H αντιπαράθεση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. κινείται περισσότερο στην σφαίρα της επικοινωνίας και δεν σχετίζεται με διαφορές στην πολιτική ουσία των δύο σχηματισμών
του Μανόλη Μούστου
«Ναι, αλλά φαντάσου να βγει ο Μητσοτάκης. Τα πράγματα με τη Δεξιά θα είναι πολύ χειρότερα. Οπότε καλύτερα με εμάς».
Κάπως έτσι πάει ένα από τα πιο βασικά επιχειρήματα που προβάλλουν ΣΥΡΙΖΑ και Τσίπρας προκειμένου να εκβιάσουν το εκλογικό σώμα, να διαχειριστούν τη δύσκολη για αυτούς κατάσταση και να διατηρηθούν στην εξουσία.
Έτσι, λοιπόν, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ακόμα κι αν έχει ψηφίσει το 3ο και πιο αποικιοκρατικό Μνημόνιο, ακόμα κι αν κολυμπάει μέσα στο ψέμα και τον κυνισμό και οδηγεί την κοινωνία σε ακόμα μεγαλύτερη φτωχοποίηση και εξαθλίωση δεν είναι και η χειρότερη που θα μπορούσε να υπάρξει. Θα πρέπει, σε γενικές γραμμές, να είμαστε και ευχαριστημένοι γιατί τα πράγματα με την Ν.Δ. θα ήταν πολύ χειρότερα. Ο λόγος είναι απλός. Η «Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ που δεν έχει στο DNA της πολιτικές λιτότητας (σύμφωνα τον βουλευτή Μπαλαούρα) «δεν πιστεύει σε αυτά που ψηφίζει», συνεπώς κάνει κάποια προσπάθεια για ελάφρυνση των ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων που ζητούν οι δανειστές. Η Ν.Δ. όμως που έχει νεοφιλελεύθερο DNA…
Κυβερνητική προπαγάνδα και πραγματικότητα
Η αλήθεια είναι ότι η αντιπαράθεση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. κινείται περισσότερο στην σφαίρα της επικοινωνίας και δεν σχετίζεται με διαφορές στην πολιτική ουσία των δύο σχηματισμών. Άλλωστε, ο «γονιδιακά ευαίσθητος» ΣΥΡΙΖΑ και η Ν.Δ. ψήφισαν από κοινού το 3ο Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2015 που άνοιξε τον δρόμο για το υπερ-ταμείο ξεπουλήματος της δημόσιας περιούσιας και τον αυτόματο κόφτη. Και φυσικά η συνεργασία συνεχίστηκε σε ειδικές ψηφοφορίες στη Βουλή που αφορούσαν την σύμβαση παραχώρησης του ΟΛΠ στην Cosco, την κατάργηση του ΕΚΑΣ, την παραχώρηση των περιφερειακών αεροδρομίων στη Fraport ή τη νέα Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.
Στα δε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν παρατηρούνται ούτε καν λεκτικές διαφοροποιήσεις. Η μετατροπή της χώρας σε αποθήκη ψυχών και φράχτη ανάσχεσης των προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη και η εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας με την παρουσία του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο είναι ζητήματα που μονίμως εξαιρούνται από τις επικοινωνιακές αψιμαχίες κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Γίνεται έτσι αντιληπτό ότι στα κρίσιμα ζητήματα για την πολιτική των δανειστών στην Ελλάδα το μήνυμα που στέλνεται από το εσωτερικό είναι ξεκάθαρο: «Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε, η αντιπαράθεση δεν ακουμπά τους βασικούς πυλώνες της νεοαποικιακής πραγματικότητας και αφορά τους τύπους, το μοίρασμα της πίτας σε διαφορετικά συμφέροντα και την πολιτική επιβίωση του κάθε κομματικού σχηματισμού. Κανείς από τους δύο διαχειριστές δεν πρόκειται να αμφισβητήσει το νεοαποικιακό status quo της χώρας».
Η καθοριστική ποιοτική διαφορά
Ωστόσο, κριτήριο για να αξιολογηθεί μία κυβέρνηση δεν μπορεί να είναι μόνο τι πολιτική εφαρμόζει αντικειμενικά. Άλλωστε, αυτό πλέον στην Ελλάδα καθορίζεται από το κουαρτέτο των δανειστών που κατοικοεδρεύει στον 8ο όροφο του Χίλτον. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ αυτό που έχει πιο μεγάλη σημασία είναι το τι διαλύει υποκειμενικά και τι υπηρεσίες αυτό προσφέρει.
Η «Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ που ενσωματώθηκε στο μνημονιακό καθεστώς είναι πολύ πιο χρήσιμη για τους δανειστές αφού μπορεί και περνάει αναίμακτα νεοφιλελεύθερα μέτρα, κόφτες και υπερ-ταμεία που ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος και ο Παπανδρέου δεν τολμούσαν ούτε καν να διανοηθούν.
Η παταγώδης διάψευση της ελπίδας και των προσδοκιών που είχαν εκατομμύρια άνθρωποι το προηγούμενο διάστημα καθώς και η διάλυση και κατασυκοφάντηση της αριστεράς (ακόμα εκεί καταγράφεται δυστυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τις εκτιμήσεις πολλών κλασικών αντιμνημονιακών σχημάτων) λειτουργούν τελείως αποσυγκροτητικά στον υποκειμενικό παράγοντα. Ο αγωνιζόμενος λαός που καθόρισε τις πολιτικές εξελίξεις στο παρελθόν οδηγείται στην «σιωπή». Αισθήματα απελπισίας, απογοήτευσης, αποστράτευσης και βαθιάς περισυλλογής κυριεύουν μεγάλη μερίδα του κόσμου μετά την ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ με αποτέλεσμα τα μέτρα και οι αποικιακές συμβάσεις να μην συναντούν ουσιαστική αντίσταση.
Σε τελική ανάλυση, ο κόσμος που αγωνίστηκε ενάντια στα μνημόνια τα προηγούμενα χρόνια δεν είχε απαιτήσεις και αυταπάτες σχετικά με τη Ν.Δ. και τα υπόλοιπα ακραιφνώς νεοφιλελεύθερα κόμματα του παλιού πολιτικού συστήματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ συμβόλισε την ελπίδα για μία μεγάλη αλλαγή και για κάτι διαφορετικό και για αυτό η προσχώρησή του στο αντίπαλο στρατόπεδο συνιστά μεγάλης έκτασης πλήγμα για την ψυχή του λαού.
Με αυτήν την έννοια, αν υπάρχει όντως κάποιος χειρότερος από τους δύο αυτός είναι η παρέα του Μαξίμου που με τάχα «αριστερό και ευαίσθητο» πρόσωπο καθιερώνει ένα στυλ πολιτικής αδίστακτης και κυνικής και εμπεδώνει την μοιρολατρική λογική «δεν υπάρχει εναλλακτική, συνηθίστε στην ήττα και διαλέξτε τουλάχιστον εμάς να διαχειριστούμε την αποικία». Με αυτόν τον τρόπο αποσυγκροτεί το λαϊκό κίνημα οδηγώντας χώρα, κοινωνία και Αριστερά στην απόλυτη διάλυση.
Συνεπώς, το προπαγανδιστικό κυβερνητικό μότο «οι άλλοι είναι χειρότεροι» είναι από κάθε άποψη έωλο. Η ανάγκη για την σωτηρία του λαού δεν χωράει στο δίπολο «ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ». Τόσο η κυνική παρεοκρατία του Μαξίμου όσο και η δοκιμασμένη ΝΔ του Κυριάκου αποτελούν παραπροϊόντα ενός σάπιου, παρασιτικού, υποταγμένου και διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος.
Η σωτηρία της χώρας περνάει αναγκαστικά μέσα από το αποφασιστικό γκρέμισμα αυτού του πολιτικού συστήματος και του αποικιακού καθεστώτος που το συνοδεύει. Στο σημείο που μας έχουν φέρει είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία μία δημοκρατική επανάσταση που θα αναδείξει νέα εγχειρήματα και πρόσωπα και θα θεσπίσει νέες σχέσεις εκπροσώπησης και συμμετοχής του λαού στα πολιτικά πράγματα.