Η τελευταία εξαετία 2008-13 χαρακτηρίστηκε από την παρατεταμένη οικονομική ύφεση που έφτασε στον μέγιστο ρυθμό του 7% στη σημερινή περίοδο, επιφέροντας μια συνολική μείωση του ΑΕΠ της χώρας της τάξης του 20%, με την συσσώρευση ολέθριων κοινωνικών αποτελεσμάτων. Αυτή η συνεχιζόμενη ύφεση έχει στην αφετηρία της δύο θεμελιακούς παράγοντες: Αφενός την κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που έχει επιφέρει το κλείσιμο και τις μαζικές απολύσεις σε χιλιάδες επιχειρηματικές μονάδες, την μείωση της μεταποιητικής παραγωγής και της εμπορικής δραστηριότητας, την υπέρμετρη διόγκωση της ανεργίας στο 24%, την επικράτηση ζημιογόνων αποτελεσμάτων στο σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων, την αποχή από την πραγματοποίηση επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, τη στιγμή που την προηγούμενη περίοδο (1996-2008) καταγράφονταν η συνεχής αυξητική πορεία των καπιταλιστικών κερδών.
Αφετέρου την άσκηση της μνημονιακής πολιτικής η οποία επέτεινε την κοινωνική καταστροφή εφόσον επέφερε μια σοβαρή μείωση της αγοραστικής δύναμης των λαϊκών νοικοκυριών η οποία μείωσε κατακόρυφα την κατανάλωση και έτσι την κοινωνική παραγωγή συνολικά (μεταποίησης και υπηρεσιών), επιτείνοντας την καπιταλιστική κρίση. Προφανώς, βέβαια, αυτή η πολιτική των μνημονίων, των μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων και των δανειακών συμβάσεων, αποσκοπούσε ευθέως και ανοιχτά στην μείωση του εργατικού κόστους, στην πειθάρχηση της μισθωτής εργασίας, στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, προκειμένου να διαμορφωθούν ευνοϊκοί όροι για την ανάκαμψη της επιχειρηματικής δραστηριότητας και την υπέρβαση της κρίσης προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου.
Οικονομική «ανάπτυξη» εν μέσω γενικού κοινωνικού ολέθρου
Μ’ αυτά τα δεδομένα, κι αν ακόμη επιτευχθεί η αντιστροφή της σημερινής κατάστασης ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, πράγμα προφανώς αμφίβολο και τροφοδοτηθεί μια ορισμένη ανάκαμψη από το 2014, η «ανάπτυξη» που θα καταγραφεί δεν θα έχει κατά κανέναν τρόπο τα χαρακτηριστικά που είχε η ανάπτυξη του ελληνικού και ευρωπαϊκού καπιταλισμού τις προηγούμενες δεκαετίες, ο οποίος επετύγχανε θετικούς ρυθμούς αύξησης της κερδοφορίας, της συσσώρευσης και του ΑΕΠ, διασφαλίζοντας ωστόσο ορισμένες αντισταθμιστικές παροχές στον κόσμο της μισθωτής εργασίας (μισθολογική σταθερότητα, απασχόληση, κοινωνικές δαπάνες του αστικού κράτους κ.ά.). Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή η οικονομική «ανάπτυξη» θα γίνεται πάνω στο έδαφος μιας σταθεροποιημένης κοινωνικής καταστροφής της εργατικής τάξης και των αυτοαπασχολουμένων μικροαστικών στρωμάτων, με συνεχή παράταση της λιτότητας, με διατήρηση της ανεργίας σε υψηλότατα επίπεδα, με την πλήρη αποψίλωση των υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους κ.λπ. Θα πρόκειται, συνεπώς, για την «ανάπτυξη» ορισμένων μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων που και στη σημερινή συγκυρία κατορθώνουν να λειτουργούν με σχετική κερδοφορία, αφού πλέον έχουν εκκαθαριστεί οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις με χαμηλή αποδοτικότητα του κεφαλαίου ή με ζημιογόνα αποτελέσματα, οι οποίες αξιοποιώντας την πειθάρχηση- εισοδηματική αποψίλωση-απορρύθμιση της μισθωτής εργασίας, θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους σε σημαντικό βαθμό. Μια επιχειρηματική «ανάπτυξη», δηλαδή, με την πάγια πληρωμή ενός τεράστιου κοινωνικού κόστους που θα επωμίζεται αποκλειστικά η εργαζόμενη κοινωνία. Μάλιστα, εφόσον αυτή η ανάκαμψη δεν θα βασίζεται στην αύξηση της ενεργού ζήτησης, στο μέτρο που θα συνεχιστούν η πολιτική της εισοδηματικής λιτότητας και των δημοσιονομικών περιορισμών, θα εδράζεται αποκλειστικά στις μορφές συντριβής των εργαζομένων (κατά τα βαλκανικά, κινεζικά κ.λπ. πρότυπα). Αυτά τα ίδια τα καταστρεπτικά κοινωνικά αποτελέσματα αυτής της «ανάπτυξης» θα οδηγούν συστηματικά στην άρση της νομιμοποίησης αυτής της κυβερνητικής μνημονιακής πολιτικής, τη στιγμή που αυτή επιδιώκει να χρησιμοποιεί την επίκληση της «ανάπτυξης» ως νομιμοποιητική βάση της διατήρησής της στην εξουσία.
«Ανάπτυξη» στο έδαφος της καταστολής και όχι της συναίνεσης
Είναι γνωστό ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να προέλθει (μεταξύ των άλλων παραγόντων) παρά και με την αύξηση της ενεργού ζήτησης στο εσωτερικό της ελληνικής οικονομίας, πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, και απεναντίας συρρικνώνεται συνέχεια το διαθέσιμο εισόδημα λόγω των αλλεπάλληλων μειώσεων των μισθών και συντάξεων και λόγω της συνεχούς επιβολής εξοντωτικών φορολογικών επιβαρύνσεων των εργαζομένων. Ούτε, βέβαια, αυτή η «ανάπτυξη» μπορεί να προέλθει από μεγάλες και σημαντικές εξαγωγικές επιδόσεις του ελληνικού καπιταλισμού, εφόσον άλλωστε το ισοζύγιο εξαγωγών-εισαγωγών είναι αρνητικό. Τέτοια εξαγωγική δραστηριότητα καταγράφεται (π.χ. τσιμεντοβιομηχανίες, χαλυβουργία κ.λπ.), ωστόσο αυτή δεν είναι σε θέση να αντισταθμίσει την κατακόρυφη πτώση της ζήτησης στην εσωτερική αγορά.
Άρα, η μοναδική δυνατότητα που απομένει είναι η διεύρυνση και επέκταση της παραγωγής του πλέγματος των μεγάλων μεταποιητικών επιχειρήσεων, καθώς και εκείνων των υπηρεσιών, αποκλειστικά και μόνον στη βάση της πειθάρχησης-εισοδηματικής αποψίλωσης-απορρύθμισης της μισθωτής εργασίας, η οποία και διασφαλίζει ευνοϊκούς όρους για μια τέτοια «ανάπτυξη». Αυτό το γεγονός, που είναι το αποτέλεσμα της μνημονιακής πολιτικής, καθιστά αυτό το πλέγμα επιχειρήσεων περισσότερο ανταγωνιστικό με την κατακόρυφη μείωση του εργατικού κόστους, ενισχύοντας την επιχειρηματική «ανάπτυξη» είτε σε τομείς ανελαστικών δαπανών στην ελληνική οικονομία (λ.χ. τρόφιμα, ποτά, καύσιμα κ.ά.), είτε στο επίπεδο των εξαγωγικών δραστηριοτήτων.
Η «ανάπτυξη» αυτού του πλέγματος των μεγάλων επιχειρήσεων που κατορθώνουν και ξεπερνούν την κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, με την εκκαθάριση των ανταγωνιστών τους που εμφάνιζαν χαμηλή υπεραξίωση των κεφαλαίων τους, θα γίνεται σ’ ένα ευρύτερο περιβάλλον κοινωνικής καταστροφής: Η μαζική ανεργία δεν πρόκειται να μειωθεί από αυτού του είδους την οικονομική «ανάπτυξη», γιατί η επιχειρηματική επέκταση της παραγωγής θα διεκπεραιώνεται από το διαθέσιμο ήδη εργατικό δυναμικό, που είτε υποαπασχολείται, είτε θα ανταποκριθεί με μορφές υπερεργασίας, έτσι ώστε δεν πρόκειται να πραγματοποιηθούν νέες προσλήψεις προσωπικού. Αλλά και το διαθέσιμο εργατικό εισόδημα δεν πρόκειται να αυξηθεί εφόσον οι μισθοί βρίσκονται σε συνεχή καθοδική τροχιά από την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής.
Παράλληλα, μια τέτοιου είδους «ανάπτυξη» δεν θα μπορεί να διασφαλίζει την συναίνεση της λαϊκής εργαζόμενης πλειοψηφίας στο μέτρο που δεν εξασφαλίζει την απασχόληση, συνοδεύεται από συνεχείς μισθολογικές μειώσεις, βαδίζει παράλληλα με την εξαφάνιση του κοινωνικού κράτους κ.λπ. Άρα, θα πρόκειται για μια οικονομική «ανάπτυξη» που βασίζεται αποκλειστικά στην οικονομική και πολιτική καταστολή, και σαν τέτοια θα οδηγεί στην πολιτική αποσταθεροποίηση και στην τροφοδότηση των κοινωνικών τάσεων ανατροπής της.
* Ο Ανέστης Ταρπάγκος είναι μέλος της Γραμματείας Συντονιστικού Θεσσαλονίκης και του Πανελλαδικού Συντονιστικού του ΣΥΡΙΖΑ