Οι κυρίαρχες τάξεις και η… αναιτιολόγητη κατάρα. Του Σταύρου Κωνσταντακόπουλου
Πολύς λόγος περί βίας γίνεται αυτές τις μέρες. Η αιτία είναι αντικειμενικά υπαρκτή. Τα κρούσματα βίας σε όλα τα πεδία της ζωής μας αυξάνουν και απ’ ό,τι, δυστυχώς, φαίνεται θα συνεχίσουν να αυξάνουν, διογκώνοντας έτσι τον λόγο που εκβάλλεται για τη βία.
Μόνον που, στην πραγματικότητα, ο λόγος αυτός είναι ιδεολογικός και μονοσήμαντος. Βέβαια, από την πλευρά των κυρίαρχων καταβάλλεται η προσπάθεια να παρουσιαστούν τα λόγια τους σαν λόγια που αποσκοπούν στο γενικό καλό. Σχεδόν πάντοτε, εξάλλου, οι κυρίαρχες τάξεις έκαναν το ίδιο. Παρουσίαζαν τις θέσεις τους όχι σαν αυτό που πράγματι ήταν, δηλαδή, θέσεις μερικές που αποσκοπούσαν να αποκρύψουν τα εγωιστικά τους συμφέροντα, αλλά σαν ιδεολογία του κοινού καλού που άλλο στόχο δεν έχει πάρεξ την πρόοδο και την ευημερία όλων μας. Έτσι και τώρα, λοιπόν, ορίζουν ότι η βία πρέπει να εξορκιστεί από την κοινωνία μας, αν η κοινωνία θέλει να προκόψει.
Αποκρύπτουν, όμως, με τον τρόπο αυτό ότι εκείνο που τους ενδιαφέρει δεν είναι ο αφανισμός της βίας αλλά το να διατηρήσουν οι ίδιοι το μονοπώλιό της. Στην ουσία δεν καταδικάζουν τη βία, αλλά τη βία των άλλων, των κυριαρχούμενων. Δεν μπορούν παρά να γνωρίζουν ότι οι κοινωνίες της νεωτερικότητας εμπεριείχαν πάντοτε τη βία. Δεν μπορούν παρά να γνωρίζουν ότι η ίδια η επικράτηση της τάξης τους -βλέπε Γαλλική Επανάσταση- υπήρξε εξαιρετικά βίαια. Ακόμα και αυτό, όμως, καμώνονται ότι το ξεχνάνε.
Θα μπορούσαν να ισχυριστούν, για παράδειγμα, ότι τα φαινόμενα βίας, υπαρκτά μεν, είναι παρά ταύτα ενός παρελθόντος που πέρασε ανεπιστρεπτί. Δεν κάνουν όμως ούτε αυτό και ο λόγος είναι ότι θέλουν να παρουσιάσουν εαυτούς ως άμωμους και ουδεμία σχέση έχοντες, έστω και στο παρελθόν, με τη βία. Στα λόγια τους μοιάζει η βία να ανακαλύφθηκε εσχάτως από την Αριστερά.
Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται απλώς για ένα υποκριτικό τέχνασμα. Αρνούμενοι το προφανές, τον ενδημικό δηλαδή χαρακτήρα της βίας στις νεωτερικές κοινωνίες, την παρουσιάζουν όχι σαν αυτό που είναι, ένα επιγέννημα, δηλαδή, των κοινωνιών και ιδιαίτερα των κοινωνιών σε κρίση, αλλά σαν το απόλυτο κακό. Το να παρουσιάζεις τη βία σαν μια αναιτιολόγητη κατάρα που ήλθε από το πουθενά, σου επιτρέπει δύο πράγματα: Το πρώτο είναι να «στριμώχνεις» τον αντίπαλο σου, εν προκειμένω την Αριστερά, την οποία αφού πρώτα την έχεις εμφανίσει σαν τον αποκλειστικό γεννήτορα της βίας, την υποχρεώνεις επί ποινή εξοστρακισμού να την αποκηρύξει αμυνόμενη. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το ότι οι κυρίαρχες τάξεις ορίζοντας τη βία σαν μια αναιτιολόγητη και πρωτοφανή κακοδαιμονία απαλλάσσονται από τις ευθύνες τους, από το ότι οι ίδιες είναι οι αυτουργοί των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών που γεννούν τη βία, ευελπιστώντας έτσι ότι θα διαφύγουν από την ιστορική καταδίκη.
Εσχάτως, με την εμφάνιση της Χρυσής Αυγής, κάνουν και κάτι άλλο οι ιδεολόγοι της κυρίαρχης τάξης. Θεωρούν ότι η βία που χαρακτηρίζει την ύπαρξη και τη δράση αυτής της τελευταίας δεν είναι παρά μια απλή παραλλαγή της βίας που χαρακτηρίζει την Αριστερά. Κάνουν ότι ξεχνούν, ότι όποτε η Αριστερά αναγκάστηκε να προσφύγει στη βία το έκανε κυρίως για να αμυνθεί και ότι ουδέποτε αποτέλεσε οργανικό στοιχείο της ύπαρξής της. Τον ρόλο της μαμής τής ανέθεσε στο Κεφάλαιο ο Μαρξ και όχι τον ρόλο της μάνας.
Σε αντίθεση με την Αριστερά, η ίδια η ύπαρξη της Άκρας Δεξιάς είναι ταυτισμένη με τη βία και την άσκησή της. Η βία αυτής της τελευταίας είναι επιθετική, στρέφεται αποκλειστικά κατά των αδυνάτων και το κυριότερο, στην ιδεολογία της Άκρας Δεξιάς η βία, χωρίς να συνοδεύεται από καμία προσπάθεια αλλαγής στη δομή των κοινωνιών, έχει ως αποστολή να «αναγεννήσει» από μόνη της τις παρηκμασμένες κοινωνίες μας.
* O Σταύρος Κωνσταντακόπουλος
είναι πανεπιστημιακός