβέρνηση να κάνει ακόμα και λόγο για αξιολόγηση; Πώς αξιώνει να αποτιμήσει την ποιότητα του διδακτικού έργου όταν έχει καταδικάσει τη δημόσια Παιδεία σε μαρασμό; Είναι η τραγική πραγματικότητα των υποστελεχωμένων σχολειών, των τσουβαλιασμένων μαθητών μέσα σε ακατάλληλες και χωρίς θέρμανση σχολικές αίθουσες, των νέων συγχωνεύσεων σχολικών μονάδων που απονομιμοποιούν τους κυβερνώντες και δημιουργούν εύλογη και δικαιολογημένη δυσπιστία για τις προθέσεις, τη σκοπιμότητα και την αξιοπιστία του συστήματος αξιολόγησης που είναι προ των πυλών.
Αποτελεί ηθικό και πολιτικό θράσος η ενοχοποίηση του εκπαιδευτικού για όλα τα δεινά της εκπαίδευσης και η μονόπλευρη σύνδεσή του με τη σχολική επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών του, που με τη σειρά της συνδέεται με τη σχολική μονάδα που υπηρετεί και η οποία αναλόγως αξιολογείται, όπως προβλέπεται από το νομοθέτημα για τη σύσταση της ΑΔΙΠΠΔΕ. Πώς γίνεται να αγνοούν οι εμπνευστές της αξιολόγησης τους εσωσχολικούς και εξωσχολικούς παράγοντες που συμβάλλουν ουσιαστικά στην επίδοση του μαθητή; Πώς αποσιωπώνται οι ταξικές διαφοροποιήσεις, η κοινωνική προέλευση, η οικονομική και μορφωτική κατάσταση του γονεϊκού περιβάλλοντος; Δεν γνωρίζουν την εκπαιδευτική πραγματικότητα της ύπαρξης σχολείων σε υποβαθμισμένες, φτωχές ή απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, όπου οι επιδόσεις των μαθητών συνδέονται με κοινωνικούς, οικονομικούς, χωροταξικούς παράγοντες; Γιατί δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν οι προδιαγραφές, οι υλικοτεχνικές και κτιριακές υποδομές των σχολειών που φοιτούν τα παιδιά, τα κενά του εκπαιδευτικού προσωπικού, η έλλειψη στοιχειωδών συνθηκών, όπως θέρμανση στις αίθουσες; Η εξασφάλιση αυτών δεν αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας; Και τι θα συνεπάγεται μια αρνητική αξιολόγηση μιας σχολικής μονάδας με βάση τις επιδόσεις των μαθητών;
Η «αξιολόγηση» του κυβερνητικού έργου στον τομέα της εκπαίδευσης από την κοινωνία, την εκπαιδευτική κοινότητα, τους μαθητές και τους γονείς είναι βασισμένη στα αδιάσειστα και αντικειμενικά κριτήρια της πραγματικότητας και είναι αμείλικτη. Η παρούσα συγκυβέρνηση έχει κριθεί και κρίνεται καθημερινά όχι απλά ως «ανεπαρκής», αλλά ως επικίνδυνη για το παρόν και το μέλλον της δημόσιας δωρεάν Παιδείας.
* Ο Γιάννης Αμανατίδης είναι δάσκαλος, βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ