Καλή Λαμπρή
Έτσι, Λαμπρή την έλεγε ο λαός μας την Ανάσταση, τη μέρα που συμβόλιζε τη νίκη πάνω στο Θάνατο. Χρησιμοποιούσε δηλαδή, ίσως χωρίς να το γνωρίζει, μια αρχαιοελληνική λέξη για να αντιπαραβάλει αυτήν την ξεχωριστή μέρα με το Σκοτάδι που μαύριζε τις ζωές των απλών, φτωχών ανθρώπων τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου. Στη διάρκεια όλων των περιπετειών και των μαρτυρίων των κατοίκων αυτής της γωνιάς της γης, η μέρα του Πάσχα ήταν πάντα ξεχωριστή, ελπιδοφόρα. Συνοδευόταν εδώ και αιώνες από το κόκκινο αυγό, ένα από τα λίγα αγαθά που υπήρχε και στις πιο φτωχικές οικογένειες, συμβολίζοντας ήδη από τα χρόνια της αρχαιότητας τη Ζωή – βαμμένο κόκκινο μονάχα τις πασχαλινές μέρες, για να δείχνει γιορτινό και ταυτόχρονα να ξορκίζει το κακό.
Μαζί και το τσουρέκι, που παλιά το ονόμαζαν λαμπρόψωμο ή λαμπροκουλούρα, και θεωρούσαν ότι φέρνει ευλογία στο σπιτικό. Και φυσικά το κερί για την εκκλησία, κίτρινο τη Μεγάλη Βδομάδα και λευκό τη νύχτα της Ανάστασης – η λαμπάδα, που σήμερα στα παιχνιδάδικα και στα σούπερ μάρκετ αποτελεί πρόσχημα για την αγορά αυτοκινήτων του Σούπερμαν και αξεσουάρ της Μπάρμπι ή όποιας άλλης φιγούρας γίνεται κάθε χρόνο της μόδας. Το σουβλιστό αρνί, αντίθετα, ήταν μάλλον πολυτέλεια μέχρι τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να μάθουμε περιδιαβαίνοντας αυτό το ένθετο αφιέρωμα του Δρόμου. Και δυστυχώς, ιδίως στα αστικά κέντρα, τα τελευταία χρόνια ξαναγίνεται πολυτέλεια για πολλούς ανθρώπους…
Αλλά, μέρες που είναι, ας οπλιστούμε με το πνεύμα της Λαμπρής: η Σταύρωση εγκυμονεί την Ανάσταση, όπως έλεγε κι ο Κωστής Μοσκώφ. Ας χρησιμοποιήσουμε λοιπόν αυτές τις στιγμές σαν ευκαιρία να καταδυθούμε στην ιστορία αυτής της γιορτής στον τόπο μας, μέσα από τα ποιήματα και τα πεζά κείμενα σημαντικών Ελλήνων διανοητών και μελετητών. Θα θυμηθούμε –ή θα ανακαλύψουμε, ανάλογα με τη γενιά μας– πόσο η Λαμπρή είναι δεμένη με την ιστορία μας, με την ανάγκη μας να γιορτάσουμε την αναγέννηση όχι μόνο της φύσης αλλά και της ελπίδας. Κι ας μοιάζει δίχως τέλος ετούτη η Εβδομάδα των Παθών!
Ο κοινωνικός επαναστάτης Χριστός
του Ανδρέα Λεντάκη
Ο Ανδρέας Λεντάκης (1935-1997) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αιθιοπία. Όταν ήρθε να σπουδάσει στην Αθήνα οργανώθηκε στη Νεολαία Λαμπράκη. Συνελήφθη από τη χούντα και βασανίστηκε άγρια (σ’ αυτόν αναφέρεται το τραγούδι «Το σφαγείο» του Μίκη Θεοδωράκη). Μεταδικτατορικά εκλέχθηκε τρεις φορές δήμαρχος Υμηττού και δύο φορές βουλευτής του Συνασπισμού. Το 1993 προσχώρησε στην Πολιτική Άνοιξη του Σαμαρά… Όταν ήταν εξόριστος στη Λέρο έδωσε μια διάλεξη στους συνεξορίστους του, δείχνοντας ότι ο Κώστας Βάρναλης εμπνεύστηκε ποιήματά του από τον Ρωμανό τον Μελωδό. Το 1991 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δωρικός το βιβλίο του «Ρωμανός ο Μελωδός – Κώστας Βάρναλης και στρατευμένη τέχνη», απ’ όπου και το ακόλουθο αποσπάσματα.Στον Βάρναλη ο Χριστός δεν είναι Θεός. Είναι άνθρωπος. Ένας κοινωνικός επαναστάτης που συγκρούστηκε με την καταπιεστική εξουσία του ξένου κατακτητή και την ντόπια ολιγαρχία. Αυτό το στοιχείο στο ποίημα του Βάρναλη [«Η Μάνα του Χριστού»] δε φαίνεται άμεσα. Το υπονοούν έμμεσα οι στίχοι που αναφέρονται στη θριαμβευτική του είσοδο στα Γεροσόλυμα, όπου τα ενθουσιασμένα πλήθη τον υποδέχτηκαν σαν Καίσαρα, καθώς και οι στίχοι που μιλούν για τη σύλληψή του. Όμως αυτό λέγεται πολύ καθαρά σε άλλα έργα του, και συγκεκριμένα στο «Μονόλογο του Μώμου» και σε δυο ποιήματά του, στη «Μαγδαληνή» και στην «Αγωνία του Ιούδα»…
Στο «Μονόλογο» ο Μώμος λέει στον Προμηθέα και τον Ιησού:
«Όσο για τον άνθρωπο, τον έπλασε… η μαϊμού! Κ’ εσάς οι ανθρώποι. Σας πλάσαν οι αφέντες της Γης “κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους”. Δουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατέβετε την Αδικία. Και μετά θάνατον; – Αέρας φρέσκος! Όξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορώνα και δίχως κορώνα) κι όξω από τη φαντασία των φοβισμένων και των ανίδεων, δεν υπάρχετε πουθενά…».
Στην τελευταία στροφή του ποιήματος του «Η Μαγδαληνή» ο Βάρναλης γράφει:
Κανείς (και πλήθη και σοφοί και μαθητάδες και γονιοί)
δεν ξάνοιγε το σπαραγμό στα θάματά σου πίσω
κι αν πρόσμενες το λυτρωμό σου από την άδικη θανή,
Εγώ μονάχα το νιωσα, που είμουνα λάσπη και κοινή…
πόσο Χριστέ σουν άνθρωπος! Κ’εγώ θα σ’ αναστήσω!
Και τώρα θα παραθέσω ολόκληρο το αριστουργηματικό του ποίημα «Η αγωνία του Ιούδα», όπου παρουσιάζει το μαθητή που θεωρήθηκε προδότης, σαν τον επαναστάτη που επεχείρησε την εξέγερση την οποία δεν αποτόλμησε ο Χριστός, μιας και ο τελευταίος πρόσβλεπε στην επουράνια και όχι στη γήινη Ιερουσαλήμ (πρβλ. Παύλος: Προς Εβραίους 12.22 «αλλά προσεληλήθατε Σιών όρει και πόλει Θεού ζώντος, Ιερουσαλήμ επουρανίω»). Το ποίημα αρχίζει με έναν μικρό πρόλογο σε πεζό (ποιητικότατο πεζό):
Μια από κείνες τις ανοιξιάτικες βραδιές, που η κουφόβραση κι η πνιγούρα μαζί με τις μακρινές αστραπές μηνάνε καταιγίδα.
Ο Ιούδας ξέκοψε, κατά τη συνήθειά του, από τους άλλους συντρόφους, που κρυμμένοι μέσα σ’ έν’ αμπέλι, μοιράζονται ό,τι αυτός κατάφερε να τους έβρει για φαγί.
Και προσεύχονται.
Ο ορισμένος από τις Γραφές παράνομος μαθητής ανέβηκε πάνου σ’ έναν λόφο από άμμο. Μορφή αχαμνή, νέος ακόμα, φαίνεται να χει πολύ υποφέρει.
Για πρώτη φορά ο πόνος κ’ η απελπισία καθαρίζουν έτσι καλά τη σκέψη του και της δίνουνε μια τραγική στροφή.
Τα χείλη του καθώς τα σφίγγει παίρνουν, θαρρείς, το σχήμα του φιλιού.
Αμμόσκονη πολλά ψιλή, δίχως αγέρα μήδ’ αχό,
πνίγει τον κόκκινο ουρανό, που δίχως ήλιο ανάβει.
Λιγάκι ψήλος αερινό, μια στάλ’ ανάσα – αγκομαχώ!
Άμποτε να με βούλιαξε ξυλάρμενο καράβι,
ω βράδι καλοκαιρινόν, η μπόρ’ αφτή, που αστράβει.
Βλέπω την πόλη από μακριά, την Άγια Πόλη, π’ αγαπώ.
Απάνω της μια χαρακιά γραμμένη με το μέλι.
Απ’ την κλεισμένη μου καρδιά περνάς, σοκάκι χαρωπό,
γλυστράς, γυναίκα, πράσινο μέσα στο κύμα χέλι,
την ερημιά βαρέθηκα κ’ η πόλη δε μας θέλει!
Ξυπόλητοι, μ’ ένα ραβδί κ’ ένα ταγάρι σταβρωτά,
τη μέρα να κρυβόμαστε, τη νύχτα να δρομάμε,
– ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαβγίζουν σερπετά
πόσες ημέρες νηστικοί, θυμάμαι δε θυμάμαι! –
αχ! δε βαστώ, καρδούλα μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε.
Άρχισε να κλονίζεται και δεν το κρύβει πια ο Θωμάς.
Ο Πέτρος κακομίλητος τα φρύδια του ζαρώνει.
Και ξαφνικά ξεκόβοντας ο νιος Ιωάννης από μας
παραλαλεί κι αλλόκοτα φαντάσματα ξαμώνει.
Όλους μας καταντήσατε φαντάσματ’ άγρια, Πόνοι!
Καρδιά, πουλί τρεμάμενο, χωρίς φωλιά πάνω στη Γη,
κυνηγημένη πας ομπρός και πίσω δε γυρίζεις.
Τι να’ ναι τάχα: θέληση, φόβος, συνήθεια, προσταγή;…
Μα κάπου θα ναι ανάπαψη, κάπου γαλήνια ορθρίζεις
σε θάλασσα και σε πλαγιές, Άνοιξη, που μυρίζεις.
Μα Κείνος τίποτα δε λέει. Διάφανο σώμα κι αδειανό
πάνου απ’ το χώμα σηκωτό βαδίζει στον αέρα.
Στα νοτισμένα μάτια του κοιτάς τον άπατο ουρανό.
Λόγος γλυκής, που, κι αν μιλά κι αν δε μιλά, κοφτερά
βυθίζεται μες τις καρδιές σε νύχτα και σε μέρα.
Στην Άγια Πόλη ως μπήκαμε, –βάγια πολλά και φοινικιές!–
και ξένοι αρχόντοι και δικοί κρυμένοι τρέμαν όλοι,
γιατ’ άνεμος ξεσήκωνε τα πλήθη (ελπίδες ξαφνικές!)
Του πα σιγά: « Τώρα καιρός για τη Μεγάλη Σκόλη!»
– «Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνια, μάθε, η Πόλη».
Μ’ αρνιέσαι τάφο, Θάνατε, πώς θα με φέρεις στη Χαρά;
Βαθιά στο χώμα, οργιές πολλές, μονάχα κρύα σκουλήκια.
Τούτ’ η καρδιά, και που μισεί και δικιοσύνη λαχταρά,
ζητάει δικά της δω στης Γης δυο πιθαμές χαλίκια,
απ’ τ’ αγαθά, που δώσε ο Θεός, ζητάει μερίδα δίκια!
Ποιος το φτωχό μου το κορμί και την ψυχή μου τη φτωχιά
απ’ τον κρυφό το Φαρισαίο κι απ’ τον τραχή Λατίνο,
από τον ξένο γέρακα θα σώσει κι απ’ την ντόπια οχιά;
Αυτούς σ’ ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν’ αφήνω
κ’ εγώ ανεμόσκαλα σωμού στο γαλανό να στήνω;
Δεν είναι μοναχά η δικιά μου μοίρα, που με τυραννά,
μάβροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας.
Ήλιος ζεστός και γόνιμος τα χρόνια μας τα σκοτεινά
για κείνους, που την αρετή μας θέλουν της θυσίας.
Ήρτε γι’ αφτούς – για μας ακόμ’ αργεί ο ωραίος Μεσσίας.
Σε λογισμό και σε καρδιάν ανάμεσα όχτρητα πολλή.
Καθάρια το πρεπούμενο στο νου μου λαγαρίζει,
μα σίντα πάω να κουνηθώ λίγο, το σώμα παραλεί,
πιότερο σφίγγει τ’ άλυτο σκοινί Του, που μ’ ορίζει
ψυχή και σώμ’ αντίμαχα σε δυο μου τα χωρίζει.
(Θυμάται τη μάνα του)
Τα κλάηματά σου, μάνα μου, φτάνουν εδώ στην ερημιά.
Μες τα λιγνά χεράκια σου νυχτόημερα δεμένη,
ώρες κοιτώντας χαμηλά τελειώνεις με λιγοθυμιά.
Μες τ’ άδειο σου θυμητικό άλλο από με δε μένει.
Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι!
Για σας, μανάδες κι αδερφοί και τώρα κ’ ύστερα, σιγά
θα κάνω απόψε, που νογώ, της ανταρσίας το κρίμα.
Και ξέρω τι καταλαλιά τη μνήμη μου θα κυνηγά!
Αν δεν πετύχει τούτο δα το πρώτο μέγα βήμα,
Θα πουν οι εμπόροι των Θεών: «Τον πρόδωσε για χρήμα!»
Βέβαια το ποίημα αυτό διαφέρει από τη «Μάνα του Χριστού», γιατί ο επαναστάτης εδώ είναι ο Ιούδας, ενώ εκεί είναι ο Χριστός. Όμως και στα δυο ποιήματα ο Χριστός είναι άνθρωπος, το δε επαναστατικό του πρόγραμμα καθώς και ο διπλός του στόχος, που είναι η απελευθέρωση απ’ τους Ρωμαίους (τον τραχή Λατίνο) και την ντόπια ολιγαρχία (τον Φαρισαίο που τον αποκαλεί ντόπια οχιά), το δίνει μέσα απ’ τον Ιούδα που έκανε την εξέγερση, η οποία όμως απέτυχε αν και εκμεταλλεύτηκε το Πάσχα…
Η διαφορά από τον Ρωμανό είναι κεφαλαιώδης. Γιατί αυτό ακριβώς το στοιχείο, η ανθρώπινη ιδιότητα του Χριστού, δίνει καινούργιο περιεχόμενο στο ποίημα και μιαν άλλη διάσταση. Δίνει περιεχόμενο κοινωνικό, επαναστατικό, ανθρωπιστικό. Η θυσία τώρα αποκτάει το νόημά της κι αποτελεί τη δραματική κορύφωση της προσπάθειας του κοινωνικού μεταρρυθμιστή, του επαναστάτη, που θέλει να αλλάξει τον κόσμο καταργώντας την αδικία κι ελευθερώνοντας το φτωχό και καταπιεζόμενο λαό. Η θυσία δικαιώνει το επαναστατικό κήρυγμά του, το πρόγραμμα δράσης και το σκοπό του, γιατί μεγαλύνει την προσπάθειά του, μιας και υπάρχει πλήρης αντιστοιχία ανάμεσα στα λόγια και στη δράση του. Η εκούσια επιλογή του θανάτου τη στιγμή που μπορεί να δραπετεύσει στη δύσκολη στιγμή και να σωθεί, και η απόφασή του να αποδεχτεί τα βασανιστήρια και τον πόνο, προεκτείνει την ανθρώπινη διάστασή του και τη μεγαλώνει. Της δίνει μια νέα ποιότητα, ακριβώς επειδή δεν είναι θεϊκή. Γιατί ξέρει πως ο θάνατος σημαίνει το οριστικό τέλος, που δεν έχει ούτε συνέχεια σε άλλον κόσμο, ούτε και γυρισμό ξανά σ’ αυτή τη ζωή…
Εαρινή Συμφωνία
Γιάννης Ρίτσος
Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ’ τα χείλη των παιδιών
απ’ την άγνοια των χελιδονιών
απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.
Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.
Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ‘χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.
Χριστέ μου
τι θα ‘τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;
Η Σταύρωση εγκυμονεί την Ανάσταση…
του Κωστή Μοσκώφ
Ο συγγραφέας Κωστής Μοσκώφ (1939-1998), μάλλον «ξεχασμένος» σήμερα διανοούμενος της ελληνικής Αριστεράς, διατέλεσε μεταξύ άλλων διευθυντής του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών, δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης, μορφωτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας στην Αίγυπτο και υπεύθυνος του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού στη Μέση Ανατολή. Θεωρείται εισηγητής της έννοιας «η καθ’ ημάς Ανατολή» και συνέδεσε τον μαρξισμό με τον ορθόδοξο λόγο. Αναπόφευκτα, στα γραπτά του η Σταύρωση και η Ανάσταση έχουν ξεχωριστή θέση. Ακολουθούν δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα
Ο άνθρωπος είναι «σταυρωμένος» ακόμα σήμερα, γνωρίζοντας τα όρια της ζωής του μέσα στη φύση και μέσα στην κοινωνία, υπερβαίνοντας ωστόσο με την Πράξη του δυνάμει τα όρια της ατομικής του ζωής, γνωρίζοντας πως η ενοποίηση της διασκορπισμένης ύλης γύρω από τους καημούς του είναι μια Πράξη έρωτα τόσο όσο και μια Πράξη ιστορίας, γνωρίζοντας πόσο το Εσύ είναι το κρυμμένο Εμείς, πρόσωπο του όλου, του συλλογικού σώματός μας… Η «Σταύρωση» συνεχίζεται. Και ωστόσο ο παραδοσιακός κόσμος μας δεν έχει κέντρο του εορτολογίου του την κορύφωση του Πάθους Σταύρωση, δεν έχει κέντρο του εορτολογίου του τη μέρα μνήμης της Σταύρωσης, αλλά την άρνησή της Ανάσταση. Οι 364 μέρες του χρόνου ανήκουν στο χώρο της Σταύρωσης, η Ανάσταση όμως, το Πάσχα, είναι το επίκεντρο, στον κόσμο μας, του όλου χρόνου, μέρα της θέωσης του ανθρώπου… Η Σταύρωση εγκυμονεί την Ανάσταση…
[«Μεγάλη Πέμπτη – Σταύρωση και διαλεκτική», κεφάλαιο του βιβλίου «Λαϊκισμός ή πρωτοπορία;», που κυκλοφόρησε το 1985 από τις εκδόσεις Καστανιώτη]
Ο καιρός κατάργησε τα όνειρα. Απαγορεύεται να ονειρεύεσαι. Απαγορεύεται να ελπίζεις. Οι δομές στη νέα ώρα της δύναμής τους κρατούν σκλάβους τους λαούς. Η Πράξη κουρασμένη, διστάζει τώρα να προχωρήσει. Η Επανάσταση πέθανε; Είναι αυτό το τέλος της ιστορίας;
Η Αποτυχία μας. Η Επιτυχία μας. Η Επιτυχία της Αποτυχίας – η μεταμόρφωσή της σε Λόγο, σε ολικό γεγονός, σε Τραγωδία. Όπως στη ζωή την Σταύρωση ακολουθεί η Ανάσταση. Επικαθοριστική μέσα στην Παράδοση όμως η στιγμή της Λαμπρής. Μέχρις ότου η ώρα της δύναμης των δομών περάσει. Και η Πράξη μπορέσει πάλι δραστικά να εκτυλιχτεί.
[«Η σάρκα σου όλη», Εξάντας, 1998]
Μαγδαληνή
Νίκος Καζαντζάκης
Ω Κύριε, εγώ ‘μαι που έσπασα σα μυρογιάλι
στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα
μακριά μαλλιά μου εγώ τ’ ανέμισα στις τρέμουλες,
σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!
Εγώ ‘μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε
κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,
στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια
στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,
πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!
Κ’ έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε
σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!
Χριστέ, κι αν όλοι σ’ αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!
Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό
κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι
στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,
βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας
το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη.
Ο οβελίας
του Γιώργου Χουρμουζιάδη
Ο Γιώργος Χουρμουζιάδης (1932-2013) ήταν αρχαιολόγος και διανοούμενος. Διατέλεσε αντιπρύτανης του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, καθώς και βουλευτής του ΚΚΕ. Πραγματοποίησε σημαντικές αρχαιολογικές ανασκαφές στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε σε ένθετο αφιέρωμα του Ριζοσπάστη το Πάσχα του 2003.
Οι πρόσφυγες δε συνήθιζαν να ψήνουν αρνί το Πάσχα. Εβαφαν αυγά, έψηναν ωραία, λαχταριστά τσουρέκια, σουβλιστά αρνιά όμως και κοκορέτσια δε θυμούμαι ποτέ να συνόδευαν την πασχαλιάτικη χαρά μας. Αρνιά και κοκορέτσια ήθελαν λεφτά, και μεις δεν είχαμε. Έτσι, περιοριζόμασταν στη μαγειρίτσα και σε κανένα μικρό γκιουβετσάκι. Τσουγκρίζαμε τα κόκκινα αυγά μας, λέγαμε τις ευχές μας, φιλιόμασταν σταυρωτά και κει τέλειωνε η Λαμπρή. Μαύρα, βλέπεις, τα χρόνια. Στη Μουργκάνα και στην Αλεβίτσα δε σταμάταγε το κανόνι. Ο Γράμμος και το Βίτσι είχανε μουλιάσει στο αίμα και οι Αμερικάνοι παρακολουθούσαν με τα κιάλια τους τη συντριβή της Πατρίδας και των οραμάτων του λαού να δει τη χώρα ελεύθερη, τα ελληνικά σχολειά να λουλουδίζουν και το τραπέζι να χορταίνει ψωμί.
Ήτανε μεγάλη Παρασκευή, θυμούμαι, ψιλόβρεχε κιόλας, όταν χτύπησε το κουδούνι. Τρέξαμε όλο περιέργεια ο αδερφός μου κι εγώ ν’ ανοίξουμε. Στο κατώφλι στεκόταν, μ’ ένα σφιχτό χαμόγελο στα μαυρισμένα τους πρόσωπα, ένα ζευγάρι. Ο Γιάντσος και η Βαγγελιώ, όπως μας είπαν. Έρχονταν από τον Αυγερινό Βοΐου. Τους έστελνε, μας είπανε, ο θείος μου ο Πασχάλης, που ήτανε ξάδερφος της γιαγιάς μου, για να τους φιλοξενήσουμε κανένα μήνα, μέχρι να τελειώσουνε οι μάχες που έδινε ο στρατός με την ΙΧ μεραρχία του ΔΣΕ. Και μόλις τους περάσαμε μέσα στο σαλόνι, ο Γιάντσος έριξε πάνω στο μεγάλο στρογγυλό τραπέζι της υποδοχής το μεγάλο, μακρόστενο δέμα που κουβαλούσε στον ώμο, και τότε μόνο είδαμε το ματωμένο κεφάλι ενός αρνιού να βγαίνει μέσα από τις λαδόκολλες.
– Αυτό, είπε με βραχνή φωνή ο Γιάντσος, σας το στέλνει ο θείος σας, ο Πασχάλης, για να το ψήσετε το Πάσχα.
Σχεδόν βουβαθήκαμε. Μικροί και μεγάλοι από εκείνη τη στιγμή ξεχάσαμε και το Γιάντσο και τη Βαγγελιώ. Η προσοχή όλων συγκεντρώθηκε στον οβελία εκ Βοΐου κι άρχισαν αμέσως οι προετοιμασίες. Να βρούμε μια ξύλινη σούβλα, γιατί οι σιδερένιες δεν κάνουν μας είπανε, να αγοράσουμε ένα μικρό τσουβάλι ξυλοκάρβουνα. Δυο κιλά κάρβουνα για κάθε κιλό κρέας, μας ξαναείπανε. Βούτυρο, λεμόνια και ένα κλαδί θυμάρι για ν’ αλείβουμε μ’ αυτό το αρνί, όσο αυτό θα ψηνόταν και θα κοκκίνιζε! Και από εκείνη τη στιγμή δε μας ησύχαζε τίποτε, ούτε κοιμόμασταν ούτε παίζαμε. Το μυαλό μας ήτανε στον πρώτο οβελία της οικογένειας. Στο πρώτο γνήσιο ελληνικό Πάσχα που θα γιορτάζαμε, όσο στη Μουργκάνα και στην Αλεβίτσα στοιβάζονταν τα κορμιά των παλικαριών κάτω από το άγρυπνο αμερικάνικο μάτι του στρατηγού Βαν Φλιτ. Και κάθε τόσο τρέχαμε στη μικρή μας αυλή, όπου σε μια γωνία, κάτω από την ανθισμένη σαλκιμιά είχε στηθεί το σουβλιστό μας αρνί, μνημείο της ασίγαστης λαχτάρας μας να ξεχάσουμε τον πόνο που σούβλιζε την καρδιά μας. Κι όλο τα βράδυ δεν κλείσαμε μάτι, με το να λέμε διάφορες ιστορίες για τη σταύρωση του Χριστού, την ανάστασή του. Στιγμές ενός υπερφυσικού δράματος που μέσα μας έμπαιναν σαν μια σειρά από μυρωδάτες, ανοιξιάτικες εικόνες. Εικόνες εφηβικών ερώτων στα στενά σοκάκια της παιδικής μας γειτονιάς, αθώων εναγκαλισμών και υποσχέσεων για μια άλλη ζωή, χωρίς θεία και, προπαντός, ανθρώπινα δράματα. Και δεν ξεχνούσαμε να ρίχνουμε κλεφτές ματιές προς τη φρουτιέρα με τα κόκκινα αυγά και τον καρυδένιο μπουφέ, όπου είχαν κλειδωθεί τα λιγοστά μας τσουρέκια.
Τελικά μπήκε το πρώτο θαμπό φως από το παράθυρο. Πεταχτήκαμε από το κρεβάτι, ντυθήκαμε στα γρήγορα, χωρίς να πλυθούμε, και τρέξαμε στη γωνία της αυλής μας με τη σαλκιμιά. Και τότε νιώσαμε όλο το θείο δράμα να σωρεύεται πάνω στα παιδικά μας κεφάλια. Ο πρώτος πασχαλινός μας οβελίας είχε γίνει άφαντος!
Οι πόνοι της Παναγιάς
Κώστας Βάρναλης
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέρα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ’ αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ’ ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!
Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη
του Κώστα Βάρναλη
Το κείμενο που δημοσιεύουμε παρακάτω, «Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη», είναι ένα χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη, δημοσιευμένο κάποιο κατοχικό Πάσχα στην εφημερίδα Πρωία. Η πηγή μας είναι το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου (sarantakos.wordpress.com) όπως και η σημειώσεις στο τέλος του κειμένου είναι επίσης του Νίκου Σαραντάκου.
Πώς να μη θυμάται κανείς κάθε χρονιάρα μέρα, και μάλιστα το Πάσχα, εκείνον, που αν δεν ήτανε ο μόνος πιστός άνθρωπος, ήτανε ωστόσο ο μόνος θρησκευτικός «ποιητής» του καιρού μας, –τον Παπαδιαμάντη; Ούτε μυστικιστής και πανθεϊκός («διαστολή» του εγώ προς το Σύμπαν!) ούτε ωραιολάτρης του θρησκευτικού βίου. Χριστιανός τής ουσίας και των τύπων, της πίστης και τού δόγματος, της ψυχής και του κανόνα, της θεωρίας και της πράξης. Αυτού του είδους η θρησκευτικότητα «ζει» στο έργο του, ενώ των άλλων (μανιέρα και… κυμβαλαλισμός!) απουσιάζει ολότελα. Επειδή έτυχε να θυμηθούμε τον Παπαδιαμάντη κάνουμε αυτήν την παρατήρηση και μαζί μ’ αυτήν και μιαν άλλη: πως δεν είναι το θέμα, που δίνει αξία στο έργο παρά η ειλικρίνεια.
Και τώρα: ο κυρ Αλέξανδρος, ο ψάλτης και τυπικάρης, τη Μεγάλη Βδομάδα βρισκότανε σε ακατάπαυτη κίνηση κι αγρυπνία. Με το λαμπαδάριο Χριστοφίλη, με τον εξάδερφό του το Μωραϊτίδη, τη «σεβάσμια μητέρα» Ολυμπιάδα και με λιγοστούς φιλακολούθους στο ιδιωτικό παρεκκλήσι του Αγ. Ελισσαίου εκτελούσε τα χρέη του με πάθος. Έψελνε με σπανία γνώση τής βυζαντινής μουσικής, με «πενιχράν φωνήν», αλλά πολύ χρωματισμένη και κραδαινότανε ολάκερος έως οχτώ ώρες. «Ψάλλων ο Παπαδιαμάντης εσκίρτα αληθώς, ηγάλλετο, εθλίβετο, και οιονεί συνέπασχε μετά του υμνωδού… Εάν φράσις τις περιείχε επιτακτικήν τινα έννοιαν ως λ.χ. «αυτόν προσκυνήσωμεν» ήτο αδύνατον να μη συνοδεύσει το μέλος τούτης και με μίαν ζωηράν πλήξιν του ποδός επί του εδάφους…» Ύστερα από ένα τέτοιον αγώνα σωματικό και ψυχικό, μιας ολάκερης βδομάδας, μέρα και νύχτα, ύστερα από νηστεία σαράντα ημερών, κυρ Αλέξανδρος θα πήγαινε σε καμιά ταβέρνα του Ψυρρή με τούς «συμποτικούς φίλους» (το Χριστοφίλη τον καντηλανάφτη, τον κυρ Στρατή τον ψάλτη του Νεκροταφείου, τον κυρ Νικολάκη το Θεοφιλάτο,τoν κυρ Γρηγοράκη το Γιακουμή, το Γιάννη το Μανάφτη, το Νήφωνα Διανέλλο τον καλόγερο κτλ.) για να γιορτάσουνε με τη γκιουβετσάδα και με το κρασί τη μεγάλη μέρα.
Αλλά όχι σπάνια, στα τελευταία χρόνια, ο Παπαδιαμάντης ήτανε το Πάσχα καλεσμένος στου φίλου του κυρ Στέφανου, του «Προέδρου» τής Δεξαμενής.
Ο κυρ Στέφανος, παλιός πρόεδρος των αμαξάδων, ερχότανε με τα ποδήματά του (χειμώνα καλοκαίρι), με τη μαγκούρα του και τα γαλανά του μάτια να πάρει κατά το μεσημέρι τον κυρ Αλέξαντρο να πάνε σπίτι. Κατηφόριζαν κι οι δυο τα σκαλιά της πλατείας και λίγο παραπέρα στην οδόν Σπευσίππου ήτανε η αυλή του κυρ Στέφανου με την πλατιά πόρτα, ώστε να χωράει μέσα το αμάξι, που τώρα το δούλευε ο γιός του. Στο τραπέζι ήτανε το ταψί με τ’ αρνί και τις πατάτες, η πιατέλα με τη μαρουλοσαλάτα κι η χιλιάρα με το κρασί. Δίπλα στο κεχριμπαρί τής ρετσίνας τα κόκκινα αυγά.
Πριν καθίσουν ο Παπαδιαμάντης έκανε την προσευχή: «Φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται και αινέσουσι κύριον οι ευλογούντες αυτόν, ζήσονται αι καρδίαι αυτών εις αιώνας αιώνων». Και τότε μονάχα καθότανε ο καθένας στην καρέκλα του. Και τότε γινότανε το εξής: Πριν να βάλει μπουκιά στο στόμα του ο κυρ Αλέξαντρος, γέμιζε μια κούπα, που την τοποθετούσανε μπροστά του, με «ξανθόν ρητινίτην», τη γέμιζε ώς τα χείλια και κατόπι πιάνοντάς τη με τις δυο του χούφτες, που τρέμανε, την έφερνε στο στόμα και την άδειαζε ώς κάτου. Τότε μονάχα αστράφτανε τα μάτια του και λυνότανε η γλώσσα του κι άνοιγε η όρεξή του. Το πάθος!
Έτσι ο Παπαδιαμάντης έκανε «Πάσχα ρωμέικο να ευφρανθεί η ψυχή του». Κι όταν ο μέσα του κόσμος μαγευότανε, άρχιζε να σιγοψέλνει διάφορα τροπάρια – το άλλο του πάθος. Κι ύστερα θα μπορούσε να λέει την περίφημη φράση, που την έχει γράψει σ’ ένα διήγημά του –φράση που περιέχει όλον τον παθητικό λυρισμό του για το κρασί: «Ήτον ωραίον ρετσινάτον όλον άρωμα και πτήσις και αφρός»! Δίψα του Βάκχου και του… Δαυίδ!
Πάντα ο ποιητής της «Φόνισσας» και της «Νοσταλγού» γλεντούσε μονάχα με ανθρώπους τού λαού. «Ω πενιχρά και υπερτάτη ευτυχία τού φτωχού»! Κι όπως λέγει ο κ. Βαλέτας, απ’ όπου αντλήσαμε πολλές βιογραφικές πληροφορίες για τον άνθρωπο: «από το λαό ξεκίνησε, με το λαό πέρασε τη ζωή του, στο λαό άνοιξε την ψυχή του».
Καναδυό σημειώσεις
* κυμβαλαλισμός: λέξη φτιαχτή από τον Βάρναλη, που παραπέμπει στο ευαγγελικό «κύμβαλον αλαλάζον» (το περίφημο χωρίο από την προς Κορινθίους επιστολή: Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον).
* «συμποτικοί φίλοι»: έκφραση του Παπαδιαμάντη από το διήγημα «Καλόγερος», όπου εμφανίζεται και ο Γιάννης ο Μανάφτης, όπως και ο κυρ Γρηγοράκης. Τα άλλα ονόματα πρέπει να εμφανίζονται επίσης σε άλλα διηγήματα ή σε επιστολές του Παπαδιαμάντη.
* ακατάπαυτη: σήμερα είναι συχνότερος ο τύπος «ακατάπαυΣτη», αλλά προπολεμικά επικρατούσε ο τύπος χωρίς σίγμα.
* «το κεχριμπαρί της ρετσίνας»: στο πρωτότυπο δεν υπάρχει τόνος, αλλά θεωρώ πιθανότερο αυτό, παρά «στο κεχριμπάρι της ρετσίνας»/
* «Φάγονται πένητες…» Προσευχή της τραπέζης, πριν από το δείπνο.
* κυρ-Στέφανος, ο Πρόεδρος: Για τον φίλο αυτό του Παπαδιαμάντη έχει γράψει ο Βάρναλης σε ένα άλλο χρονογράφημά του, «Στη Δεξαμενή», φράσεις του οποίου επαναλαμβάνονται και εδώ.
* Ήτον ωραίον ρετσινάτον όλον άρωμα και πτήσις και αφρός: φράση από το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Τραγούδια του Θεού», όπου περιγράφεται ένα Πάσχα που έκανε καλεσμένος στο σπίτι του φίλου του Στέφανου Μ.
* «Ω πενιχρά και υπερτάτη ευτυχία του φτωχού». Παπαδιαμαντική φράση από την «Υπηρέτρα» (για την ακρίβεια: Ω, πενιχρά αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!).
Η ημέρα της Λαμπρής
Διονύσιος Σολωμός
Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί-μεγάλοι, ετοιμαστήτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε!
Φιληθήτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.
Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι
Άγγελος Σικελιανός
Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι’ όσες,
μοιρολογήτρες, ως με του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη, έτσι γλυκά θρηνούσαν!
πώς, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Αδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι’ ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι’ ο επιτάφιος θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια,
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!
Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι’ απ’ τ’ Άγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ως με την ξώπορτα, όλοι κι’ όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!»
Και να, ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο – και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κυττάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κυττάζαν
τον χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
μα ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!
Και τότε, –μάρτυράς μου νάναι ο στίχος,
ο απλός κι’ ο αληθινός ετούτος στίχος–
απ’ το στασίδι πούμουνα στημένος
ξαντίκρυσα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
(έτσι όπως τόειδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι’ αληθινός ετούτος στίχος),
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Μάτια μου, Βαγγέλη!»