Η κατοχική Τουρκία παίζει ένα πολιτικό-διπλωματικό παιχνίδι με βασικό εργαλείο την ισχύ, και δεν φαίνεται να μπλοφάρει. Έχει αντιληφθεί πως διά του εκφοβισμού περιορίζει τις κινήσεις της Αθήνας, ενώ γνωρίζει πως οι αντιδράσεις της Λευκωσίας, λόγω μεγέθους και δυνατοτήτων, είναι περιορισμένες. Αν και σε σχέση με την κυπριακή πλευρά, στο παρελθόν κάποιες κινήσεις της Λευκωσίας δεν άφησαν περιθώρια αντίδρασης της Άγκυρας. Ούτε, σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, η Τουρκία «απάντησε» σε ενέργειες της κυπριακής πλευράς. Αλλά αυτά δεν είναι της παρούσης. Το θέμα είναι η μεγάλη εικόνα και πως τυγχάνει διαχείρισης η προώθηση των σχεδιασμών της Άγκυρας, που προδήλως είναι σε βάρος του ελληνισμού.
Είναι σαφές πως ο Ερντογάν έχει αντιληφθεί πως οι… φοβέρες του πιάνουν τόπο. Ότι η πίεση αποδίδει. Είναι προφανές πως όσο ο τουρκικός μπαμπούλας για πρόκληση επεισοδίου συντηρείται, αυτό αναστέλλει από ελλαδικής πλευράς σχεδιασμούς γεωπολιτικού χαρακτήρα.
Σε αυτή τη φάση βρισκόμαστε ενώπιον μιας θλιβερής πραγματικότητας: Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χωρίς να υλοποιεί τις απειλές του κερδίζει έδαφος. Υλοποιεί σχεδιασμούς.
Η κατοχική πλευρά θέλει να πετύχει τους επεκτατικούς της στόχους φοβερίζοντας, απειλώντας χωρίς να φθάσει στα άκρα. Θα φθάσει, ωστόσο, στα άκρα μόνο εάν χρειασθεί, όπως διαμηνύουν προς κάθε κατεύθυνση Τούρκοι αξιωματούχοι. Πόσο μπλοφάρει, αυτό δεν μπορεί να αναφερθεί με βεβαιότητα.
Πρωτοκαθεδρία στην περιοχή
Είναι πρόδηλο από τις κινήσεις που γίνονται, ότι η Τουρκία θέλει να μετατραπεί σε περιφερειακή υπερδύναμη διά του ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου και επέκτασης της επιρροής της σε άλλες περιοχές. Αυτό γίνεται και σήμερα και επεκτείνεται η Άγκυρα, που αναζητά κράτη-δορυφόρους.
Δεν είναι καθόλου νέο το γεγονός ότι το καθεστώς Ερντογάν θέλει να έχει την πρωτοκαθεδρία στην περιοχή. Το δηλώνει και το δείχνει με τις πράξεις του. Είναι δε σαφές πως κάποιοι, είτε από αδυναμία είτε όχι, προσφέρουν στην Τουρκία έδαφος για δράση και υλοποίηση των στόχων της.
Η ματαίωση της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν, στη Νέα Υόρκη, με απόφαση του Τούρκου προέδρου, συνδέεται εν πολλοίς με την άρνηση της Άγκυρας να προβεί σε οποιαδήποτε συζήτηση για θέματα, όπως είναι τη στάση της στο ζήτημα της Ηλεκτρικής Διασύνδεσης Κρήτης-Κύπρου. Ο Ερντογάν ακύρωνε τη συνάντησή του με τον Μητσοτάκη χωρίς δεύτερη σκέψη, ενώ το μυαλό του ήταν στις συζητήσεις που θα είχε αμέσως μετά, με τον Τραμπ στην Ουάσινγκτον.
Η αντίληψη, που προδήλως κυριαρχεί στην Άγκυρα είναι πως έχει αυξηθεί το διεθνές βάρος της Τουρκίας. Αυτό οδηγεί σε σκλήρυνση της στάσης της. Για αυτό και δεν εισέρχεται σε οποιεσδήποτε συζητήσεις για εξεύρεση λύσεων, δεν κινείται σε λογικές συμβιβασμού. Θεωρεί ότι έχει τη δύναμη και την ισχύ να αρνηθεί διάλογο και να θέτει παράνομες και παράλογες αξιώσεις. Είναι σαφές πως η Άγκυρα επιλέγει την τακτική αυτή καθώς η προσέγγιση αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά αλλά και το Κυπριακό συνδέεται με το θέμα της ισχύος. Αναλυτές, που ασχολούνται με την τουρκική εξωτερική πολιτική παραπέμπουν σε ένα δόγμα, στο οποίο στηρίζονται όλες οι τουρκικές δράσεις. Το δόγμα διέπεται από τη λογική πως η ανισορροπία δυνάμεων παραπέμπει σε ένα δίλημμα, που πιεστικά τίθεται σε όσους στέκονται στην αντίπερα όχθη από την Τουρκία: Είτε οι διαφορές θα επιλυθούν όπως θέλει ο ισχυρός, στην προκειμένη περίπτωση η Τουρκία, είτε δεν θα επιτευχθεί συμφωνία. Και η στασιμότητα ή μη λύση αξιοποιείται για τη δημιουργία τετελεσμένων.
Πρόκειται για μια πολιτική, που έκπαλαι δοκιμάσθηκε και εξακολουθεί να δοκιμάζεται στο Κυπριακό. Την προωθεί και στα ελληνοτουρκικά, αλλά κι άλλα ανοικτά μέτωπα που έχει. Η Άγκυρα επιβάλλοντας στην Κύπρο τετελεσμένα επί του εδάφους, πιέζοντας ασφυκτικά, αναμένει τη μεγάλη υποχώρηση της ελληνικής πλευράς στο Κυπριακό. Την προσαρμογή της, δηλαδή, στις τουρκικές αξιώσεις. Αυτό που έχει, πάντως, πετύχει η κατοχική Τουρκία στην Κύπρο, είναι πως η Λευκωσία από το 1974 και εντεύθεν υιοθετεί τακτική υποχωρήσεων, θεωρώντας πως αυτό μπορεί να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση και θα «πείσει» την κατοχική πλευρά να συνεργασθεί. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής είναι να συσσωρευτούν πολλές υποχωρήσεις, σε βαθμό που εάν αυτές ενσωματωθούν σε μια συμφωνία για το Κυπριακό, θα είναι μη βιώσιμη, μη λειτουργική και στρεβλωτική. Όπως ήταν και το αλήστου μνήμης σχέδιο Ανάν, το οποίο δεν «έπεσε από τον ουρανό», αλλά ήταν το αποκορύφωμα συζητήσεων, διαπραγματεύσεων, αλλά και υποχωρήσεων της ελληνικής πλευράς.
Φινλανδοποίηση ο στόχος
Είναι σαφές τι ζητά η Άγκυρα από την Αθήνα και τη Λευκωσία. Την πλήρη προσαρμογή τους στις απαιτήσεις της. Αυτό που επιδιώκει η Τουρκία είναι η φινλανδοποίηση της Ελλάδος και της Κύπρου. Να αποκτήσει, δηλαδή, συγκεκαλυμμένο έλεγχο διά των εξαρτήσεων που θα δημιουργήσει. Στην Κύπρο, μέσα από μια λύση στη βάση των συζητήσεων που διεξάγονται, τύπου Ανάν και διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Στα ελληνοτουρκικά αρχικά συγκυριαρχία, και στη συνέχεια τον πλήρη έλεγχο.
Διαχρονικά στην Άγκυρα θεωρούν πως η φινλανδοποίηση θα επιτευχθεί αναπτύσσοντας τα φοβικά σύνδρομα της Αθήνας και της Λευκωσίας.
Δυστυχώς κάποιοι σε Ελλάδα και Κύπρο δεν βλέπουν αυτές τις επιδιώξεις της Τουρκίας. Είτε γιατί δεν το αντιλαμβάνονται είτε γιατί θεωρούν πως μπορεί να αντιμετωπιστεί η τουρκική επιθετικότητα με προσαρμογή στα κελεύσματα της Άγκυρας. Κλείνουν τα μάτια στους στόχους και τις επιδιώξεις της Άγκυρας. Αυτό, όμως, είναι ο απόλυτος στρουθοκαμηλισμός.
Την ίδια ώρα, είναι σαφές πως δεν μπορεί να αγνοηθεί το στοιχείο του συσχετισμού δυνάμεων, ούτε και να υποβαθμιστεί. Δεν μπορεί, ωστόσο, αυτό το στοιχείο να προτάσσεται ως εργαλείο για συνθηκολόγηση με τουρκικούς όρους. Την ίδια ώρα, είναι ξεκάθαρο πως κανείς δεν θα πολεμήσει για εμάς (π.χ. ΗΠΑ, Ισραήλ). Ούτε θα παρουσιαστεί βασιλικότερος του βασιλέως. Το σημειώνουμε αυτό γιατί ακούγεται και συζητείται αυτή η ψευδαίσθηση.
Ο Γκουτέρες επιμένει σε συναντήσεις και ο Ερντογάν στην αναγνώριση
Η συνάντηση του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες, με τον πρόεδρο Χριστοδουλίδη και τον κατοχικό ηγέτη, Ερσίν Τατάρ, το περασμένο Σάββατο, 27 Σεπτεμβρίου, στη Νέα Υόρκη, πραγματοποιήθηκε περισσότερο για συντήρηση της προσπάθειας του Διεθνούς Οργανισμού στο Κυπριακό. Προοπτικές δεν διαφαίνονται, καθώς η στάση της κατοχικής πλευράς δεν προσφέρει οδούς διεξόδου. Ούτε καν πεδίο συζήτησης υπάρχει. Ο Ερντογάν, από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, για τρίτη συνεχή χρονιά κάλεσε τις χώρες να αναγνωρίσουν το κατοχικό καθεστώς. Το επανέλαβε και φέτος με τη… φόρα της αναβαθμισμένης Τουρκίας. Έχει σημασία το γεγονός ότι διατύπωσε αυτή τη θέση, παραμονές της συνάντησης του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών με τον πρόεδρο Χριστοδουλίδη και τον εγκάθετο της Άγκυρας στα κατεχόμενα, Ερσίν Τατάρ. Το ανέφερε τρεις εβδομάδες περίπου πριν από την παράνομη ψηφοφορία στα κατεχόμενα (19 Οκτωβρίου). Ήταν έναν μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση, ακόμη και εντός των κατεχόμενων.
Στη συνάντηση της Νέας Υόρκης, αποφασίσθηκε πως θα υπάρξει συνέχεια, μετά τις ψευδοεκλογές στα κατεχόμενα. Θα συγκληθεί μια νέα άτυπη Πενταμερής, με τη συμμετοχή των τριών λεγόμενων εγγυητριών (Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία), της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Τουρκοκυπρίων.