του Γιάννη Σχίζα

Η χώρα αυτή απελευθερώθηκε και έζησε όχι μόνο από τους ηρωικούς αγώνες των ίδιων των Ελλήνων, αλλά και από τους φιλέλληνες. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς, μέσα σε αυτό το αμφιθυμικό πλέγμα έρωτα και μίσους, που συνδέει αναπόφευκτα τους ανθρώπους με τον χωρικό και κοινωνικό περίγυρό τους, έτυχε να διαθέτουν μεγαλύτερη δοσολογία έρωτα για την Ελλάδα και να γίνονται υπόδειγμα για τους γηγενείς…

***

Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, ένας επίτιμος Έλληνας που άξιζε όσο πολλοί original, «έφυγε» πριν 10 χρόνια, μετά 96 χρόνια περιεκτικής ζωής. Από μια άποψη στάθηκε τυχερός, γιατί αν και υπερκινητικός και ταξιδιωτικός τύπος εγκατέλειψε τον κόσμο στο κρεβάτι του, σε αντίθεση με εκείνον τον γηραιό Βρετανό ποδηλάτη που έκανε τον γύρο του κόσμου αλλά σκοτώθηκε από έναν ασυνείδητο οδηγό το 2009 στη Βαρυμπόμπη της Αττικής…

Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ξεκίνησε τη ζωή του συνεχίζοντας την παράδοση των μεγάλων οδοιπορικών περιηγήσεων. Το 1933, σε ηλικία 18 χρονών, διέσχισε την Ευρώπη και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, διανυκτερεύοντας σε μοναστήρια, σε αχυρώνες, σε σπηλιές, στο οπουδήποτε. Τότε, στον ελλαδικό χώρο, η ύπαιθρος δεν παρείχε τα σημερινά επίπεδα ασφαλείας, αν λάβει κανείς υπόψη ότι ο αρχιλήσταρχος Κουτσούβελας έπεφτε από τις σφαίρες της χωροφυλακής μόλις το 1929, ενώ οι ληστές αδελφοί Ρετζαίοι κατέληγαν στο εκτελεστικό απόσπασμα τον Μάρτιο του 1930…

Ο Φέρμορ ήταν ο καθυστερημένος επίγονος εκείνων των νεαρών Ευρωπαίων που επί τρεις περίπου αιώνες (17ος-19ος), μετά το πέρας της εγκύκλιας παιδείας τους, ταξίδευαν σε ξένες χώρες για να γνωρίσουν νέες καταστάσεις και για να ολοκληρώσουν τη μόρφωσή τους. Στους τέσσερις τόμους του μεγάλου συγγραφέα Κυριάκου Σιμόπουλου («Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα») βρίσκουμε μια υπέροχη σύνθεση περιηγητικών αφηγήσεων για την Ελλάδα, όπου το ταξίδι άλλοτε χρησιμοποιείτο για τους συνηθισμένους σκοπούς της εποχής –εμπόριο, κατασκοπία, αρχαιοκαπηλία, αναψυχή, φυγή από την καθημερινότητα– κι άλλοτε γινόταν το όχημα της ανάπτυξης ενός «φιλο-νεοελληνισμού». Ο Λόρδος Βύρων ήταν ένας τέτοιος ταξιδιώτης που μετεξελίχθηκε σε φιλέλληνα και στάθηκε στο πλευρό της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Λε Κορμπυζιέ επίσης ταξίδεψε στη χώρα μας πριν να την ερωτευθεί και να προκαλέσει την πρώτη διεθνή αρχιτεκτονική συνάντηση του Μοντερνισμού επί ελληνικού εδάφους, με προϊόν την περίφημη «Χάρτα των Αθηνών»: Παρά το γεγονός ότι η αφετηριακή του επαφή με την «ελληνικότητα» (Πειραιάς, 1911) ήταν τόσο αρνητική ώστε να τον κάνει να γράψει θλιβερούς χαρακτηρισμούς για τους νεοέλληνες στο ημερολόγιό του.

Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, το 1998, σε μια συνέντευξη που έδωσε στην Αμαλία Νεγρεπόντη, αναφερόταν στην υπόθεση των Σκοπίων και στις επιθέσεις που δεχόταν η χώρα μας. Ακόμη αναφερόταν στην κατάληψη και κατοχή της Βόρειας Κύπρου από τουρκικά στρατεύματα και στην εκτόπιση των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν «δικός μας» και μάλιστα περισσότερο από πολλούς «δικούς μας»: Στην Καρδαμύλη της Μάνης όπου πηγαινοερχόταν για πολλά χρόνια, ήταν γνωστός με το εξελληνισμένο όνομα «Παντελής» (=Πάτρι+Λη)

Στον 19ο και 20ο αιώνα ο φιλελληνισμός δεν έπαψε να είναι χρήσιμος, όμως η Ελλάδα είχε πλέον μια παγιωμένη κρατική υπόσταση, ενώ είχε πάψει να αποτελεί πόλο των «εξωτικών» ταξιδιωτικών αναζητήσεων. Η χώρα είχε πλέον ανακαλυφθεί, όμως συνέχισε να διεγείρει τον έρωτα κάποιων ξένων που εντρυφούσαν στα ίχνη του κλασσικού πνεύματος αλλά και στην ύπαιθρό της – ως κιβωτό ηθών, εθίμων, πολιτιστικών στοιχείων. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ως πεζοπόρος και ως περιηγητής ψηλάφησε αυτή τη χώρα και τη γνώρισε πολύ καλύτερα από πολλούς γηγενείς. Με τα βιβλία του για τη «Ρούμελη», τη «Μάνη», την «Εποχή της δωρεάς» και το «Ανάμεσα στα νερά και στα δάση», δικαίωσε έναν άλλο ταξιδιωτικό συγγραφέα της χώρας μας, τον Κώστα Ουράνη, που εμμέσως πλην σαφώς υποστήριζε ότι το ταξιδιωτικό βίωμα και η πολλαπλότητα της εμπειρίας συνδέεται με τον τρόπο μετακίνησης στον χώρο: Κοντολογίς, η πεζοπορία υπερέχει του ταξιδιού με αεροπλάνο.

Η Ελλάδα έδωσε στον Πάτρικ Λη Φέρμορ «το ωραίο το ταξίδι», κι αυτός ανταπέδωσε τη συμμετοχή του στους αγώνες του ελληνικού λαού. Μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς ανέβηκε στα βουνά της Κρήτης, από όπου και οργάνωσε την «απαγωγή του στρατηγού Φον Κράιπε» (1944) – μια απαγωγή που έμελλε να γίνει διάσημη από το ομώνυμο κινηματογραφικό έργο. Το μόνο του μειονέκτημα ήταν ότι δεν έκανε το κατόρθωμά του βούκινο, για πολιτικές ή άλλες εισπράξεις.

Το 1998, σε μια συνέντευξη που έδωσε στην Αμαλία Νεγρεπόντη, αναφερόταν στην υπόθεση των Σκοπίων και στις επιθέσεις που δεχόταν η χώρα μας. Ακόμη αναφερόταν στην κατάληψη και κατοχή της Βόρειας Κύπρου από τουρκικά στρατεύματα και στην εκτόπιση των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν «δικός μας» και μάλιστα περισσότερο από πολλούς «δικούς μας»: Στην Καρδαμύλη της Μάνης όπου πηγαινοερχόταν για πολλά χρόνια, ήταν γνωστός με το εξελληνισμένο όνομα «Παντελής» (=Πάτρι+Λη).

Ήταν κληρονόμος εκείνου του φιλελληνισμού που εξέλιπε στις ημέρες μας… Εκείνου του αριστοκρατικού φιλελληνισμού που έσπαγε όμως ενίοτε τα ταξικά δεσμά του και γινόταν ένα με τους ανθρώπους μιας γης που επέλεξε να αγαπήσει.

Αγάπησε την Ελλάδα για την κλασσική ιστορία της, για την αφτιασίδωτη και πλουραλιστική της φύση, για το κλίμα και τα τοπία της. Αναρωτιέμαι σήμερα, σε μια εποχή μιας νέας πολιτιστικής ατζέντας, όπου η άμεση εμπειρία του τόπου αντικαθίσταται από τη διαμεσολαβημένη εμπειρία του διαδικτύου, ποιοι ξένοι και για ποιο λόγο θα μπορούσαν να αγαπήσουν αυτή τη χώρα. Ποιοι θα μπορούσαν να αισθανθούν σάρκα από τη σάρκα της και να τη στηρίξουν, όταν μάλιστα απειλείται η μετατροπή της σε «χώρο» και σε υλικά κατεδάφισης…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!