Απρίλης πρόσφατου έτους στη Λευκωσία. Κοντά στην Πράσινη Γραμμή ο Σωφρόνης, Κύπριος επιχειρηματίας και ο Βασίλης, Ελλαδίτης ομότεχνός του, κουτσοπίνουν σε ταβέρνα του «ελληνικού». Ο ήλιος γέρνει σχολιάζοντας τις μωβ αποχρώσεις του πάνω από τη διχοτομημένη πόλη. Ο Σωφρόνης στα σαράντα πέντε του πλέον, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην «άλλη» πλευρά της πόλης. Δεν έχει επισκεφθεί το πατρικό του από το 1974, όταν έφυγαν αυτός και η οικογένειά του άρον-άρον, αφήνοντας πίσω τους στο σπίτι όλα τα υπάρχοντά τους. Έχει πια νυχτώσει για τα καλά, το κρασί ρέει άφθονο. Ο Βασίλης που επισκέπτεται πρώτη φορά τη Λευκωσία, ρωτά τον Σωφρόνη πόσο μακριά είναι το σπίτι του. «Περίπου πεντακόσια βήματα από δω», απαντά και τα μάτια του θολώνουν. Ένα δάκρυ κυλά αβασάνιστα. Έχουν πιει πολύ.
Ξαφνικά, ο Σωφρόνης σηκώνεται με την αποφασιστικότητα των ορκισμένων εραστών που δεν μπορούν να αποχωριστούν το ταίρι τους. «Πάμε. Απόψε θέλω να δω το σπίτι μου. Θέλω να έρθεις μαζί μου. Σήκω». Ο Βασίλης προσπαθεί να του αλλάξει γνώμη. Μάταια. Η φόρτιση είναι μεγάλη. Χωρίς να το πολυκαταλάβουν είναι μπροστά σε ένα διατηρητέο σπίτι στην κατεχόμενη Λευκωσία. Χτυπούν την πόρτα. Ένας άντρας ανοίγει. Μελαχρινός, αδύνατος με ελαφριά γενειάδα, γύρω στα τριάντα.
Ο Βασίλης προσέχει ότι το παρουσιαστικό του άντρα δεν ταιριάζει σε ιδιοκτήτη αυτής της όμορφης αρχοντικής οικίας. Ο Σωφρόνης με τρεμάμενη φωνή που με δυσκολία συγκρατεί τον ρυθμό της, μιλώντας ελληνικά στον άγνωστο άντρα, του εξηγεί ότι αυτός και η οικογένειά του έμεναν σ’ αυτό το σπίτι μέχρι τον Ιούλιο του 1974. Ζητώντας συγγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας τον ρωτά εάν μπορούν να ανέβουν για λίγο. Ο άντρας συναινεί μάλλον πρόθυμα. Ο Βασίλης απλώς παρατηρεί χωρίς να μπορεί να επέμβει σε τίποτα. Νιώθει ανασφαλής. Η αμηχανία συνδυασμένη με έναν αδικαιολόγητο φόβο τον κυριεύουν. Ανεβαίνουν προσεκτικά την ξύλινη σκάλα. Μπαίνουν στο σαλόνι. Παλιομοδίτικα έπιπλα με ταπετσαρία χρώματος σιέλ και αρκετοί πίνακες κρεμασμένοι στον τοίχο. Ο Βασίλης από τη συγκινημένη όψη του Σοφρώνη καταλαβαίνει ότι όλα αυτά τα έπιπλα και τα αντικείμενα ανήκαν στην οικογένειά του. Οι νέοι ένοικοι του σπιτιού δεν άλλαξαν τίποτα. Δεν πρόσθεσαν αλλά ούτε αφαίρεσαν το παραμικρό. Ο Βασίλης νιώθει την ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη από μία αλλόκοτη αύρα. Μέσα στο σαλόνι παίζουν τέσσερα μικρά παιδιά. Μία γυναίκα εμφανίζεται φορώντας μαντήλι στο κεφάλι. Τα μάτια της σπαθίζουν ανήσυχα.
Ο Σωφρόνης επικεντρώνει το βλέμμα του σε δύο φωτογραφίες – πορτρέτα δύο ηλικιωμένων προσώπων στην αριστερή πλευρά του σαλονιού. Βουρκώνει. «Ο παππούς και η γιαγιά», ψιθυρίζει. Με φωνή που παραμένει με δυσκολία σταθερή, ζητά από τον άνδρα να του επιτρέψει να ανέβει στο δωμάτιο της σοφίτας. Ο άντρας με άνεση τους συνοδεύει ευγενικά στη στενή ξύλινη σκάλα. Στη θέα του δωματίου, μετά από τριάντα χρόνια, ο Σοφρώνης σχεδόν καταρρέει. Γυρνώντας στον άντρα, τού λέει ανάμεσα σε αναφιλητά «ξέρεις… σ’ αυτό το δωμάτιο… εδώ γεννήθηκα», ο άντρας του απαντά με ήρεμη και σταθερή φωνή «και εγώ το ίδιο… και τα παιδιά μου…». Ο Σωφρόνης συνέρχεται, κατεβαίνει αργά τη στενή ξύλινη σκάλα, μπαίνει στο σαλόνι, ξεκρεμά τις φωτογραφίες του παππού και της γιαγιάς, τις αγκαλιάζει και κρατώντας τες σφιχτά, καληνυχτίζει την οικογένεια, ευχαριστώντας που τους επέτρεψαν να ανέβουν στο σπίτι, τέτοια περασμένη ώρα.
Κατεβαίνουν τη σκάλα προς την είσοδο αργά. Ο ήχος της ξύλινης σκάλας στα βήματα των δύο επισκεπτών αποδίδει στη στιγμή μία αίσθηση μεγαλοπρέπειας. Περπατώντας προς το φυλάκιο της Πράσινης Γραμμής ο Σωφρόνης, κρατώντας τρυφερά τις φωτογραφίες ακούει συνεχώς στα αφτιά του τα λόγια του άντρα που θαρρείς ότι έχουν στοιχειώσει μέσα του: «Κι εγώ το ίδιο… και τα παιδιά μου…».
Ηλίας Χαρίτος