Ο επίμονος αγώνας που δίνεται στα πανεπιστήμια από την αρχή του έτους ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια και το νομοσχέδιο της κυβέρνησης που ψηφίζεται την επόμενη εβδομάδα έχει συναντήσει την αποδοχή της κοινωνίας με έναν κατά βάση παθητικό τρόπο. Οι σχετικές δημοσκοπήσεις δείχνουν μια κοινωνία διαιρεμένη ως προς το θέμα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Σίγουρα το δίμηνο που πέρασε δεν έδειξε ότι τα αιτήματα του φοιτητικού και πανεπιστημιακού κινήματος συνάντησαν την πλήρη αποδοχή της κοινωνίας ούτε μεταφράστηκαν σε μια παλλαϊκή κινητοποίηση, όπως θα αντιστοιχούσε στη σοβαρότητα του θέματος. Εάν συγκρίνουμε την αποδοχή και τη συμπάθεια που εκφράστηκε τόσο στην περιφέρεια, όσο και στις πόλεις προς τους αγρότες και τα αιτήματά τους με εκείνη απέναντι στις φοιτητικές κινητοποιήσεις, η διαφορά είναι αξιοπρόσεκτη. Οι λόγοι για αυτό είναι πολλοί και διαφορετικοί. Στο σημείωμα που ακολουθεί (πρώτο από μια σειρά σημειωμάτων στη σχετική θεματολογία) θα επιχειρήσουμε να δείξουμε κάποιες από τις διαστάσεις του θέματος και να εξηγήσουμε γιατί αυτό που απαιτείται είναι ένας αγώνας διαρκείας εναντίον της διάλυσης του δημοσίου πανεπιστημίου. Για να γίνει αυτό θα συζητήσουμε δύο από τις βασικές αντιρρήσεις που εκφράζονται άλλοτε ρητά και άλλοτε υπόρρητα από όσους θεωρούν ότι το θέμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν είναι μείζον.

***

Αμφιβολία 1η: Το θέμα δεν είναι αν τα πανεπιστήμια (και η εκπαίδευση γενικότερα) είναι ιδιωτικά ή δημόσια, αλλά το περιεχόμενο των σπουδών

Η κακοπροαίρετη εκδοχή αυτής της άποψης αγνοεί ότι η δημόσια και μαζική εκπαίδευση αποτελεί μια κατάκτηση του μεταπολεμικού κόσμου και όλων των προοδευτικών κινημάτων και ότι η δημόσια και μαζική εκπαίδευση είναι η μόνη που μπορεί να περιλάβει όλες τις δημοκρατικές αξίες, όλες τις επιστημονικές εξελίξεις (και την κριτική τους) που παράγει το ανθρώπινο πνεύμα. Εάν δε, επικεντρωθούμε στην τριτοβάθμια, στην οποία συστατικά χαρακτηριστικά είναι η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία στην έρευνα, η ανάθεση αυτής σε ιδιώτες (και μάλιστα διεθνείς, δηλαδή αγγλο-αμερικανικάνους) θα σημάνει αφενός κατάργηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και αφετέρου πλήρη υπαγωγή της έρευνας σε επιχειρηματικά συμφέροντα. Ήδη στη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση συμβαίνει αυτό, πόσο μάλλον στην ιδιωτική.

Η καλοπροαίρετη εκδοχή αυτής της άποψης επισημαίνει ότι θα έπρεπε τα φοιτητικά και πανεπιστημιακά κινήματα να μην περιορίζονται σε οικονομικά αιτήματα, αλλά να συμπεριλαμβάνουν και ζητήματα περιεχομένου σπουδών. Η άποψη αυτή είναι γενικά σωστή, αλλά μοιάζει να μην εντάσσεται στα συμφραζόμενα μιας εποχής που τα πανεπιστήμια δέχονται κυριολεκτικά επίθεση ως προς το αν θα συνεχίσουν να υπάρχουν.

Εάν θέλουμε η χώρα να έχει μέλλον, δεν θα αφήσουμε τα πανεπιστήμια να εκποιηθούν σε τιμή ευκαιρίας από μια κυβέρνηση που από την στιγμή που ανέλαβε, έχρισε τα πανεπιστήμια ως βασικούς εχθρούς της

Αμφιβολία 2η: Η ιδιωτικοποίηση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει ήδη προχωρήσει και ως εκ τούτου με την παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία απλώς επικυρώνεται

Η πολιτική όλων των κυβερνήσεων μετά τα μνημόνια (αλλά και νωρίτερα από την αρχή της δεκαετίας του 1990) ήταν η σταδιακή κατάργηση του πανεπιστημίου ως ακαδημαϊκού χώρου και η παρεπόμενη σύνδεσή του με τις παραγωγικές και αναπαραγωγικές ανάγκες ενός εθνικού κράτους (σε όποιον βαθμό γινόταν αυτό στην Ελλάδα). Από το 1990 και μετά η στόχευση ήταν η άμεση σύνδεση του πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας όπως διαμορφώθηκε από τον επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό σε παγκοσμιοποιητικά πλαίσια, αλλά και ο χειρισμός της νεολαίας. Βασικό στοιχείο αυτής της πολιτικής για την Ελλάδα ήταν η διάλυση και η υποβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου και η μεταφορά σε επιμέρους προγράμματα κατάρτισης και σε ανοιχτά σεμιναριακά προγράμματα (εννοείται με δίδακτρα) της «πανεπιστημιακής» εκπαίδευσης. Αυτό μεταφράζεται σε μεταφορά του κόστους στον πελάτη-φοιτητή και επιπλέον στην άρση των γνωστικών περιορισμών εισαγωγής σε αυτού του τύπου τα προγράμματα, μιας και το κριτήριο είναι τα δίδακτρα. Κεντρικό ρόλο σε αυτού του τύπου τα προγράμματα παίζει η εξ αποστάσεως λειτουργία και η ψηφιοποίηση γενικότερα. Επιπλέον, η σταδιακή υποχώρηση του κράτους από τις υποχρεώσεις χρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συνέτεινε στην αποδοχή του «όποιος έχει χρήματα, σπουδάζει ή παίρνει μεταπτυχιακό για πάσα χρήση».. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά:

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2019 (που αναφέρονται στοιχεία για όλες τις χώρες), η μέση δημόσια δαπάνη ανά φοιτητή στην Ελλάδα ήταν 1.780 ευρώ, η χαμηλότερη στην Ε.Ε.-27 και μόλις στο 17,5% του ευρωπαϊκού μέσου όρου(10.132 ευρώ)! Η δημόσια δαπάνη στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία ήταν 2.759 και 3.533 ευρώ ανά φοιτητή, αντίστοιχα! Αν η δημόσια δαπάνη ανά φοιτητή ανερχόταν στο μέσο όρο της ΕΕ-27, για το 2021 για το σύνολο των ελληνικών πανεπιστημίων, η συνολική κρατική δαπάνη θα έπρεπε να αγγίζει τα 4 δισ. ευρώ.

Παράλληλα με την υποχρηματοδότηση, τα δημόσια πανεπιστήμια βρέθηκαν αντιμέτωπα με την υποστελέχωση σε διδακτικό, εργαστηριακό και διοικητικό προσωπικό, μιας και οι μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας δεν επέτρεπαν προσλήψεις προσωπικού. Και για το υπάρχον προσωπικό: μισθοί μειωμένοι κατά 40-50% σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, εξουθενωτικά ωράρια εργασίας λόγω της υποστελέχωσης. Για να επέλθει όμως η περίφημη «απελευθέρωση» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από τα δεσμά του «αναχρονιστικού κρατικού μονοπωλίου» δεν αρκούσε η καταστροφή και η πειθάρχηση των δημόσιων πανεπιστημίων σε μια προσπάθεια δημιουργίας αθέμιτου ανταγωνισμού σε όφελος των ιδιωτικών. Επιβλήθηκε και η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής για να μείνουν πολλοί φοιτητές εκτός πανεπιστημίων, ιδίως των περιφερειακών, τα οποία θα πληγούν πρώτα και από τα ιδιωτικά. Η «ζήτηση» είχε δημιουργηθεί και είχε μετονομαστεί σε «δικαίωμα στην πανεπιστημιακή μόρφωση». Επομένως, η τωρινή νομοθέτηση επιδιώκει να επιβεβαιώσει, να νομιμοποιήσει και να επεκτείνει την ήδη διαμορφωμένη κατάσταση, παραβιάζοντας και το Σύνταγμα!

Βεβαίως, η κοινωνική διαστρωμάτωση του «δικαιώματος στην πανεπιστημιακή μόρφωση» είναι εμφανέστατη. Το 25-30% των φτωχών της ελληνικής κοινωνίας δεν έχει εξ ορισμού το δικαίωμα στο να πληρώνει δίδακτρα, ενώ μικρο- και μεσο-αστικά στρώματα ευελπιστούν ότι οι σπουδές στην πλατεία Κάνιγγος (η όπου αλλού είναι τα παραρτήματα) θα κοστίζουν λιγότερο από τις σπουδές του παιδιού π.χ. στο Ρέθυμνο. Πόσο φρούδες είναι αυτές οι ελπίδες και πόσο μη-πανεπιστήμια θα εγκατασταθούν στην Κάνιγγος ή στο Ελληνικό θα φανεί σύντομα!

***

Εν είδει συμπεράσματος, αν ο αγώνας μας είναι ενάντια στην εμπορευματοποίηση όλων των τομέων της κοινωνικής και ατομικής ζωής, η κεντρικότητα της ιδιωτικοποίησης των πανεπιστημίων για τη χώρα και τον λαό δεν έγινε όσο κατανοητή θα απαιτείτο. Γιαυτό θα συνεχίσουμε και θα εμβαθύνουμε την κριτική μας, ετοιμαζόμαστε για διαρκή και επίμονο αγώνα! Εάν θέλουμε η χώρα να έχει μέλλον, δεν θα αφήσουμε τα πανεπιστήμια να εκποιηθούν σε τιμή ευκαιρίας από μια κυβέρνηση που από την στιγμή που ανέλαβε, έχρισε τα πανεπιστήμια ως βασικούς εχθρούς της!

* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι μέλος ΔΕΠ, Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!