Για το ντοκιμαντέρ του Ελβετού σκηνοθέτη Ολιβιέ Ζισουά

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Η δύναμη της ποίησης του Ρίτσου χτύπησε κεραυνοβόλα τον Ελβετό σκηνοθέτη Ολιβιέ Ζισουά, όταν διάβασε μια έκδοση της μακρονησιώτικης ποιητικής συλλογής Πέτρινος χρόνος, δίχως να γνωρίζει, αρχικά, το ιστορικό πλαίσιο.
Το ντοκιμαντέρ Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας, που προβάλλεται στην Ταινιοθήκη, είναι ένα πολυεπίπεδο ποιητικό, οπτικοακουστικό δοκίμιο, καρπός της αφοσίωσης του Ζισουά, στο θέμα που τον ενέπνευσε.
Εικόνες απ’ τη Μακρόνησο του παρόντος, αλλά και του ιστορικού της παρελθόντος, με μια εντυπωσιακή παράθεση αρχειακού υλικού, οπτικού και ηχητικού, στο ρυθμό της απαγγελίας ποιημάτων του Ρίτσου, του Λειβαδίτη και του Λουντέμη, προσφέρουν στον θεατή μια συγκινησιακή ανάκληση της ιστορικής μνήμης, χωρίς να διεκδικούν το χαρακτήρα τεκμηριωμένης αναδρομής, στην ιστορία του πολύπαθου νησιού.
Στο οπτικό πεδίο, ξεπροβάλλει το σημερινό μελαγχολικό πορτραίτο ενός ανεμοδαρμένου ξερότοπου, μέσα από μια λιτή κινηματογράφηση, με την κάμερα πότε να ταξιδεύει πάνω απ’ τα ερείπια των πετρόκτιστων εγκαταστάσεων, μέσα από μακρόσυρτα τράβελινγκ, και πότε να καταγράφει το σημερινό τοπίο, μέσα από πανοραμικές λήψεις, με φόντο το φουρτουνιασμένο Αιγαίο.
Το γεμάτο από τον ήχο του αέρα, που λυσσομανάει, ακουστικό πεδίο, διακόπτουν πότε ποιητικά θραύσματα και πότε αποσπάσματα προσωπικών ημερολογίων, κραυγή αντίστασης στις φρικαλεότητες των ψυχολογικών και σωματικών βασανιστηρίων. Οι αποκρουστικές, σχεδόν σουρεαλιστικές αναγγελίες, απ’ τα μεγάφωνα του παρελθόντος, εκτοξεύουν με απερίγραπτη χολή απειλές, για να ριζώσει ο τρόμος στις αμετανόητες ψυχές. Μίσος και παράνοια, στον αντίποδα του φορτισμένου ποιητικού λόγου, που δημιουργεί μοναδικές νοηματικές εικόνες του ανείπωτου πόνου. Το παρελθόν, ως φκιασιδωμένη εικόνα, αναβιώνει μέσα απ’ τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες και τα ιστορικά ντοκουμέντα που παρουσιάζουν τη Μακρόνησο ως τόπο κατασκήνωσης, με πειθήνιους φαντάρους και αθλοπαιδιές, σε πλήρη αντίθεση με τις παράνομες φωτογραφίες που είχαν τραβήξει κρυφά οι ίδιοι οι εξόριστοι, με τσακισμένους ανθρώπους που προσπαθούν να κρατηθούν από ένα γέλιο, μια συντροφική χειρονομία, μια ζωγραφιά, ένα στίχο. Κι όμως, επιμένουν να ποζάρουν ομαδικά χαμογελαστοί, σε πείσμα της παράνοιας. Ο φακός ανιχνεύει σημάδια και εκφράσεις, την υφή του χώρου, αλλά και τα παραταγμένα αντίσκηνα, με συρματοπλέγματα παντού.
Η σκηνοθετική άποψη παίζει και με τις γλώσσες, που νοηματοδοτούν έναν εννοιολογικό διαχωρισμό. Με έδρα το Λαύριο, απέναντι απ’ τον τόπο του μαρτυρίου, ακούγεται ένας σχολιασμός στα γαλλικά, σε τρίτο πρόσωπο, παρουσιάζοντας αποστασιοποιημένα τα ιστορικά γεγονότα, ενώ τα ποιήματα και τα ημερολόγια στα ελληνικά, ακούγονται πάνω στο νησί, σε πρώτο πρόσωπο. Αυτή η αμεσότητα συνδέει τα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος, με τον τόπο, στο παρόντα χώρο μεταφέροντας μέσα από τη διαρκή χωροχρονική ποιητική ασυνέχεια, ανάμεσα στο ακουστικό και στο οπτικό πεδίο, ένα κινηματογραφικά και ποιητικά τεκμηριωμένο, ιστορικό σημαινόμενο.
Εγείροντας πολλαπλά ερωτηματικά, για τη λειτουργία της ποίησης, ως παρένθετου ιστορικού τεκμήριου, που συνδέει ένα αιματοβαμμένο παρελθόν με ένα ζοφερό παρόν, ο Ζισουά, επαναφέρει μ’ αυτό το πόνημα τη σημαντικότητα του ποιητικού λόγου, που μπορούσε να ξεσηκώνει λαούς.
Μέσα απ’ το μελετημένο μοντάζ και τον υπνωτιστικό αργό ρυθμό, συντελείται μια σταδιακή αποκάλυψη της βαναυσότητας, που επαναφέρει τη συλλογική ιστορική μνήμη μας, σε μια πολιτικά φορτισμένη, και πάλι, εποχή, με την παρήγορη διαβεβαίωση πως η ποίηση δεν σταμάτησε στις πύλες της βαρβαρότητας. Υπάρχει ελπίδα έκφρασης στην απελπιστική βουβαμάρα μας.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!