«Εργάζονται ανασφάλιστοι, έχουν χαμηλό εισόδημα ενώ είναι υψηλής ειδίκευσης, βιοπορίζονται ασκώντας δεύτερο ή και τρίτο επάγγελμα και είναι θεσμικά ανοχύρωτοι απέναντι στις δυνάμεις της ιδιωτικής οικονομίας. Σε ποσοστό που κυμαίνεται από το 75% έως το 91% δυσκολεύονται να πληρώσουν τους πάγιους λογαριασμούς τους, να καλύψουν βασικές ανάγκες θέρμανσης, ενώ πάνω από το ένα τρίτο ζει σε συνθήκες υλικής στέρησης».
(Από πρόσφατη έρευνα του ΑΠΘ για τους εικαστικούς καλλιτέχνες)
Και λίγα λέει. Αλλά και εμείς, οι καλλιτέχνες, λίγα λέμε. Δεν μιλάμε. Από φόβο μη δυσαρεστήσουμε και χάσουμε και τις λίγες δουλειές που (ελπίζουμε να) έχουμε, αμειβόμενες ή μη, ή από αδυναμία να ονειρευτούμε κάτι καλύτερο και άρα να το διεκδικήσουμε. Δηλαδή, ως κλάδος στον δρόμο δεν θα κατέβουμε ποτέ, να το πω λίγο έτσι, χονδρά.
Ακούμε και κάτι σχόλια διαχρονικά που ξεπερνάνε κάθε φαντασία, και από ανθρώπους φιλότεχνους ας το πούμε, του τύπου «αφού αγαπάς αυτό που κάνεις μου θες και να πλερώνεσαι;». Όχι, πλερώνω τη ΔΕΗ με έμπνευση. Τους αφήνω ένα γλυπτάκι στον γκισέ και φεύγω. Ή «είσαι νέος ακόμα, στήνεις την καριέρα σου, κάθε αρχή και δύσκολη». Ποια αρχή, σε ποιο άλλο επάγγελμα θεωρείται αρχή να χεις τα 40 πατημένα, με επαγγελματική παρουσία στο χώρο 17 και 20 χρόνια, Αθήνα, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Ζυρίχη, Τιμπουκτού…
Και όμως πάνω στην πυραμίδα που κρατάς με άλλους συναδέλφους, η κορυφή θησαυρίζει μια χαρά. Δεν την βλέπεις καν από κει κάτου που ‘σαι κι αγκομαχάς, κι ούτε την ξέρεις… Το να σου ζητάνε και να πληρώσεις για να δουλέψεις είναι παρεπόμενο. Για να «εκθέσεις» το λένε. Μα για να το εκθέσεις, το δουλεύεις πρώτα. Με χρόνο, κόπο, έρευνα και έξοδα δικά σου. Συνήθως.
Υπάρχει και ένας ρομαντισμός γύρω από την τέχνη… που σαν πέπλο, με τα καλά και τα στραβά του, θολώνει κι άλλο το ήδη θολωμένο τοπίο.. Από τον Βαν Γκογκ που έκοψε τ’ αυτί του, και τη δικαίωση «μετά θάνατον» του καλλιτέχνη, και από το ταμπού της χρηματικής αμοιβής στα «ιερά» έργα τέχνης… Μόνο όσο αφορά τους καλλιτέχνες βέβαια. Γιατί η αξία της τέχνης σε άλλα πλαίσια μια χαρά κρατεί. Δεν θέλουμε ούτε και οι καλλιτέχνες να το δούμε ως επάγγελμα, και καταλήγουμε συχνά να δουλεύουμε πιο σκληρά κι από μπίζνες άντικτ καρίερ μάνιακ… 24 ώρες το 24ωρο. Χωρίς απολαβές. Δεν το βρίσκω ρομαντικό. Ρομαντικό βρίσκω να φτιάχνω πραματάκια για μένα ή ακόμα καλύτερα, να περνάω μια μέρα με τον καλό μου. Αλλά ούτε σε αυτό δεν συμφωνούμε και μεταξύ μας οι καλλιτέχνες εννοώ. Πολλοί με ρωτάνε αν κάνω γλυπτά όταν πάω διακοπές το καλοκαίρι. Όχι. Αν μπορώ να το αποφύγω χάνομαι στη θάλασσα όπως όλοι όσοι μπορούμε.
Και ανάμεσα πραγματικά αμφιβάλλω αν υπάρχει επίγνωση τι θα πει εργάζεσαι ως καλλιτέχνης. Οι διαφημίσεις σε δείχνουν σαν αιθέριο Πόλοκ να πετάς χρώματα στο ηλιόλουστο και όμορφα ακατάστατο λοφτ, ή να παίζεις τσέλο στα λιβάδια γιατί εμπνεύστηκες αυτοστιγμεί με την παπαρούνα. Το ότι έχεις ιδρώσει σε πέντε χρόνια σπουδών στο ένα πτυχίο, σε μεταπτυχιακά, σε αιτήσεις αμέτρητες και βιογραφικά που λες να κόψεις και κάτι, δεν χωράνε όλα, θα μοιάζει ψέμα, στα ξενύχτια και στις άγριες προθεσμίες χωρίς να μπαίνει δραχμή, στα χέρια σου που ματώσανε κυριολεκτικά στις τενοντίτιδες ή στα χημικά. Ένα χρόνο τα είχα ανάπηρα, κι άλλον ένα να συνέλθουνε. Μην το πεις μου λέγανε, θα σταματήσουν να επενδύουνε πάνω σου. Περνάνε 5μηνα χωρίς ούτε μια Κυριακή οφ, και οι γονείς κι οι συγγενείς που τρέχουν να βοηθήσουν, κάποια στιγμή δικαίως σου λένε «παιδάκι μου, βρες μια δουλειά, και την τέχνη σου κάνε την στον ελεύθερο». Η οποία τέχνη σου δεν βγαίνει ούτε στο φουλ του φουλ τάιμ..
Υπάρχει βέβαια και το ατράνταχτο επιχείρημα «επιλογή σου και δεν σε ανάγκασε κανείς». Σωστό. Ας ζήσουμε λοιπόν μια μέρα, μια βδομάδα, ένα χρόνο, μια ζωή χωρίς τέχνη και θα πάω πάσο. Ξεχάστε εκθέσεις, μουσεία, μουσικές, ταινίες και σειρές, βιβλία, και τόσα όσα ως αυτονόητα απολαμβάνουμε, να δούμε στην ήδη άγρια κοινωνία μας πώς και πού θε να βαδίσουμε. Προσωπικά, σαν πείραμα, ούτε στον εχθρό μου.
(Κλειώ Γκιζελή, ανάρτηση στο fb)