Υπεύθυνοι η πολιτεία και οι ΠΑΕ των οπαδικών στρατών. Του Κωνσταντίνου Σταυρουλάκη.
Τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του Μιχάλη Φιλόπουλου, στη Λεωφόρο Λαυρίου, η ιστορία επαναλαμβάνεται είτε ως φάρσα, είτε ως το αποτέλεσμα πολύ συγκεκριμένων ενεργειών στο χώρο του αθλητισμού στην Ελλάδα. Τα πάντα είναι ζήτημα οπτικής στην περίπτωση του θανάτου του 21χρονου Γιάννη Ρουσάκη.
Στην Ελλάδα είναι πλέον αποδεκτό πως από την απαρχή του επαγγελματικού αθλητισμού και ιδιαίτερα του ποδοσφαίρου τη δεκαετία του ‘80 «χτίστηκαν» με μεγάλη μεθοδικότητα διαφόρων ειδών οπαδικοί στρατοί. Πολλές φορές οι ιδιοκτήτες των «ανωνύμων» εταιριών που δραστηριοποιούνταν στο χώρο του ποδοσφαίρου, έστηναν συνειδητά το στρατό τους ο οποίος θα αποτελούσε φυσικά και την προστασία του κάθε μεγαλοπαράγοντα στο σύνολο της «επιχειρηματικής» του δραστηριότητας. Προμήθειες από το Δημόσιο, συμμετοχή σε μεγάλα έργα, σημαντική φοροδιαφυγή. Κανείς δεν μπορούσε να κυνηγήσει κανένα από τα αφεντικά του ποδοσφαίρου, αφού αυτή θα ήταν μία απευθείας επίθεση στο τιμημένο σωματείο! Φυσικά για είναι πρόθυμοι οι στρατοί να παλέψουν μεταξύ τους έπρεπε η πλειονότητα του αθλητικού τύπου να δηλητηριάζει τον κάθε οπαδό με μίσος για τον αντίπαλο. Επίσης, πολλά πρωτοπαλίκαρα των συνδέσμων, οι οποίοι στην πραγματικότητα αποτελούν υπαλλήλους των αφεντικών των ομάδων, έκαναν την εμφάνιση τους σε διάφορες οπαδικές εκπομπές όπου το μίσος για τον αντίπαλο είναι κυρίαρχο. Εκ των υστέρων αποδείχτηκε πως πολλοί από αυτούς είχαν βγάλει μια περιουσία, συμμετείχαν στα κυκλώματα του παράνομου στοιχήματος και φυσικά ήταν μπλεγμένοι σε διάφορες δραστηριότητες της νύχτας.
Δυστυχώς, αυτό είναι μόνο το ένα σκέλος του εμετικού αυτού δημιουργήματος.
Τα «στραβά μάτια» της πολιτείας
Το χειρότερο είναι πως στο δεύτερο σκέλος πρωταγωνιστής είναι η Πολιτεία, η διαχρονική στάση της οποίας είναι τουλάχιστον εξοργιστική και σίγουρα μεθοδική. Για έναν νέο άνθρωπο που σε αυτή τη χώρα δεν μπορεί να εργαστεί αξιοπρεπώς, δεν μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς και εσχάτως αδυνατεί να επιβιώσει, οι σύνδεσμοι αποτέλεσαν στέγη κοινωνικής πρωτίστως αποδοχής και γκετοποίησης. Το να μισεί ο ένας οπαδός τον άλλο ήταν κεντρική απόφαση των εξουσιών γενικώς, καθώς, όπως είναι ευνόητο, κουκουλώνει τα αδιέξοδα που οι περισσότεροι νέοι βιώνουν. Η πολιτεία λοιπόν επέτρεψε σε αυτά τα γκέτο οπαδών να λειτουργούν στα όρια του υποκόσμου, στις παρυφές του οργανωμένο εγκλήματος, αν όχι στην καρδιά του. Επέτρεψε στα αφεντικά του ποδοσφαίρου να πληρώνουν μέχρι και νομικούς για να εξασφαλίσουν στους συλληφθέντες διάφορων επεισοδίων ασυλία.
Δεδομένη, δε, θα πρέπει να θεωρείται και η απευθείας συσχέτιση πολλών συνδέσμων με την ακροδεξία. Πρόσφατα, μάλιστα, αρκετοί από τα οργανωμένα στελέχη συνδέσμων συμμετείχαν στο πογκρόμ ενάντια στους μετανάστες στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις.
Κλείνοντας, θα ήθελα να κάνω δύο ακόμα παρατηρήσεις σχετικά με το τελευταίο επεισόδιο στο Ηράκλειο. Αρχικά με εξοργίζει να βλέπω οποιονδήποτε πολιτικό να δηλώνει εξοργισμένος από την κατάσταση ή πως ο κόμπος έφτασε στο χτένι.
Πλέον, ξεπερνά τα όρια τους θράσους, είναι κοινωνική αλητεία. Δεύτερον και πλέον ανησυχητικό αν κάνει κάποιος τον κόπο να δει τι έχει αναρτηθεί στη σελίδα του Γιάννη Ρουσάκη στο Facebook και την πλειάδα επικίνδυνων μηνυμάτων και απειλών που εκτοξεύονται, θα καταλάβει πως είναι τυχαίο και μόνο, το γεγονός του ότι δεν υπάρχουν τόσο συχνά αντίστοιχα επεισόδια. Όσο, βέβαια, η κοινωνική εξαθλίωση ριζώνει, τα φαινόμενα αυτά θα πολλαπλασιάζονται.