Οι εντατικές διπλωματικές πρωτοβουλίες του τελευταίου μήνα δεν έχουν αποσοβήσει τους κινδύνους μιας απρόβλεπτης πολεμικής ανάφλεξης στην Ουκρανία, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ειρήνη και ολόκληρη την ανθρωπότητα. Οι δύο τηλεδιασκέψεις Μπάιντεν-Πούτιν στα τέλη του περασμένου χρόνου, ο Στρατηγικός Διάλογος ΗΠΑ-Ρωσίας (Γενεύη, 10/1), η συνεδρίαση του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας (Βρυξέλλες, 12/1) και οι συνομιλίες στα πλαίσια του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη δεν κατάφεραν να κάνουν ούτε ένα βήμα προς την αποκλιμάκωση της κρίσης. Η ρωσική πλευρά, δια στόματος του υφυπουργού Εξωτερικών Αλεξάντερ Γκρουσκό, δήλωσε ότι «η Ρωσική Ομοσπονδία και το ΝΑΤΟ δεν έχουν πια καμία απολύτως θετική ατζέντα που να τους ενοποιεί». Από την πλευρά της η Δυτική συμμαχία επιμένει ότι η Ρωσία σχεδιάζει μια εισβολή στην Ουκρανία, και ότι οι όροι που θέτει για την αποκλιμάκωση της κρίσης δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.

Χθες πραγματοποιήθηκε νέα συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών ΗΠΑ-Ρωσίας, την οποία ο Μπλίνκεν χαρακτήρισε «όχι πολεμική, αλλά ειλικρινή και επαγγελματική», επιβεβαιώνοντας δήλωση που είχε κάνει λίγο πριν ο Λαβρόφ, ότι «οι ΗΠΑ θα μας δώσουν την επόμενη εβδομάδα γραπτή απάντηση όσον αφορά τις εγγυήσεις ασφαλείας που ζητάμε». Στη συνάντηση η Ρωσία ζήτησε γραπτή δέσμευση του ΝΑΤΟ ότι δεν θα προχωρήσει σε περαιτέρω διεύρυνση προς Ανατολάς (δηλαδή ένταξη στις δομές του της Ουκρανίας και της Γεωργίας), αλλά και την αποχώρηση των ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Από την άλλη, οι ΗΠΑ εμφανίστηκαν ανυποχώρητες στο «δικαίωμα κάθε χώρας να επιλέγει συμμαχία». Ρίχνοντας μάλιστα λάδι στη φωτιά, το ΝΑΤΟ δηλώνει ότι ξεκινά διαπραγματεύσεις ένταξης με την Σουηδία και τη Φινλανδία!

Αθέτηση συμφωνιών και περικύκλωση της Ρωσίας

Η ουκρανική κρίση αποτελεί την κορύφωση μιας σειράς επιθετικών ενεργειών των ΗΠΑ- ΝΑΤΟ σε βάρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η ανάληψη της διακυβέρνησης της Ρωσίας από τον Πούτιν σήμανε και την έναρξη μιας πολύχρονης προσπάθειας της Δύσης για τον οικονομικό της στραγγαλισμό, μέσω των αλλεπάλληλων οικονομικών κυρώσεων με διάφορες προφάσεις. Ταυτόχρονα το ΝΑΤΟ κλιμάκωνε την στρατιωτική περικύκλωση της Μόσχας. Ισχυρότατες ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις και προηγμένα οπλικά συστήματα αναπτύχθηκαν στα περίχωρα της Ρωσίας, από τη Βαλτική ως τη Μαύρη Θάλασσα, με στόχο την αποδυνάμωση της επιρροής και την υπονόμευση των σχέσεών της με γειτονικές χώρες. Στην πραγματικότητα η πολιτική αυτή συνιστούσε μόνιμη απειλή της υπόστασης της Ρωσίας.

Είναι ενδεικτικό των προθέσεων της Δυτικής συμμαχίας ότι, παρά τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ στον Γκορμπατσόφ όταν συναινούσε στην «επανένωση της Γερμανίας», ότι δεν θα υπάρξει διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς τις χώρες της Αν. Ευρώπης, μέχρι στιγμής έχουν γίνει 5 διευρύνσεις, σε διάφορες χρονικές στιγμές, στην «αυλή» της Ρωσίας. Η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβακία και η Ουγγαρία έγιναν μέλη του ΝΑΤΟ το 1999, οι Βαλτικές χώρες, η Βουλγαρία και η Ρουμανία το 2004, η Κροατία και η Αλβανία το 2009, το Μαυροβούνιο το 2017 και τα Σκόπια το 2020.

Η Δυτική συμμαχία έχει παραβιάσει κατάφωρα τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ στον Γκορμπατσόφ, όταν αυτός συναινούσε στην «επανένωση της Γερμανίας», ότι δεν θα υπάρξει διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης

Ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ έπαιξε καταλυτικό ρόλο, ως αντιπρόεδρος επί Ομπάμα, στην ανατροπή του φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας Γιανουκόβιτς το 2014, γεγονός που οδήγησε στην προσάρτηση της Κριμαίας και πυροδότησε τον πόλεμο στην ανατολική Ουκρανία και την αυτονόμηση των ρωσόφωνων περιοχών του Ντονμπάς. Σήμερα, ως πρόεδρος, έχει ανακηρύξει τη Ρωσία και την Κίνα σε «εχθρούς» της Δύσης, και φιλοτεχνεί μια νέα δομή του ΝΑΤΟ ως μοχλού παγκόσμιας Δυτικής κυριαρχίας. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής δεν είναι, όμως, ιδιαίτερα ενθαρρυντικά για τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της Δύσης.

Η στάση της Ρωσίας

Η Ρωσία, μέχρι στιγμής, έχει καταφέρει μια σημαντική οικονομική ανασύνταξη και παραμένει μια ισχυρότατη στρατιωτική-πυρηνική δύναμη. Ακολουθώντας μια παρεμβατική εξωτερική πολιτική, έχει καταφέρει να εκμεταλλευτεί την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Μ. Ανατολή, κι έχει αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις με χώρες της Κεντρικής Ασίας και της Αφρικής. Όχι τελευταίο σε σημασία, έχει καταφέρει μια αποδυνάμωση της Ν.Α. πτέρυγας του ΝΑΤΟ αναπτύσσοντας τις σχέσεις της με την Τουρκία, ενώ δεν δίστασε να δείξει πυγμή όταν απειλήθηκαν οι σχέσεις της με χώρες της επιρροής της (Κριμαία, Συρία, Γεωργία, Καζακστάν).

Στη σημερινή ουκρανική κρίση εμφανίζεται με μια αποφασιστική για την επιβίωσή της στάση. Ενώ αναπτύσσει δυνάμεις και στη Λευκορωσία, δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν προτίθεται να εισβάλλει στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα δηλώνει πρόθυμη να συμβάλλει στην αποκλιμάκωση της κρίσης, με την προϋπόθεση να μην υπάρξει επέκταση του ΝΑΤΟ στα περίχωρά της, και να εφαρμοσθούν οι συμφωνίες του Μινσκ όσον αφορά την Ουκρανία. Είναι βέβαιο ότι η Ρωσία, θέλοντας να κερδίσει χρόνο, δεν επιθυμεί άμεσα σύγκρουση μεγάλης κλίμακας με τη Δύση. Ταυτόχρονα, αντιλαμβάνεται ότι η Δύση δεν είναι σε θέση να επιβάλλει όσα διακηρύσσει, ενώ ούτε η ίδια μπορεί να υποχωρήσει σε όσα αφορούν την ασφάλεια και την εδαφική της ακεραιότητα. Σε αυτή τη διελκυστίνδα αντιπαραθέσεων ζητά έναν συμβιβασμό που θα της δίνει χρόνο και αέρα επιβίωσης.

Σε τεντωμένο σχοινί

Το ερώτημα είναι αν ο Μπάιντεν και οι ισχυρές χώρες της Δυτικής Ευρώπης θα αναζητήσουν και αυτές μια διευθέτηση των αντιθέσεων, ή θα ακολουθήσουν τα κελεύσματα των πιο επιθετικών οικονομικών και στρατιωτικών κύκλων της Δύσης, που επιθυμούν μια ολομέτωπη αντιπαράθεση στο έδαφος της Ευρώπης. Πολλά είναι πιθανό να κριθούν όχι στους σχεδιασμούς των ισχυρών της γης, αλλά σε τυχαία γεγονότα ή με μη ελεγχόμενες προβοκάτσιες. Γιατί όσο οι ιαχές του πολέμου κυριαρχούν και συντηρούνται, πολλοί παράγοντες δραστηριοποιούνται με τους δικούς τους σχεδιασμούς…

Διχασμένη η Δυτική συμμαχία – Κήρυκας πολέμου η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών

Xθες Παρασκευή ο πρόεδρος Μπάιντεν επανέλαβε τις γνωστές απειλές, ότι «η Ρωσία θα πληρώσει ακριβό τίμημα αν εισβάλλει στην Ουκρανία», και προχώρησε σε μια διατύπωση που προκάλεσε εντύπωση: «Ένα πράγμα είναι να έχουμε μια ελάσσονα επίθεση, όπου θα καταλήξουμε να συζητάμε τι πρέπει να κάνουμε και τι όχι. Αλλά αν κάνουν αυτό που μπορούν(…), αυτό θα σημάνει καταστροφή για τη Ρωσία». Η διάκριση ανάμεσα σε ένα «μίνι πόλεμο» και μια μεγάλης κλίμακας εισβολή προκάλεσε τη σφοδρή αντίθεση της Ουκρανίας, και θεωρήθηκε δήλωση υπαινικτική των αντιθέσεων των συμμάχων όσον αφορά την τελική τους αντίδραση σε βάρος της Ρωσίας. Γιατί μπορεί βέβαια η Ε.Ε. να διατηρεί υψηλούς τόνους, παραμένει άγνωστο όμως αν ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες επιθυμούν να εμπλακούν σε ανοικτό πόλεμο με τη Ρωσία εν μέσω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης.

Τον ευρωπαϊκό σκεπτικισμό δεν συμμερίζεται πάντως η νέα Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών, η Πράσινη Αναλένα Μπέρμποκ. Σε δηλώσεις της μετά τη συνάντηση με τον Ρώσο ομόλογό της Λαβρόφ «ξεκαθάρισε» ότι «η Γερμανία είναι έτοιμη να υπερασπιστεί θεμελιώδεις αξίες στη σύγκρουση με τη Ρωσία για την Ουκρανία, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πληρώσει μεγάλο οικονομικό τίμημα». Η επιθετική ρητορική της Μπέρμποκ, προσηλωμένης υποτίθεται στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, φτάνει στο σημείο όχι μόνο να αψηφά τις οικονομικές συνέπειες για τη γερμανική οικονομία (που εξαρτάται άμεσα από το ρωσικό φυσικό αέριο), αλλά και τη συνοχή του κυβερνητικού συνασπισμού – και κυρίως τον νέο καγκελάριο Σολτς, που υποστηρίζει τον αγωγό Nord Stream 2. Κάπως έτσι οι Πράσινοι και η υπουργός Μπέρμποκ, αναδεικνύονται για άλλη μια φορά κήρυκες πολέμου στο όνομα των «αξιών» της παγκοσμιοποίησης.

 

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!