του Δημήτρη Μπελαντή
Στη δημόσια συζήτηση των τελευταίων δεκαετιών, έχει εμφιλοχωρήσει ως κάτι το πολύ ριζοσπαστικό η ιδέα της παράκαμψης ή της πλήρους άρσης και κατάργησης των κρατικών συνόρων – τα ανοιχτά σύνορα. Ιδίως, η θεματική της ελεύθερης μετανάστευσης ή το προσφυγικό ζήτημα αποτελούν βασική αφορμή και βασικό πεδίο για την ανάπτυξη αυτής της «κοσμοπολίτικης» προβληματικής κατά των συνόρων. Συχνά μάλιστα, αυτή η ρητορική προσλαμβάνει και ένα έντονα συγκινησιακό και αξιακό φορτίο, αυθόρμητο κάποιες φορές αλλά, συχνά, και κατασκευασμένο: Ποιος είναι τόσο ανάλγητος απέναντι στους φτωχούς και δυστυχισμένους συνανθρώπους μας που αναζητούν την επιβίωση για λόγους πολιτικών διώξεων, πολέμων ή απλά της οικονομικής δυστυχίας, της πείνας και του λιμού, ώστε να ζητά συνοριακούς ελέγχους, διοικητικά και νομιμοποιητικά έγγραφα και μηχανισμούς αποκλεισμού πρόσβασης στη χώρα όπου οι μετακινούμενοι επιθυμούν να πάνε; Ποιος είναι τόσο ανάλγητος και απάνθρωπος ώστε να ζητά συνοριοφύλακες, μπάτσους, τείχη, ηλεκτροφόρα σύρματα, νάρκες ή πολυβολεία σε βάρος των δυστυχισμένων ανθρώπων; Μήπως όλα αυτά επιστρατεύονται για να προφυλάξουν τους βολεμένους Δυτικούς ή Ευρωπαίους απέναντι στους φτωχούς του Τρίτου Κόσμου και, άρα, είναι μια κατασταλτική φύλαξη των προνομιούχων απέναντι στους μη προνομιούχους; Όταν καταφέρνεις να ενοχοποιήσεις και να φέρεις σε δυσχερή ψυχολογική και ηθική θέση αυτόν που ζητά την ασφάλεια του κρατικού συνόρου ή την ύπαρξή του καν, έχεις ήδη πετύχει το μισό της προσπάθειας. Ο τελικός σκοπός του επιχειρήματος είναι να γίνει το σύνορο τόσο «ανοιχτό» και διαπερατό και τόσο απαλλαγμένο από μηχανισμούς εθνικού κρατικού ελέγχου που στο τέλος η ίδια η ύπαρξή του θα τεθεί σε αμφισβήτηση. Όταν το σύνορο δεν θα μπορεί να ελέγξει την κίνηση του απλού αλλοδαπού μη υπηκόου, θα μπορεί ακόμη λιγότερο να ελέγξει την κίνηση διεθνών συσσωματώσεων όπως οι μεγάλοι οικονομικοί οργανισμοί (πολυεθνικές επιχειρήσεις) ή οι διεθνείς οργανώσεις της λεγόμενης «κοινωνίας των πολιτών» (διεθνείς ΜΚΟ). Η ελευθερία του ενός θα χειραγωγηθεί από την εξουσία του άλλου. Στο τέλος, το σύνορο δεν θα μπορεί να ελέγξει καν τη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας και κρατικής κυριαρχίας μιας χώρας και θα είναι διαπερατό και από τους στρατούς των διεθνών ή περιφερειακών ισχυρών γεωπολιτικών παικτών. Η απόλυτη πασιφιστική ευδαιμονία θα γίνει ένα πρόσχημα για την άρση των εμποδίων στην ιμπεριαλιστική κατάκτηση, στην «ειρήνευση διά της ισχύος».
ΥΠΑΡΧΕΙ, ΣΥΧΝΑ, η εντύπωση ότι η κατάργηση του συνόρου είναι μονοσήμαντα μια αντιεξουσιαστική, αντικρατική ή αναρχική τοποθέτηση. Ότι κατατείνει σε μια παραδείσια διεθνή κοινότητα χωρίς κρατικούς ανταγωνισμούς και πολέμους και με ικανοποίηση του δικαιώματος εγκατάστασης των πληθυσμών όπου και όποτε επιθυμούν. Βεβαίως, υπάρχει αυτή η παράδοση στην αναρχική και εν μέρει και στην μαρξιστική θεωρητική γενεαλογία. Με τη διαφορά ότι παλαιότερα τουλάχιστον αυτές οι παραδόσεις έθεταν ορισμένους κοινωνικοπολιτικούς όρους, διακριτούς από έναν αφελή και απροβλημάτιστο πασιφισμό: την άρση της ταξικής εκμετάλλευσης, του επεκτατισμού και του ιμπεριαλισμού σε μια σειρά από κομβικές ισχυρές χώρες διεθνώς, την έμπρακτη συναδέλφωση ίσων, αυτοκυβερνώμενων και ανεξάρτητων λαών. Χωρίς αυτήν, και στα πλαίσια του υπάρχοντος στάτους κβο, η κατάργηση των συνόρων καταλήγει να επικυρώνει απλώς το δίκαιο του ισχυροτέρου. Πέραν του ότι καθόλου δεν είναι δεδομένο ότι ακόμη και σοσιαλιστικά κράτη, με ή χωρίς εισαγωγικά, δεν έχουν κρατικούς ανταγωνισμούς (βλ. τη σινοσοβιετική σχεδόν ένοπλη διένεξη στα τέλη της δεκαετίας του ’60, στον ποταμό Ουσούρι κ.α.), πέραν του ότι η ύπαρξη τοπικά και πολιτισμικά διακριτών εθνών μπορεί να επιβιώσει και μετά από όψεις μαρασμού του κράτους, όσο η καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική ισχύς είναι ακόμη πολύ ισχυρή και ζωντανή, είναι πλέον βέβαιο ότι το αίτημα για απολύτως «ανοιχτά σύνορα» βασικά απονομιμοποιεί τα σύνορα των λιγότερο ισχυρών κρατικών υποστάσεων και νομιμοποιεί όχι μόνο τις δεξαμενές κοινωνικής περιθωριοποίησης λόγω της απεριόριστης μετανάστευσης, αλλά ιδίως την πολιτικοστρατιωτική επέκταση των πιο ισχυρών κρατών (βλ. εργαλειοποίηση του προσφυγικού στον Έβρο από την Τουρκία του Ερντογάν τον περασμένο Φεβρουάριο-Μάρτιο).
Το αίτημα για απολύτως «ανοιχτά σύνορα» βασικά απονομιμοποιεί τα σύνορα των λιγότερο ισχυρών κρατικών υποστάσεων και νομιμοποιεί όχι μόνο τις δεξαμενές κοινωνικής περιθωριοποίησης λόγω της απεριόριστης μετανάστευσης, αλλά ιδίως την πολιτικοστρατιωτική επέκταση των πιο ισχυρών κρατών
ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ μια άλλη ιδεολογική διάσταση «κατάργησης των συνόρων» που αποφεύγουμε να θυμόμαστε γιατί δεν βολεύει καθόλου τα «κοσμοπολίτικα» επιχειρήματα κατά των συνόρων. Στην κλασσική εποχή τους, ο ναζισμός και ο φασισμός δεν ήταν καθόλου ιδεολογίες ή πολιτικά συστήματα που στηρίζονταν στα αυστηρά σύνορα και την τήρησή τους. Η λογική του «ζωτικού χώρου» (Kritischer Raum), την οποίαν επικαλούνταν θεωρητικοί της ιμπεριαλιστικής γεωπολιτικής όπως ο Καρλ Χαουσχόφερ (Haushofer) και ο Ρούντολφ Κγέλλεν (Kjellen) ή ο Φρήντριχ Ράτσελ (Ratsel) συνδεόταν με έναν «μεγάλο χώρο» που αντιστοιχούσε στις ανάγκες ορισμένων μεγαλειωδών λαών με μεγάλο ιστορικό πεπρωμένο (όπως οι Γερμανοί, οι Βρετανοί), «χώρο» που δεν περιοριζόταν από σύνορα ή και κατάληγε να τα καταλύει. Στο περίφημο έργο του «Behemoth , Struktur und Praxis des Nationalsozialismus 1933-1944» του 1944 (1), ο Γερμανός αριστερός σοσιαλδημοκράτης νομικός και πολιτικός επιστήμονας Φράντς Νόυμαν (Franz Neumann) (2) υποστηρίζει ότι μια από τις βασικές στρατηγικές του ναζισμού υπήρξε ακριβώς η άμβλυνση και η διάλυση των συνόρων των διπλανών κρατών, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τη γερμανική ναζιστική αυτοκρατορία. Το γερμανικό κράτος στη δεκαετία του ’30 ήταν μια βασικά αναθεωρητική δύναμη που δεν αναγνώριζε κανένα σύνορο. Όπως ακριβώς η χρήση των μειονοτικών δικαιωμάτων των Σουδητών Γερμανών ή των Γερμανών του Ντάντσιχ ως στρατηγικών μειονοτήτων ήταν βασικό όπλο για τη ναζιστική στρατιωτική επέκταση (αναλογία που θυμίζει έντονα τον αμερικανικό και ευρωπαϊκό «ιμπεριαλισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» στο Κόσσοβο το 1999, στο Αφγανιστάν το 2001, στη Συρία μετά το 2010 κ.α.), κατ’ αναλογία και η κριτική στα σύνορα εκ μέρους των ναζί είχε όψεις που θυμίζουν τη σημερινή ρητορική των «ανοιχτών συνόρων»: Τότε το ζήτημα δεν ήταν, βεβαίως, οι μετανάστες ή οι μειονότητες αλλά οι «ισχυροί λαοί» που το ρέον πεπρωμένο τους και η ευτυχία τους εμποδιζόταν από την υφιστάμενη στατική πολιτική γεωγραφία και μπλοκάρονταν από στατικούς θεσμούς, ενώ κατά τον ναζί γεωπολιτικό Καρλ Χαουσχόφερ τα ίδια τα σύνορα δεν ήταν «γραμμές χωρίς ψυχή» (seelenlose Linien), αλλά ήταν προσαρμόσιμα στις ψυχικές ανάγκες των λαών και των δυναμικών εθνικών κοινοτήτων (3). Απέναντι σε αυτό, ο ήδη «πρόσφυγας» στις ΗΠΑ, και Γερμανοεβραίος, Νόυμαν υποστηρίζει, αντίθετα, ότι η κριτική στα σύνορα είναι εργαλείο του πιο ωμού επεκτατισμού, ενώ αντίθετα το «σύνορο», από τη σκοπιά τουλάχιστον ενός δημοκρατικού κράτους, όχι μόνο είναι αναγκαίο αλλά αποτελεί ζωτικό εμπόδιο στον φασιστικό και ναζιστικό επεκτατισμό και σύμβολο της εθνικής ανεξαρτησίας. Ήταν η παραγνώριση αυτού του ορίου στο Μόναχο από τις Δυτικές Δυνάμεις το 1938 που χάρισε στον Χίτλερ την Τσεχοσλοβακία.
ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΣ αυτή τη συλλογιστική, ο Νόυμαν καταλήγει ότι το σύνορο ως θετικό διεθνές δίκαιο, ως η σαφώς χαραγμένη, αδιαπραγμάτευτη και καθαρή «γραμμή», είναι πολύ προτιμότερο από ένα κυμαινόμενο σύνορο που αντιστοιχεί στη σκιαγράφηση των μεταβαλλόμενων και διογκούμενων αναγκών των ισχυρών κρατών και όσων ασκούν ιμπεριαλιστική πολιτική. Στο μυθιστόρημα «Λάος χωρίς χώρο» ο ακροδεξιός συγγραφέας Χανς Γκριμμ (Grimm, «Volk ohne Raum») περιγράφει έναν πολυπληθή λαό που καταστέλλεται από τα σύνορα των άλλων. Είναι ένα μυθιστόρημα του 1926, που καταγγέλλει τις Βερσαλλίες και ζητά τα κράτη γύρω από τη Γερμανία να μετατραπούν σε «χώρο επέκτασης» σε όφελος του γερμανικού λαού που ασφυκτιά στα τότε «επιβεβλημένα από τους άλλους» τεχνητά σύνορά του. Θα μπορούσε να το έγραφε, δεκαετίες αργότερα, για την Τουρκία του Ερντογάν και τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Παραπομπές
1) Fischer Verlag 2004, υπάρχει ήδη και στα ελληνικά «Βεεμώθ, η δομή και πρακτική του εθνικοσοσιαλισμού 1933-1944», από τις εκδόσεις Νησίδες , έκδοση του 2018.
2) Μετείχε και στον κύκλο της «Σχολής της Φραγκφούρτης».
3) Behemoth σελ. 186.