Η πανδημία του κορωνοϊού, που επίκεντρο της έχει πια την Ευρώπη κι όχι την Κίνα, ωθεί πιεστικά στην εξαγωγή συμπερασμάτων – που βοούν, κι ας μην έχει φτάσει ακόμη η επιδημία στο χειρότερο σημείο της. Αναπόφευκτα, το βασικότερο συμπέρασμα αφορά την ύπαρξη και τη δράση εκείνου του υπερεθνικού οργανισμού που για δεκαετίες όριζε τις κατευθύνσεις των εθνικών κυβερνήσεων και στις πιο μικρές λεπτομέρειές τους, αλλά και αυτές καθαυτές τις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων: περί Ευρωπαϊκής Ένωσης ο λόγος. Σήμερα ακόμη και άνθρωποι που είτε αφελώς είτε ωφελιμιστικά εξακολουθούσαν να δηλώνουν γοητευμένοι από το «ευρωπαϊκό όραμα» (ή, στην καλύτερη περίπτωση, το θεωρούσαν «το μικρότερο κακό») στέκονται αμήχανοι και προβληματισμένοι μπροστά στην πιο κραυγαλέα αποτυχία του: την αδυναμία της Ε.Ε. να αντιμετωπίσει με στοιχειωδώς συντονισμένο τρόπο την πανδημία.
Αλλά πριν φτάσουμε στο σήμερα, είναι αναγκαίο να δούμε πώς φτάσαμε εδώ. Η πορεία είναι μακρά, και διδακτική, έστω από την ανάποδη. Ας πάρουμε σαν αφετηρία το «ορόσημο» του 1992 και της κακόφημης Συνθήκης του Μάαστριχτ (που, όχι τυχαία, ήρθε μετά την ανατροπή κάθε προηγούμενου συσχετισμού αφότου κατέρρευσε το ανατολικό μπλοκ). Πώς προχώρησε έκτοτε αυτό που σταδιακά εξελίχθηκε σε ευρωπαϊκή εκδοχή της παγκοσμιοποίησης και σε ένα απρόσωπο γραφειοκρατικό τέρας το οποίο απέκτησε κυριολεκτικά δικαιώματα ζωής και θανάτου επί κρατών και λαών, δίνοντας λογαριασμό μονάχα στις ελίτ;
Όλη η πορεία της Ε.Ε. χαρακτηρίζεται από μια ασίγαστη επίθεση στο δημόσιο τομέα (της υγείας, αλλά όχι μόνο), από την ανατίναξη κατακτήσεων δεκαετιών, και από τη συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικούς ληστρικούς πολέμους που κατέστρεψαν τρίτες χώρες. Αυτό μοιάζει γενικολογία, αλλά δεν είναι: συντίθεται από μια δέσμη πολύ συγκεκριμένων επιθετικών πολιτικών, που κορυφώθηκαν την τελευταία δεκαετία με την επιβολή μνημονίων και απώλειας κυριαρχίας σε μια σειρά κράτη μέλη της Ε.Ε. και με τον εμπρηστικό ρόλο που αυτή έπαιξε σε μια σειρά μέτωπα.
Πώς καταλήξαμε πάλι στα «παρωχημένα» κράτη μέλη
Η κατεύθυνση ανατίναξης του δημόσιου τομέα, περικοπής των κοινωνικών δαπανών και απίσχνανσης –μέχρι κατάργησης– των δημόσιων επενδύσεων, δηλαδή μέτρα «οικονομικά», συνοδεύτηκαν από αντίστοιχες «πολιτικές» επιθέσεις στη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία. Στην πορεία αυτή εγκαταλείφθηκαν σταδιακά αλλά ουσιαστικά ακόμη και οι όποιες προηγούμενες «κοινές πολιτικές» (π.χ. στον αγροτικό τομέα) στη βάση ενός ακραίου νεοφιλελεύθερου δογματισμού που κανοναρχούνταν από τη γερμανική μπαγκέτα. Τον τόνο έδινε πλέον η επίθεση στη ζωντανή εργασία και στην πραγματική παραγωγή, η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας και η επιβολή τοκογλυφικών σχέσεων από τους ισχυρούς στους πιο αδύναμους.
Η πολιτική αυτή κατέληξε στη φτωχοποίηση λαών και την ανατίναξη εθνικών οικονομιών – δίχως, παρ’ όλα αυτά, το «αόρατο χέρι των αγορών» να μπορέσει να ανακόψει την πολύμορφη κρίση που πλήττει και αποσαθρώνει την υποτιθέμενη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ταυτόχρονα, τα ισχυρά κράτη μέλη της Ε.Ε. πρωτοστάτησαν (αρχικά με φιλοδοξίες «αυτόνομης» πολιτικής κι έπειτα, όταν η Ουάσιγκτον τα επανέφερε στην τάξη, ως ακόλουθοι του ευρωατλαντισμού) σε πραξικοπήματα, εισβολές, κατοχές και διαμελισμούς χωρών. Ας μην πάμε μακριά, σε άλλες ηπείρους: ο ρόλος των Ευρωπαίων στη νέα βαλκανοποίηση της Βαλκανικής αρκεί ως επιβεβαίωση.
Είδαμε δηλαδή επί τρεις σχεδόν δεκαετίες μια αξεδιάλυτη επίθεση τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, και έναν εντελώς αρνητικό ρόλο στο διεθνές γίγνεσθαι. Για να φτάσουμε πού, με την έκρηξη της επιδημίας; Στη διαπίστωση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού ξεθεμελίωσε τον δημόσιο τομέα και τσαλαπάτησε τη λαϊκή κυριαρχία και το διεθνές δίκαιο, αδυνατεί να διαμορφώσει μια οποιαδήποτε πολιτική αντιμετώπισης έστω ενός συγκεκριμένου προβλήματος και να προστατεύσει τους υπηκόους της. Τον ρόλο αυτό ανέλαβε, όπως καταλάβαινε και μπορούσε, κάθε «παρωχημένο» κράτος μέλος στην επικράτειά του – ενώ αν κάπου έπρεπε να υπάρχει ένας διεθνής και ηπειρωτικός συντονισμός, θα ήταν σε τέτοια προβλήματα. Αντ’ αυτού, και μπροστά στην έλλειψη οιασδήποτε κοινής στάσης και αλληλεγγύης, κάθε εθνική κυβέρνηση λαμβάνει τα μέτρα που εκείνη κρίνει σκόπιμα, αγνοώντας (για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά) τους ασφυκτικούς δημοσιονομικούς κανόνες των Βρυξελλών και του Βερολίνου.
Η μεγαλύτερη χρεοκοπία του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού
Δεν θα γινόταν αλλιώς μπροστά σε μια πραγματικότητα που βοούσε: οι κοινές πολιτικές, η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, η ίδια η Ε.Ε. τελικά, απλά δεν υφίστανται. Αυτό το επιβεβαίωνε πανηγυρικά η εικόνα της Γερμανίδας αρχικομισαρίου Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να ανάβει, τελευταία και καταϊδρωμένη και ενώ οι εκατόμβες σωρεύονταν ήδη επί εβδομάδες, πράσινο φως για κάποια μέτρα-ασπιρίνες (τα οποία αρκετά κράτη μέλη είχαν ήδη λάβει χωρίς να τη ρωτήσουν). Το επιβεβαιώνει και η εικόνα μιας Ευρώπης διχασμένης όσον αφορά ακόμη και τις γενικές αρχές της ακολουθητέας πολιτικής: άλλοι έλκονται από την… ευγονική (και δεν είναι μόνο οι κακοί Βρετανοί: και οι καλοί Σουηδοί ή Ολλανδοί την ίδια γραμμή επέλεξαν), κι άλλοι επαν-ανακαλύπτουν με βίαιο και οδυνηρό τρόπο ότι τελικά οι αγορές δεν ρυθμίζουν τα πάντα.
Και δώσ’ του «κρατικοποιήσεις», και δώσ’ του διαταγές στον στρατό να κατασκευάζει μάσκες και άλλα υλικά που λείπουν, αφού η στροφή στην άυλη οικονομία (αυτός είναι ένας ευγενικός όρος περιγραφής της ανατίναξης των παραγωγικών τομέων) άφησε τις ευρωπαϊκές χώρες, πλούσιες και φτωχότερες, κυριολεκτικά ξεβράκωτες. Και δώσ’ του εκκλήσεις για επείγουσα πρόσληψη ιατρικού και νοσοκομειακού προσωπικού, και δώσ’ του αγώνες δρόμου για να ανοίξουν πέντε-δέκα-είκοσι κλίνες ΜΕΘ. Και πάρτε, εσείς οι πάλαι ποτέ τεμπέληδες και άχρηστοι γιατροί και νοσοκόμοι, χειροκροτήματα – διότι υλικά προστασίας δεν έχουμε να σας δώσουμε, εκτός κι αν δεήσουν να μας στείλουν οι επίγονοι του Μάο ή του Κάστρο! Με άλλα λόγια, ζούμε την πιο τεράστια, έμπρακτη και κραυγαλέα χρεοκοπία του παγκοσμιοποιητικού φιλελευθερισμού, και δη της ευρωπαϊκής εκδοχής του.
Μελλοντικοί σχεδιασμοί
Ευρύτατα λαϊκά στρώματα σοκάρονται από την ανυπαρξία πολιτικής της Ε.Ε. μπροστά στη φονική πανδημία και τη βίαιη αλλαγή της καθημερινότητάς τους. Όλο και περισσότεροι υπήκοοι της ευρωκρατίας τη θεωρούν ένοχη για την εγκληματική αποψίλωση των δημόσιων δομών υγείας που σηκώνουν το δυσβάσταχτο βάρος της μάχης για τη ζωή. Και πολλαπλασιάζονται οι σκέψεις για το πώς, μόλις ξεπεραστεί το πρόβλημα με το όποιο βαρύ τίμημα, δεν θα ξαναβρεθεί ο δημόσιος τομέας γυμνός και άοπλος. Την ίδια στιγμή όμως το αντίπαλο στρατόπεδο, αν και πανικοβάλλεται από το πρόβλημα, οσμίζεται τις επερχόμενες λαϊκές αντιδράσεις και τιμωρίες, και άρα προσπαθεί να βρει τρόπους για να αναποδογυρίσει την πραγματικότητα και να βγει όσο πιο αλώβητο γίνεται. Ήδη το βαρύ πυροβολικό του φιλελευθερισμού προπαγανδίζει την αντίληψη ότι για τη νέα επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης (που η έναρξή της ήταν ήδη ορατή πριν το ξέσπασμα της επιδημίας) ευθύνεται αποκλειστικά ο κορωνοϊός. Αυτή είναι η μία πτυχή της «πρόληψης» περαιτέρω πληγμάτων στη νομιμοποίηση του παγκοσμιοποιητικού φιλελευθερισμού. Μία δεύτερη πτυχή είναι η απόπειρα μονιμοποίησης των μεθόδων πειθάρχησης και ελέγχου των «από κάτω» και φορτώματος των επιπτώσεων της πανδημίας στους πολλούς.
Από την άλλη, η «προληπτική καμπάνια» του φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης έχει πολλά τρωτά – που μπορεί να καταστούν μοιραία για τις ελίτ αν ξεδιπλωθούν αυθεντικές λαϊκές πρωτοβουλίες που θα επιτάσσουν αλλαγή πορείας. Αυτές μπορούν να βασιστούν στην ήδη διαμορφούμενη κοινή συνείδηση που, έστω και εμπειρικά, καταδικάζει τη διάλυση του δημόσιου τομέα και την ιδιωτικοποίηση αγαθών και υπηρεσιών κρίσιμων για την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας. Μπορούν ακόμη να στηριχθούν στο δίχως προηγούμενο κύρος το οποίο αποκτούν κλάδοι εργαζομένων στην υγεία και άλλες κατηγορίες του δημόσιου τομέα που αγωνίζονται με αυταπάρνηση για την καταπολέμηση της επιδημίας και των πολύμορφων επιπτώσεών της. Μπορούν να αναζητήσουν και τη συνδρομή μιας μειοψηφίας του κόσμου της διανόησης και των τεχνών, που αρνείται να σιτιστεί στο πρυτανείο των ελίτ και να δικαιολογεί τα εγκλήματά τους. Οπότε, το τι είδους κοινωνία θα υπάρξει μετά την πανδημία παραμένει ζήτημα ανοιχτό: η βεντάλια των δυνατοτήτων αντικειμενικά διευρύνεται όσο ποτέ πριν.
Αριθμοί και εκατόμβες
Κάπως έτσι φτάσαμε λοιπόν εδώ. Όπως προείπαμε, δεν πρόκειται για γενικολογίες, αλλά για συγκεκριμένες πολιτικές και αποφάσεις. Οι οποίες μεταφράστηκαν στους αριθμούς που τόσο λατρεύουν οι απανταχού φιλελεύθεροι. Και με τη σειρά τους οι αριθμοί οδήγησαν στις σημερινές εκατόμβες… Περιέγραφε στο προηγούμενο φύλλο ο ανταποκριτής μας στην Ιταλία το πάρτι των κανιβάλων της ευρωκρατίας και των ανά χώρα πολιτικών υπαλλήλων τους με θύμα τη δημόσια υγεία: «Τα τελευταία δέκα χρόνια στην Ιταλία, είτε με κεντροδεξιές είτε με κεντροαριστερές κυβερνήσεις, οι περικοπές των δημόσιων δαπανών για την υγεία έφτασαν τα 37 δισεκατομμύρια ευρώ!». Και σε άλλο άρθρο επισημαινόταν ο καθοδηγητικός ρόλος της Ε.Ε. στην ανατίναξη της δημόσιας υγείας: «Στην 7ετία για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή 63 φορές ζήτησε περικοπή των δαπανών υγείας ή/και ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών υγείας»**. Με άλλα λόγια, οι γκουρού του ευρωπαϊσμού άνοιγαν για χρόνια τους τάφους μας, πλασάροντας το διαβολικό έργο τους ως σωτήριο μονόδρομο…
Όμως τι είδους Ένωση είναι αυτή στην οποία, ακριβώς τη στιγμή που υπάρχει η μεγαλύτερη ανάγκη, κάθε κράτος μέλος της αφήνεται στην τύχη του; Τι είδους Ευρώπη είναι αυτή που ασύστολα και ακούραστα καταστρέφει επί δεκαετίες επιτεύγματα ολόκληρων γενεών για να ικανοποιήσει τις εξ ορισμού αχόρταγες και αναίσθητες ελίτ της; Του είδους που το πήραν χαμπάρι όλοι! Του είδους που έχει ξεμείνει κι από ασπιρίνες, πόσο μάλλον από μέλλον! «Σας αγαπάμε, είστε η οικογένειά μας, και κατά τα άλλα μπορείτε να πάτε να πνιγείτε» ήταν το μήνυμα που έστειλε η ευρωκρατία στις αγωνιώδεις εκκλήσεις Ιταλών και άλλων για βοήθεια. Το μήνυμα ελήφθη από τα λαϊκά στρώματα, μαζί με την υλική βοήθεια που στέλνουν οι αποκλεισμένοι Κουβανοί και οι ακόμη πληγωμένοι Κινέζοι, και πρέπει να επιστραφεί στον αποστολέα: κανείς, πλην μιας χούφτας λήσταρχων με γραβάτα, δεν χρειάζεται αυτήν την καταστροφική, ανάλγητη και άχρηστη «Ευρώπη». Αργά και επώδυνα συγκεντρώνονται οι αναγκαίοι όροι για να παρασκευαστεί το εμβόλιο ενάντια στον θανατηφόρο ιό της ευρωκρατίας και της δικτατορίας των ελίτ.
Η στάση των κινημάτων
Στις δραματικές στιγμές που ζει η Γηραιά Ήπειρος, τα κινήματα που έχουν (ή πασχίζουν να έχουν) σχέση με την πραγματική κοινωνία και νιώθουν το βάσανό της, στέκονται με τρόπο ώριμο και βαθιά ανθρώπινο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Κίτρινα Γιλέκα και άλλες γαλλικές λαϊκές πρωτοβουλίες που διέκοψαν τις αντικυβερνητικές κινητοποιήσεις τους με στόχο να συμβάλουν στην ανακοπή της διάδοσης του κορωνοϊού και να δοθεί έτσι χρόνος στο αδυνατισμένο και απροετοίμαστο για τέτοιου είδους επιδημία δημόσιο σύστημα υγείας. Την ίδια στιγμή, δεν χαρίζονται στην κυβέρνηση Μακρόν: καταγγέλλουν τις ολιγωρίες της, τις αντιφάσεις των μέτρων που λαμβάνει, την υποκρισία αυτών που ξαφνικά ανακάλυψαν το… «επάρατο κράτος» και επικαλούνται μια κοινωνική συνοχή την οποία οι ίδιοι δυναμίτισαν, αλλά και την προσπάθεια εκμετάλλευσης της επιδημίας για να χτυπηθούν κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα.
Τα Κίτρινα Γιλέκα υπόσχονται στην εξουσία μια δυναμική επιστροφή στους δρόμους μόλις η πανδημία νικηθεί: «Ο Μακρόν διακήρυξε ότι “βρισκόμαστε σε πόλεμο με έναν αόρατο εχθρό”. Εντάξει Μανού, μπορείς να υπολογίζεις σ’ εμάς για την καταπολέμησή του. Αλλά μόλις όλο αυτό λήξει, εσύ και όλη η ελιτίστικη ομάδα σου, δεν θα γλιτώσετε!», ήταν η αντίδρασή τους μετά το πρόσφατο διάγγελμα του Γάλλου προέδρου. Την ίδια στιγμή, περιγελούσαν την απειλή των συνδικάτων της αστυνομίας να αποσύρουν τα μέλη τους από τα καθήκοντά τους λόγω μη παροχής μασκών και άλλου υλικού προστασίας: «Δεν ντρέπονται καθόλου! Σταματούν τη δουλειά τους οι νοσοκομειακοί παρόλο που υποφέρουν από την έλλειψη μασκών και άλλων υλικών; Όχι! Αλλά τέτοιοι είναι οι γενναίοι αστυνομικοί μας: δεν φοβούνταν να μακελεύουν διαδηλωτές και να γεμίζουν τα νοσοκομεία με τα θύματά τους, και τώρα που η κοινωνία πραγματικά τους χρειάζεται, λιποτακτούν».
Απ’ άκρη σε άκρη της Ευρώπης, εν μέσω της μάχης κατά της πανδημίας, φυτρώνουν πρωτοβουλίες διεκδικήσεων και κοινωνικής αλληλεγγύης. Τομείς του νοσοκομειακού συνδικαλιστικού κινήματος βάσης επεξεργάζονται και προωθούν δέσμες αιτημάτων άμεσης ενίσχυσης της δημόσιας υγείας, που αγκαλιάζονται από κινήματα και πολίτες. Σε πολλές πόλεις δημιουργούνται ομάδες εθελοντών ανά γειτονιές, που κουβαλούν τρόφιμα και φάρμακα στα σπίτια ηλικιωμένων ή ευρισκόμενων σε καραντίνα. Ακόμη και η γενίκευση των νυχτερινών ραντεβού στα μπαλκόνια, που ξεκίνησε από ιταλικές πόλεις και εξαπλώνεται σε Γαλλία, Ισπανία κ.λπ., αποτελεί δείγμα της τροποποίησης συνειδήσεων και της καταπολέμησης της αναπόφευκτης κατάθλιψης που προκαλούν οι εκατόμβες της επιδημίας μέσα από την καταφυγή στην κοινότητα. Χιλιάδες αποκλεισμένοι επευφημούν τους ανθρώπους που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή σε νοσοκομεία, σούπερ μάρκετ κ.α., δίνοντας κουράγιο σε όλους. Υπάρχουν πράγματα που μπορούν να γίνουν, και γίνονται, ακόμη και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Ακόμη και σε κοινωνίες που επί δεκαετίες «διαπαιδαγωγούνταν» από τις ελίτ στον ατομισμό και στον νόμο της ζούγκλας…