Οι Λευκές Νύχτες του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καταλειφού. Γράφει η Χριστίνα Ανδρέου

Οι Λευκές Νύχτες του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι είναι μια ρομαντική, κατακλεισμένη από συναίσθημα νουβέλα. Στο επίκεντρο της δράσης τοποθετούνται οι δύο πρωταγωνιστές της, ένας άντρας και μία γυναίκα, χαρακτηριστικοί τύποι της εποχής. Μια νύχτα του καλοκαιριού στην Αγία Πετρούπολη του 1848, λοιπόν, ο άντρας αυτός που δεν έχει όνομα παρά μόνο ιδιότητα, αυτή του ονειροπόλου, συναντάει τυχαία τη Νάστενκα και ανακαλύπτει πως εκτός από τον ελκυστικό, αλλά πλαστό κόσμο της φαντασίας και του ονείρου, υπάρχει και ένας άλλος εξίσου ελκυστικός που οδηγεί στην ευτυχία – έστω σε στιγμές.
Ο κόσμος αυτός ανήκει στον Έρωτα, τον πραγματικό, το χειροπιαστό, το φευγαλέο, τον αιώνιο. Όμως, όπως αποδεικνύεται στην πορεία, η αληθινή πλευρά της ζωής θα συντρίψει την εύθραυστη και άμαθη καρδιά του. Αφού, η γυναίκα, η Νάστενκα είναι ερωτευμένη με έναν άλλο άνδρα και συνειδητά ή ασυνείδητα εκμεταλλεύεται τα τρυφερά αισθήματα του ονειροπόλου, όταν όπως όλα δείχνουν το πάθος της τείνει να διαψευστεί.
Έτσι, αποφασίζει να συμβιβαστεί και να αποδεχτεί την αγάπη του, μέχρι τη στιγμή που τελικά θα εμφανιστεί ο εραστής της και χωρίς δεύτερη σκέψη θα εγκαταλείψει τον ονειροπόλο στη σκληρή του μοίρα… Όλα αυτά εκτυλίσσονται σε μια ατμόσφαιρα πάθους και έντασης, γεμάτη από τις υπερβολικές εκφάνσεις και εξάρσεις της ρωσικής ψυχής, μιαν ατμόσφαιρα που προσδίδει σε ολόκληρο το έργο μια μαγική, απόκοσμη διάσταση. Η διασκευή της νουβέλας από την ομάδα εργασίας κατά τη διάρκεια των προβών (από τη μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου) πιάνεται γερά από το νήμα της αφήγησης προσφέροντας, εντέχνως, μια ολοκληρωμένη θεατρική σύμβαση. Διάλογοι και μονόλογοι σφιχτά δεμένοι κρατάνε ζωηρό το ενδιαφέρον του θεατή χωρίς να κουράζουν φλυαρώντας…

Τα της παράστασης
Η όλη παράσταση στη Β΄ Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, ουσιαστικά, στηρίζεται στο ανθρώπινο δυναμικό επί σκηνής. Δηλαδή, τον Στάθη Μαντζώρο και τη Λουκία Μιχαλοπούλου, δύο ταλαντούχους νέους ηθοποιούς που καθοδηγήθηκαν σκηνοθετικά από τον Δημήτρη Καταλειφό. Πραγματικά, ο κ. Καταλειφός σε αυτή την παράσταση φάνηκε να δούλεψε με μόνο του όπλο τις δυνατές ερμηνείες, χωρίς επιπλέον σκηνοθετικά ευρήματα και τερτίπια. Μόνο η αλήθεια του ηθοποιού, γυμνή, πάνω στη σκηνή… Βέβαια, ενώ η κ. Μιχαλοπούλου σήκωσε το «βάρος» αυτό χωρίς περιττούς εντυπωσιασμούς, διατηρώντας μια θαυμαστή ισορροπία και λιτότητα στα μέσα έκφρασής της και μάλιστα σε ένα ρόλο που απαιτεί τρομακτικές μεταπτώσεις, ο κ. Μαντζώρος, με την καθαρή σαν κρύσταλλο φωνή, απέδωσε δυσανάλογα τον ντοστογιεφσκικό ήρωα. Η ένταση και το πάθος, ενώ ήταν πανταχού παρόντα, δεν ήταν ελεγχόμενα. Η σκηνική του παρουσία ήταν υπερβολικά τονισμένη, που σε στιγμές σε παρέσερνε με το εύρος της, αλλά άλλες φορές σε ξένιζε με την υπερβολή της. Σαν να πάσχιζε να αποδώσει μόνο με ζωηρά χρώματα τις αποχρώσεις του ρόλου του, τη στιγμή που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει και πιο ουδέτερους τόνους… Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη στο μικρό και περιορισμένο χώρο του θεάτρου νομίζω πως με σοφία οριοθέτησε τους διαφορετικούς χώρους της δράσης και διαχώρισε τα στιγμιότυπα. Τα συννεφιασμένα φωτογραφικά ταμπλό, η σημειολογία του νερού και των πεσμένων φύλλων προσέθεσαν μια ποιητική διάσταση απόλυτα συνυφασμένη με τους στόχους του έργου και της σκηνοθεσίας. Τα κοστούμια ενταγμένα στο πνεύμα της εποχής, χωρίς κάτι παραπάνω ή παρακάτω. Τέλος, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου «ζούμαραν» διακριτικά πάνω σε πρόσωπα και ερμηνείες πλήρως εναρμονισμένοι στο όλον πνεύμα της παράστασης.

Το tip του θεατή
Θα σας προτρέψω να πάτε μόνο και μόνο για να δείτε μια καλή παράσταση που δεν πραγματεύεται βαθυστόχαστες ιδέες και αλήθειες, αλλά μια απλή αλήθεια, αυτή του έρωτα, έστω και του πληγωμένου…. Φέτος, λόγω κρίσης, τα έργα με κοινωνικά μηνύματα κατακλύζουν -και καλώς κάνουν- τις σκηνές. Μας χρειάζεται, όμως, που και που μιαν ανάπαυλα από τα σοβαρά και τα καίρια, και μάλιστα απολαμβάνοντας ένα έργο που υπογράφει ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας…

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!