Τον τελευταίο ενάμισι χρόνο η παγκόσμια κοινότητα ήρθε αντιμέτωπη με μια πρωτόγνωρη κατάσταση, τη λεγόμενη «πανδημία του Covid-19». Οι εξουσιαστές και οι διαχειριστές του κράτους προσπάθησαν να μας πείσουν ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο και σε αυτόν τον πόλεμο ο εχθρός είναι αποκλειστικά ο ιός. Στον «πόλεμο» αυτό οι κυβερνώντες επέβαλαν ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης, αναστέλλοντας το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής μας ζωής και των δραστηριοτήτων που στηρίζονταν στη διαπροσωπική επαφή και αλληλεπίδραση. Η πραγματική ζωή δαιμονοποιήθηκε, χαρακτηρίστηκε «επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία», για να δώσει τη θέση της στην καραντίνα, τον εγκλεισμό στο σπίτι και την υποχρεωτική τηλεκπαίδευση και τηλεργασία με ελάχιστες έως ανύπαρκτες κοινωνικές και πολιτικές αντιστάσεις απέναντι στη ριζική αναδιάρθρωση των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων που συντελείται κι επιβάλλεται από το κράτος μέχρι και σήμερα.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΛΟΙΠΟΝ σε αυτό το δυστοπικό παρόν που μας εισάγει σε μια νέα κανονικότητα αναδύεται ένα καίριο ερώτημα: υπάρχει αριστερή απάντηση, ή είναι και η ίδια η αριστερά κι ο ευρύτερος χώρος υπό διερώτηση κι επαναπροσδιορισμό περιεχομένου σε αυτόν τον βιοπολιτικό ολοκληρωτισμό που έχει εγκαθιδρυθεί;
Αυτό που παρατηρούμε μέχρι σήμερα είναι ότι, όπως ήταν αναμενόμενο, τα κόμματα τόσο της κοινοβουλευτικής όσο και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς δεν έφεραν καμία απολύτως αντίσταση, συμπορεύτηκαν ενάμιση χρόνο τώρα με τα κυβερνητικά μέτρα που αφορούν την αντιμετώπιση της επιδημίας, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά την υποταγή τους και την αφομοίωσή τους στο καθεστώς της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Ενώ θα περίμενε κανείς ότι μέσα σε αυτόν τον κοινωνικό βούρκο ο αντιεξουσιαστικός χώρος θα αποτελούσε μιαν αχτίδα φωτός, ουσιαστικά συνέβη το αντίθετο. Στη διάρκεια της πρώτης καραντίνας, ο κόσμος ήρθε αντιμέτωπος με κάποιες καταστάσεις που μέχρι το 2019 έμοιαζαν εξωπραγματικές, όπως η έγκριση εξόδου από τον αριθμό 13033, ο περιορισμός της ελεύθερης μετακίνησης έως τρείς ώρες, απαγόρευση κυκλοφορίας από νομό σε νομό και, φυσικά, υποχρεωτική τηλεκπαίδευση σε μαθητές και φοιτητές. Η μαζική αντίδραση του αναρχικού χώρου ήταν ανύπαρκτη, ενώ ακόμη και τα μέσα αντιπληροφόρησης δεν έθιγαν ουσιαστικά τα κοινωνικά προβλήματα που δημιούργησε το lockdown στην μαζική ψυχολογία της κοινωνίας, ούτε φυσικά υπήρξαν καλέσματα αντίστασης. Αντίθετα, λίγους μήνες αργότερα και αφού η κυβέρνηση επέβαλε υποχρεωτική χρήση μάσκας σε εσωτερικούς κι εξωτερικούς χώρους, καθώς και σε σχολεία και χώρους εργασίας, ένα μεγάλο μέρος του α/α χώρου χαιρέτησε το μέτρο αυτό του κράτους σαν μια προσπάθεια ανάκτησης της χαμένης κοινωνικής μας ζωής, συκοφαντώντας και λοιδορώντας όσους συντρόφους εναντιώθηκαν στους μηχανισμούς πειθάρχησης της κοινωνίας.
ΩΣΤΟΣΟ η πολιτική κατρακύλα δεν έχει τελειώσει. Στη διάρκεια της δεύτερης καραντίνας, η οποία ήταν σκληρότερη από την πρώτη (καθώς διήρκησε περισσότερους μήνες και υπήρξε απαγόρευση κυκλοφορίας αρκετές ώρες το εικοσιτετράωρο), το μεγαλύτερο μέρος του χώρου δεν αντέδρασε. Μόνον όταν μπήκε σ’ εφαρμογή το «γαλάζιο σχέδιο ελευθερίας» της κυβέρνησης άρχισε να φαίνεται πως ο χώρος αναλαμβάνει δράση, αλλά η δράση δεν ήταν εκείνη που θα περίμενε κάποιος από έναν πολιτικό χώρο που υπόσχεται κοινωνική απελευθέρωση και ολική χειραφέτηση.
Πράγματι, το μεγαλύτερο μέρος του α/α χώρου αγκάλιασε το σχέδιο της κυβέρνησης για υποχρεωτικό/μαζικό εμβολιασμό, υιοθετώντας άκριτα τη συκοφαντική κρατική και μιντιακή εκστρατεία υπονόμευσης της πολιτικής αμφισβήτησης στο κυρίαρχο αφήγημα και ταυτίζοντας την πολιτική κριτική με συνωμοσιολογία, ανορθολογισμό, ακόμη και με νεοναζισμό («ψέκες», «νεοναζί», κ.λπ.) Αποτέλεσμα της στάσης αυτής δεν ήταν μόνο η παραχώρηση των ηνίων του αγώνα κατά της υποχρεωτικότητας στα ακροδεξιά μορφώματα, αλλά και με την στάση του ο αναρχικός χώρος συνέδραμε την κυβέρνηση στο στήσιμο ενός σύγχρονου απαρτχάιντ.
Ενώ το μεγαλύτερο κομμάτι, τόσο της ευρύτερης αριστεράς όσο και του αναρχικού χώρου, είχε προσαρμοστεί εξαρχής στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης, κάποιες δυνάμεις του ανταγωνιστικού κινήματος από την αρχή της νέας δυστοπίας εναντιωθήκαμε στα κυβερνητικά μέτρα, τόσο με τον γραπτό μας λόγο σε μέσα αντιπληροφόρησης και blogs όσο και με τη δράση μας στο δρόμο. Στις 2 Οκτώβρη 2021, στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη, με τη μαζική πορεία κάποιων αριστερών και αυτόνομων/αναρχικών ομάδων, δόθηκε μια πρώτη απάντηση απέναντι τόσο στο κράτος όσο και στα κομμάτια εκείνα της αριστεράς και της αναρχίας που επιμένουν να αναπαράγουν την ίδια ρητορική αποπολιτικοποίησης της υγειονομικής συνθήκης.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΛΟΙΠΟΝ στο κράτος που έχει αναλάβει σε ύφος τμήματος μάρκετινγκ των φαρμακευτικών να μας πειθαρχεί και να μας τιμωρεί ανάλογα με το πόσες φορές σηκώνουμε το μανίκι να τσιμπηθούμε για το «καλό» μας, κι απέναντι στα δεκανίκια του από τον ευρύτερο αριστερο/αναρχικό χώρο που επιτρέπει την υγειονομική αστυνομία στα πανεπιστήμια, την επιβολή διαχωρισμών με την επίδειξη πιστοποιητικών και θεωρεί ότι το σκανάρισμα κάθε κυττάρου της ζωής μας είναι αναγκαίο κακό, αφού το σώμα δεν μπορεί να έχει ιερότητα σε καιρούς πανδημίας, εμείς αντιτασσόμαστε με όσα μέσα διαθέτουμε σε αυτόν τον παραλογισμό και προσπαθούμε να επινοήσουμε τα μέσα αντίστασης που θα αποφέρουν μια μικρή αχτίδα ελπίδας στον ζόφο. Μια ελπίδα που βγαίνει αυτή τη στιγμή ιστορικά από τη χαραμάδα του αναγκαίου και ριζικού επαναπροσδιορισμού εννοιών, υποκειμένων και πολιτικών σχηματισμών, προκειμένου να δώσει χώρο σε νέες σχέσεις, ερμηνείες και αποτελέσματα. Σε αυτόν τον βιοπολιτικό ολοκληρωτισμό που με αλαζονεία και έπαρση λέει ότι το σώμα ανήκει στην εξουσία κι έρχεται να δημιουργήσει σε αυτή τη βάση ένα αδιανόητο υγειονομικό/πολιτικό απαρτχάιντ, η δική μας απάντηση δεν θα έρθει ούτε από την αριστερά ούτε από τον ευρύτερο χώρο της αναρχίας: θα είναι από τη φωτιά και τις στάχτες του παλιού που πεθαίνει και δίνει τη θέση του σε νέα μέσα και υποκείμενα δυναμικής πάλης.