Στη δεκαετία 1960-’70, το εκρηκτικό μπάσιμο της πολιτικής στο τραγούδι και τη μουσική ξάφνιασε τη μουσική βιομηχανία όσο ξάφνιασε και τη show-business στο σύνολό της, αλλά και το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό κατεστημένο της Αμερικής γενικότερα. Ένα μπάσιμο σε όλα τα είδη και ιδίως τα πιο δημοφιλή. Από τους τζαζίστες ΑΑΑ κατηγορίας, σαν τον Archie Shepp και τον Charles Mingus, που απευθύνονταν σε ένα περιορισμένο ακροατήριο, αλλά ασκούσαν ευρύτερη επιρροή, ως τους τραγουδιστές της soul music με πολλά σουξέ, σαν τον Marvin Gaye και τον James Brown. Από τον Bob Dylan και την Joan Baez ως τον John Lennon και από τους Rolling Stones ως τους Country Joe and the Fish και τους MC5. Ακόμα και διάσημοι καλλιτέχνες της country music, σαν τον Willie Nelson, τόλμησαν να έρθουν σε αντιπαράθεση με το εκ φύσεως συντηρητικό τους ακροατήριο, στέλνοντας μαζί με τους συνάδερφους από άλλα είδη μουσικής τα ίδια μηνύματα. Από το πιο ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα ως την πιο εναλλακτική σύλληψη, καλλιτεχνική και πνευματική, που αμφισβητούσε και απαξίωνε τις κατεστημένες αντιλήψεις, πρακτικές και θεσμούς που συναπάρτιζαν το κυρίαρχο πολιτισμικό μοντέλο. Δηλαδή, από τους αυτοσχεδιασμούς του John Coltrane, τις ειρωνικές παρλάτες του Arlo Guthrie και τις δημιουργικές εμβαπτίσεις στις ρίζες του blues από τον Paul Butterfield και την Janis Joplin ως τις ανατρεπτικές φόρμες του Frank Zappa και τις αισθητικές ακρότητες του Captain Beefheart.
Με εξαίρεση τη μουσική βιομηχανία που επέδειξε αρχικά μεγάλη ελαστικότητα, οι άλλοι τομείς της show-business δεν υπέκυψαν στον αιφνιδιασμό και την πρόκληση, συνεχίζοντας πάνω στην ίδια γραμμή, προβάλλοντας τους αστέρες που είχαν το εύσημο του καθωσπρέπει και αποκλείοντας τους αμφισβητίες. Το Χόλυγουντ έκανε ελάχιστες υποχωρήσεις στα νέα ρεύματα, οι τηλεοράσεις δεν φιλοξένησαν τους καλλιτέχνες της διαμαρτυρίας και της εξέγερσης και οι μεγάλες εταιρίες δεν αποπειράθηκαν καν να γίνουν χορηγοί τους.
Από τότε πέρασαν αρκετές δεκαετίες. Το πνεύμα της αντίστασης αποδυναμώθηκε και απομαζικοποιήθηκε, ήρθε ο Ρίγκαν, ο καταναλωτισμός και η θρησκοληψία ανέκτησαν το χαμένο έδαφος και, με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, η αλαζονεία και η περιφρόνηση για τον υπόλοιπο κόσμο κυριάρχησαν στο πολιτικό και πολιτισμικό πεδίο. Η πολεμική βιομηχανία καθόρισε τις σχέσεις της Αμερικής με τον κόσμο, οι εταιρίες πετρελαίου ισχυροποίησαν τη θέση τους στην κορυφή των ολιγοπωλίων και οι κολοσσοί της επικοινωνίας και ενημέρωσης έγιναν οι απόλυτοι μαζικοί παραγωγοί, ρυθμιστές, εκτιμητές και ελεγκτές της κυκλοφορίας των ιδεών, των γραμμάτων, της τέχνης, της ιστορίας, της ψυχαγωγίας και, βεβαίως, της πολιτικής. Η show-business ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο διαπλεκόμενη και εξαρτημένη από το πολιτικο-στρατιωτικο-βιομηχανο-χρηματιστικό μπλοκ.
Αυτή η σύγκριση του τότε με το τώρα, που δεν έπαψε ποτέ να γίνεται, αναζωπυρώθηκε παρακολουθώντας τα τελευταία νέα σε σχέση με δύο ονόματα της μουσικής που βρίσκονται στην κορυφή της δημοσιότητας και του χρηματιστηρίου της βιομηχανίας θεάματος-ακροάματος: τους U2 και την Taylor Swift.
U2: Βιομηχανία δόξας και χρήματος
Η τελετή ήταν εντυπωσιακή και ασυνήθιστη. Οι U2, ήτοι οι Bono, Edge, Adam Clayton και Larry Mullen Jr., ανέβηκαν στη σκηνή και έπαιξαν ένα μοναδικό κομμάτι. Όχι σε στάδιο, μπροστά σε 100 χιλιάδες θαυμαστές, αλλά σε μια κλειστή αίθουσα στην Καλιφόρνια, για 2.300 άτομα, που ήταν κυρίως επιχειρηματίες, επενδυτές και δημοσιογράφοι. Σαν άνοιγμα στην ομιλία του Tim Cook, διευθυντή της Apple, της εταιρίας που ήταν ο οικοδεσπότης της εκδήλωσης για την παρουσίαση του iPhone 6 και του καινούργιου «έξυπνου ρολογιού» που λανσαρίστηκε παγκοσμίως με όχημα τους U2. Μόλις τελείωσε το κομμάτι «The Miracle (of Joey Ramone)», 500 εκατομμύρια συνδρομητές του iTunes έβλεπαν έκπληκτοι να φορτώνεται στη «βιβλιοθήκη» τους ολόκληρο το καινούργιο άλμπουμ του συγκροτήματος «Songs of Innocense» δωρεάν! Οι πολλοί το χάρηκαν, ενώ για τους λίγους που διαμαρτυρήθηκαν για την υποχρεωτική αποδοχή μιας δωρεάς που δεν την επιζήτησαν, η Apple πρόθυμα τους παρείχε το εργαλείο για να διαγράψουν το άλμπουμ. Κανένας δεν ξέρει πόσα λεφτά πήραν οι U2 για τη συμμετοχή τους, αλλά κυκλοφορούν φήμες ότι η Apple ξόδεψε 100 εκατομμύρια δολάρια γι’ αυτή την καμπάνια.
Ο Bono, που είναι και ο δημοσιοσχεσίτης του γκρουπ, είναι συνιδρυτής της ONE και της RED, που ασχολούνται με την καταπολέμηση της παγκόσμιας φτώχειας και του AIDS. Οι φωτογραφίες του με τον πρόεδρο των ΗΠΑ George W. Bush και τον υπερσυντηρητικό γερουσιαστή Jesse Helms για την προώθηση των σκοπών του, είναι πολυδημοσιευμένες. Και οι τρεις από τους τέσσερις του συγκροτήματος είναι μέλη μια χριστιανικής σέχτας που αποκαλείται Shalom (από την εβραϊκή λέξη που σημαίνει ειρήνη). Αυτά καθόλου δεν τους εμποδίζουν να ταυτίζονται με ένα βιομηχανικό κολοσσό που, μεταξύ άλλων, κατασκευάζει προγράμματα για τα οπλικά συστήματα που χρησιμοποιούνται στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και όπου αλλού βομβαρδίζει και δολοφονεί το αμερικάνικο Πεντάγωνο. Να σημειωθεί ότι η Apple τραβιέται στα αμερικάνικα δικαστήρια με την κατηγορία του αθέμιτου ανταγωνισμού επειδή επιβάλλει μονοπωλιακό καθεστώς στη διάθεση των τραγουδιών μέσω του iPod επιβαρύνοντας υπέρμετρα των καταναλωτή και αποκλείοντας άλλες εταιρίες-παρόχους.
Τα έσοδα των ζάμπλουτων U2 δεν προέρχονται κυρίως από τις πωλήσεις των CD και το κατέβασμα τραγουδιών, αλλά από τις μέγα-τουρνέ και από τα «συναφή» προϊόντα με το όνομά τους, διαφημίσεις, βίντεο παιχνίδια, ταινίες, χορηγίες κ.λπ. Οι εισπράξεις της τελευταίας περιοδείας τους ανά τον κόσμο, «μιας μικρής πόλης σε περιοδεία» όπως αρέσκεται να λέει ο Μπόνο, με 110 συναυλίες, ξεπέρασαν τα 772 εκατομμύρια δολάρια, με 7 εκατομμύρια εισιτήρια, ρεκόρ όλων των εποχών. Και ήδη προετοιμάζουν την επόμενη περιοδεία τους για το 2015. Για να πετύχουν το μάξιμουμ της επιτυχίας και του κέρδους έχουν τον ίδιο μάνατζερ με τη Μαντόνα (Guy Oseary).
Από το 2007 μέχρι το 2010, οι πωλήσεις των CD πέφτουν 18,2-19,7% ετησίως. Και το κατέβασμα τραγουδιών είναι σε φάση πτώσης, μείον 12,5% στο πρώτο τέταρτο το 2014, επειδή πολλοί ακροατές τα ακούν δωρεάν από το Youtube. Το 2013, σύμφωνα με τα στοιχεία της αμερικάνικης δισκογραφικής βιομηχανίας (RIAA), τα έσοδα από πωλήσεις δίσκων ήταν μόλις 7 δισ. από τα 12 δισ. δολάρια το 1989. Αλλά οι U2 ενδιαφέρονται να κρατήσουν τις πωλήσεις σε υψηλά επίπεδα, αφού το όνομά τους εξασφαλίζει μεγάλα ποσά και από την ηχογραφημένη μουσική, ακόμα και σήμερα που οι καλλιτέχνες εν γένει παίρνουν ψίχουλα από την ψηφιακή εκμετάλλευση των έργων τους. Γι’ αυτό, ανακοίνωσαν ότι από κοινού με την Apple θα λανσάρουν πολύ σύντομα ένα νέο φορμάτ για τη μουσική, σε αντικατάσταση του CD, που δεν θα μπορεί να αντιγραφεί, γιατί, εννοείται, αυτό που τους ενδιαφέρει δεν είναι μόνο να ακούγεται η μουσική τους, πράγμα που γίνεται κατά κόρον τα τελευταία 38 χρόνια που υπάρχουν, αλλά και να πληρώνονται γι’ αυτό μέχρι την τελευταία νότα κι από τον τελευταίο άφραγκο επί γης θαυμαστή τους.
Taylor Swift: Το κορίτσι ολιγοπώλιο
Εάν οι U2 είναι πρώτοι στη λίστα των πιο εμπορικών συναυλιών, η Taylor Swift είναι πρώτη στη λίστα των πιο εμπορικών τραγουδιών. Όχι ιδιαίτερα γνωστή στην Ελλάδα, επειδή έχτισε την καριέρα της στην κατηγορία της αμερικάνικης country μουσικής, είναι ήδη, στα 25 της, το μεγαλύτερο όνομα στην Αμερική, στην καρδιά της παγκόσμιας βιομηχανίας του θεάματος-ακροάματος, πάνω κι από τη Beyonce, τη Rihanna και τη Lady Gaga, αλλά και τον Justin Bieber και τον Usher. Το τελευταίο της άλμπουμ, με τίτλο «1989», το έτος γέννησής της, πούλησε 1.287.000 αντίτυπα μέσα στην πρώτη βδομάδα κυκλοφορίας του, τα περισσότερα από κάθε άλλο CD από το 2002 που είχε βγει το The Eminem Show του Eminem. Είναι η μοναδική, από το 1991, που έχει τρία άλμπουμ με πωλήσεις πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα μέσα σε μια βδομάδα και η κορυφαία σε πωλήσεις συνολικά από το 2008 μέχρι σήμερα. Την ακολουθούν 46 εκατομμύρια άτομα στο Twitter, πολύ πάνω από τους ανταγωνιστές της, αλλά και από τον πρόεδρο Ομπάμα.
Αυτό το «κοριτσάκι», που πρωτοπροσπάθησε να μπει στη δισκογραφία από τα 11 της και το κατάφερε στα 13, είναι ένας χρηματιστικός οργανισμός από μόνη της. Έχει μεγάλους χορηγούς, την Diet Coke με τα αναψυκτικά, την Keds που κατασκευάζει παπούτσια και την Elizabeth Arden που μέχρι στιγμής εμπορεύεται τέσσερις κολόνιες με το όνομα τραγουδιών της Swift , ενώ πουλάει με σύμβαση αποκλειστικότητας ειδικές εκδόσεις των CD της μέσω της μεγάλης αλυσίδας καταστημάτων λιανικής πώλησης Target, τα οποία διαφημίζει παρουσιάζοντας για πρώτη φορά καινούργια τραγούδια της, όπως το «Style», μέσω των διαφημιστικών μηνυμάτων της πολυεθνικής εταιρίας. Κόρη ενός πατέρα οικονομικού συμβούλου του τραπεζικού κολοσσού Merrill Lynch και μιας μητέρας στελέχους εταιρίας αμοιβαίων κεφαλαίων, ξεπέρασε τους γονείς της στις επενδύσεις και το μάρκετινγκ, όπως δείχνει ο τζίρος των 150 εκατομμυρίων δολαρίων από την πρόσφατη περιοδεία της, το σπίτι των 20 εκατ. δολαρίων που αγόρασε στη Νέα Υόρκη, αλλά και η μεταπήδησή της στη Beats Music και τη Rhapsody από την εταιρία streaming Spotify επειδή, η τελευταία, δεν χρέωνε αρκετά τη χρήση των τραγουδιών της.
Αυτό το κορίτσι, με τα πολλά ταλέντα, τραγουδοποιός, τραγουδίστρια και περφόρμερ, αποτελεί το πιο εξελιγμένο μοντέλο του καλλιτέχνη-επιχειρηματία, που ξέρει να κερδίζει πολλά χρήματα διασκεδάζοντας και διαπαιδαγωγώντας τους ακροατές και τους οπαδούς της σε απόλυτη σύμπνοια και συνεργασία με τα ολιγοπώλια της showbusiness, της μαζικής κατανάλωσης και του lifestyle. Γι’ αυτό κάθε σύγκριση της Taylor Swift με την Joni Mitchell, που δεν ήθελε τα τραγούδια της να γίνονται βαποράκια της εμπορευματοποιημένης ζωής και δεν έπαυε να καταγγέλλει την κατασκευή ειδώλων από το σύστημα, αποτελεί σκόπιμη προσπάθεια εξωραϊσμού του νέου τύπου καλλιτέχνη, ο οποίος, δυστυχώς, εκφράζει ένα πελώριο ακροατήριο που θεωρεί την ταύτιση του καλλιτέχνη και του καλλιτεχνικού του έργου με προϊόντα και υπηρεσίες, από τηλέφωνα και ρολόγια μέχρι αρώματα και κιλότες, θεμιτή και φυσική. «Ανακαλύπτουν τη μουσική που τους λέει πώς θα ζήσουν τη ζωή τους και πώς θα αισθάνονται και πώς είναι αποδεκτό να αισθάνονται», υποστηρίζει η Taylor, εκπροσωπώντας ένα φεμινισμό που είναι συγχρονισμένος με το εμπόριο, τη δόξα και τον πλούτο.
(Τα περισσότερα στοιχεία στο παραπάνω άρθρο προέρχονται από πρόσφατα αφιερώματα του περιοδικού Time στους U2 και την Taylor Swift)