Το παράγγελμα του τίτλου, και μάλιστα σε δεύτερο ενικό, δεν αφορά ένα άτομο ή ένα πρόσωπο. Απευθύνεται σε όλους όσοι ενδιαφέρονται και αγωνιούν, σε όλους και όλες που βλέπουν μια εντελώς άσχημη κατάσταση να διαιωνίζεται, σε όσους ασφυκτιούν με όσα συμβαίνουν και δεν θέλουν να είναι καταναλωτές εικόνων φρίκης, ή εκδοχών κυνισμού και πλιάτσικου που στερεύουν τη ζωή και πνίγουν τον τόπο. Επειδή δεν ονειρευόμαστε Ριβιέρες για λίγους και εκλεκτούς, όπως γίνεται από τον Πειραιά έως το Σούνιο, ή ακόμα χειρότερα όπως σχεδιάζει ο Τραμπ (και ο σφαγέας Νετανιάχου) την εκμετάλλευση της Γάζας ως Ριβιέρας, με εξοντωμένο ή εκτοπισμένο έναν ηρωικό αντιστασιακό λαό. Ζούμε και ασφυκτιούμε εν μέσω μιας φρίκης· μας οδηγούν να εθιστούμε στη φρίκη, στη σφαγή, στον εξανδραποδισμό.  Τι να πάρουμε λοιπόν αντίστροφα; Ας εξηγηθούμε.

Να ορίσουμε ποιο είναι το πρόβλημα

Σήμερα μας παρουσιάζονται διάφοροι «σωτήρες». Που θα σώσουν τη χώρα από μια εθνική καταστροφή, αλλά «πρώτα πρέπει να τελειώνουμε με το καθεστώς Μητσοτάκη». Μάλλον η χώρα θα σωθεί αν φύγει ο Μητσοτάκης από την εξουσία. Έτσι ορίζεται σαν βασικό πρόβλημα ο Μητσοτάκης. Εδώ και 2-3 χρόνια παρουσιάζονται (ή αυτοπαρουσιάζονται) πολιτικά πρόσωπα που αυτά και μόνον αυτά είναι ικανά «να νικήσουν τον Μητσοτάκη». Αν στη θέση του Μητσοτάκη έρθουν «δύο πατριώτες πρώην πρωθυπουργοί», ίσως αυτή να είναι η λύση. Αν ο Σαμαράς κάνει κόμμα, κόψει την αυτοδυναμία της Ν.Δ., προκαλέσει κρίση στη Ν.Δ., και πάμε σε κυβέρνηση «ειδικού σκοπού», τότε τι; Τι θα αλλάξει ουσιαστικά; Σε τι δεσμεύεται ένα πρόγραμμα «να ρίξουμε τον Μητσοτάκη» σκέτο;

Πιο καθαρά: Ο Μητσοτάκης έπρεπε να έχει φύγει και για ένα μόνο από τα μεγάλα σκάνδαλα που έχουν παρουσιαστεί: υποκλοπές, Τέμπη, ΟΠΕΚΕΠΕ. Το ότι είναι ακόμα στην εξουσία οφείλεται και στη σιωπή των δύο πρώην πρωθυπουργών, και στη στήριξη που είχε από τους Έλληνες ολιγάρχες μέχρι τώρα, και στην απουσία/βόλεμα/ανικανότητα της αντιπολίτευσης (που του άνοιξε διάπλατα τον δρόμο, δεν κατάλαβε τίποτα για το σχέδιο «επιτελικό κράτος», υποτίμησε πλήρως του Μητσοτάκη κ.λπ.), αλλά και στον βαθμό πολιτικοποίησης και έλλειψη σχεδιασμού (θα λέγαμε έως και παροπλισμό) του λαϊκού παράγοντα, της υπαρκτής αλλά διάχυτης λαϊκής διαθεσιμότητας.

Δεν έχουμε αντίπαλο έναν «κακό, κάκιστο» Μητσοτάκη αλλά ένα σύστημα μεταπρατικής Ελλάδας, δεσμευμένης από μνημονιακά δεσμά, με ένα καθεστώς εξάρτησης και υποτέλειας, με ένα πολιτικό σύστημα προσανατολισμένο και κουρδισμένο να υπηρετεί αυτό το βαθύ καθεστώς. Με μια ιθύνουσα τάξη εντελώς προσαρμοσμένη σε ό,τι ζητήσουν οι Πρεσβείες και οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί στην περιοχή, με μια ιθύνουσα τάξη που δεν ασκεί κυριαρχία αλλά την παραχωρεί, εχθρική προς τον λαό και τις ανάγκες του, αδιάφορη για το τι θα είναι η Ελλάδα σε 5 ή 10 χρόνια. 15 χρόνια μετά τα Μνημόνια, αυτά θα έπρεπε να είναι εντελώς καθαρά. Και άρα ότι η Ελλάδα που πρέπει να μείνει όρθια και να υπάρχει δεν μπορεί να αναπνεύσει σε ένα τέτοιο σχεδιασμό. Ο σχεδιασμός οικοπεδοποιεί την Ελλάδα, τη ζωνοποιεί, αποκλείει τον πληθυσμό από ζωτικές ανάγκες και αγαθά, εγκαθιδρύει εργασιακό καθεστώς «γαλέρας», και ασυδοσίας-ακαταδίωκτου για όσους λυμαίνονται το βιος και τον πλούτο της χώρας.

Να εξηγηθούμε καλύτερα: ο 15χρονος κύκλος από τη Χρεοκοπία και τα Μνημόνια έως σήμερα, καταγράφει έναν συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό μέσα στη χώρα. Δυσμενή συσχετισμό για τον λαό, που παρά τους αγώνες και τα σκιρτήματά του (γιατί υπήρξε και υπάρχει αντίσταση) ηττήθηκε σε μια φάση. Δεν έβγαλε ουσιαστικά συμπεράσματα, αφέθηκε στην τύχη του, είδε προδοσίες και εγκλήματα ατιμώρητα, έφτασε στο σημείο να μην πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει μια καλύτερη προοπτική. Αντιμνημονιακός αγώνας, Πλατείες, «πρώτη φορά Αριστερά», Δημοψήφισμα 2015, τρίτο Μνημόνιο, συμφωνία Πρεσπών, αποχή από τις ευρωεκλογές, επανεμφάνιση του Κανένα, Τέμπη και μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις φέτος.

Και τώρα εγκλωβισμός στο ποιο κόμμα (από τα υπάρχοντα στη Βουλή) είναι πιο αντισυστημικό, ποια κόμματα θα μπουν στην επόμενη Βουλή, ποιο ποσοστό θα συγκεντρώσει ο Μητσοτάκης, αν θα κάνει κόμμα ο Σαμαράς, αν η Κωνσταντοπούλου θα κάνει κι άλλη φασαρία μέσα και έξω από τη Βουλή κ.ο.κ. Δείτε τη συμπεριφορά όλου του πολιτικού κόσμου στα τελευταία 15 χρόνια. Δείτε τι αντιπολίτευση κάνουν (ή δεν κάνουν)  προς τον Μητσοτάκη. Δείτε τον βαθύ συστημισμό τους, την ίδια στιγμή που φωνάζουν πως θέλουν να γκρεμίσουν τον Μητσοτάκη.

Το πρόβλημα είναι γενικότερο. Είναι το Υπαρξιακό Πρόβλημα της Ελλάδας και των μελλοντικών γενιών σε αυτόν τον Τόπο.

Εδώ μια απαραίτητη στάση: Ποια είναι η αφετηρία μας και ποια η αναφορά μας

  • Ξεκινάμε από τον υφιστάμενο κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων που υπάρχει. Όσο αυτός παραμένει αναλλοίωτος ή με μικροαλλαγές στις κορυφές του πολιτικού σκηνικού, ή ανάμεσα στις φατρίες των ολιγαρχών, δεν μπορεί να γίνει σοβαρός λόγος για κάποια σημαντική αλλαγή στη χώρα. Επιπλέον, δεν φθάνει να ορίσουμε τον εσωτερικό συσχετισμό. Πρέπει να δούμε και το τι επιδιώκουν για την περιοχή και τη χώρα μας βασικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Ε.Ε., Τουρκία κ.λπ.), και τι γίνεται κατανοητό γι’ αυτήν την πλευρά μέσα στον εσωτερικό συσχετισμό. Έπειτα: αγωνιζόμαστε για την αλλαγή του δυσμενούς σήμερα συσχετισμού δυνάμεων, υπέρ μιας πρότασης που να συναρθρώνει στοιχεία εθνικής κυριαρχίας και κοινωνικής αλλαγής, ως βασικής προϋπόθεσης θετικής συμβολής και ανταπόκρισης στο πολυπαραγοντικό και βαθύ Υπαρξιακό Πρόβλημα της χώρας. Δεν μπορεί να ψάξουμε αφηρημένα «μια κάποια λύση» χωρίς να νοιαζόμαστε για μια σημαντική τροποποίηση του συσχετισμού δυνάμεων (πολιτικών και κοινωνικών). Ούτε να ψάχνουμε σωτήρες που εν λευκώ θα διαχειριστούν το ίδιο σύστημα χωρίς να το αλλάζουν σε τίποτα (και μάλιστα αυτό να το θεωρούμε ό,τι πιο προωθημένο μπορεί να γίνει, π.χ. «έλα Σαμαρά να μας σώσεις» και άλλα τέτοια μάλλον φαιδρά).
  • Δεύτερον, η αφετηρία και η αναφορά είναι η κοινωνία, ο λαός, η λαϊκή διαθεσιμότητα, οι αντιστάσεις σε όλους τους χώρους για επιβίωση και αξιοπρέπεια, για δικαιοσύνη, για υποδομές, για τα δημόσια αγαθά κ.ο.κ. Εμείς γι’ αυτό νοιαζόμαστε και από εκεί ξεκινάμε. Αυτό είναι μια βασική διαχωριστική. Το κεντρικό για μας δεν είναι τι ποσοστό θα πάρει ένα κόμμα, ή ακόμα και η δημιουργία άλλου ενός κόμματος (στα ήδη 30 υπάρχοντα), ή ποιο κόμμα θα μπει στην Βουλή. Είναι το πώς, με ποιες διαδικασίες και συγκεκριμένες μορφές συμμετοχής θα ενεργοποιηθεί η λαϊκή διαθεσιμότητα για να φθάσει στο σημείο να είναι πόλος αναφοράς και δύναμη τροποποίησης του συνολικού συσχετισμού δυνάμεων στη χώρα. Αν δεν τεθεί με μεγάλη σαφήνεια στο κέντρο της προσοχής και της αξιολόγησης κάθε προσπάθειας αυτό το ζήτημα, δεν θα προχωρήσουμε ουσιαστικά. Θα βαράμε βήμα σημειωτόν και θα δίνονται μάχες οπισθοφυλακών χωρίς να τροποποιείται ο συσχετισμός.
  • Τρίτον, η πολιτική είναι ζήτημα μεγάλων ακροατηρίων και συνόλων. Ο πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός δεν αφορά μικρόκοσμους και εγκλεισμούς σε «αλήθειες» που ισχύουν για μικρά σύνολα, πόσο μάλλον όταν αυτά δεν ενδιαφέρονται για τα μείζονα ζητήματα. Ζούμε μεν στον διαδικτυακό κόσμο και την ψηφιοποίηση, έχουν οργανωθεί μεγάλα γεγονότα μέσω του διαδικτύου και σε 2-3 μέρες μπορούν να οργανωθούν μεγάλες κινητοποιήσεις, αλλά αυτό είναι μόνο η επιφάνεια, όχι το βάθος. Δεν φθάσαμε στις κινητοποιήσεις του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου για τα Τέμπη λόγω διαδικτύου. Έπαιξαν σπουδαίο ρόλο το θέμα, η Συγκάλυψη-Μπάζωμα, η αποφασιστικότητα των γονιών των θυμάτων, η τεκμηρίωση και οι αποκαλύψεις από επιστήμονες και ανεξάρτητες φωνές κ.ο.κ.
  • Τέταρτον, ζούμε στην εποχή και στην περιοχή των προσώπων, των ατόμων που έχουν ικανότητα, έχουν μαγκιά, ξέρουν την πιάτσα, είναι καπάτσοι. Δεν μετράνε διόλου οι διαδικασίες, η συλλογικότητα, η συμμετοχή του κόσμου, το πρόγραμμα, οι ιδέες, το νόημα. Η απόσταση από το πρόσωπο στον «σωτήρα» είναι ελάχιστη. Πριν λίγα χρόνια υπήρχε η «ανάθεση» σε ένα κόμμα (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ) να σώσει από τα Μνημόνια. Τώρα υπάρχει η αναζήτηση «σωτήρα». Πρόκειται για ιδέες και προτάσεις που αποδιοργανώνουν.
  • Πέμπτον, το σύστημα ξέρει ότι έχει μια κοινωνία απέναντι. Ξέρει πως δεν έχει «ρεύμα» μέσα στην κοινωνία. Ξέρει ότι πρέπει να εξουδετερώσει κάθε προσπάθεια η κοινωνία (το αποκλεισμένο και καταπιεζόμενο τμήμα της) να αποκτήσει φωνή, γνώμη, δικό της πρόγραμμα. Παρεμβαίνει λοιπόν και σε αυτό το επίπεδο, και μάλιστα πολύ ενεργά. Το ένοιωσε πολύ δυνατά με την υπόθεση των Τεμπών, που είναι πολύ βαθύ και ενεργό ρήγμα μέσα στην ελληνική κοινωνία. Ολόκληρο το πολιτικό σύστημα βλέπει με καχυποψία και εχθρότητα αυτήν την άλλη δυνατότητα, να συγκροτηθεί ένα μεγάλο, ακηδεμόνευτο, μη ελεγχόμενα από διάφορα κέντρα κίνημα που θα αλλάζει σε βάθος και ουσιαστικά τους συσχετισμούς.
  • Έκτον, η ίδια η ζωή έδειξε ότι υπάρχουν δυνατότητες και ενεργοποίηση της λαϊκής διαθεσιμότητας. Έδειξε όμως παράλληλα ότι αυτή δεν υπάρχει διαρκώς και μόνιμα, ότι το υπάρχον επίπεδο συνείδησης σωστά ζητά κάτι συγκεκριμένο. Κι όταν αυτό για διάφορους λόγους (και αδυναμίες της φάσης που βρισκόμαστε) δεν υπάρχει, σημειώνεται μια αποδρομή, μια κούραση, μια υποχώρηση. Τι είναι αυτό που λείπει διακαώς, ώστε η βασικά αυθόρμητη αντίδραση και κίνηση του κόσμου και της διαθεσιμότητας (που όμως συσσωρεύει και στοιχεία συνείδησης) να τροφοδοτήσει ένα μεγάλο λαϊκό εγχείρημα που θα τάραζε τα νερά; Λείπει μια πιο συνολική ματιά για όσα συμβαίνουν (δεν μπορούν να είναι μονοθεματικά τα εγχειρήματα, π.χ. Δικαιοσύνη, και μάλιστα με αυταπάτες ότι αυτή δεν υπάρχει στην Ελλάδα αλλά υπάρχει στην Ευρώπη). Και βεβαίως χρειάζεται μια δυνατότητα σύνθεσης δυνάμεων που έχουν διαφορετική αφετηρία και εμπειρία, αλλά πρέπει να ενωθούν. Για να επιτευχθεί η σύνθεση χρειάζεται διαδικασίες, εγχειρήματα με χωρητικότητα, να σπάσει ο προσωποπαγής χαρακτήρας κινήσεων, και να υπάρχουν διαδικασίες συμμετοχής και ελέγχου. Η Πολιτική δεν είναι η φαεινή που έχει ένα πρόσωπο, ή οι ικανότητες που έχει ένα άτομο. Είναι κυρίως συμμετοχή, είναι σύνθεση, είναι λόγος για όλα τα σημαντικά ζητήματα, είναι και σημαντικές οριοθετήσεις. Είναι προβολή στόχων που ενώνουν και εμπνέουν. Είναι ουσιαστική διαμεσολάβηση ενός συγκεκριμένου τμήματος της κοινωνίας στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Χωρίς ψέματα, χωρίς αιφνιδιασμούς. Με διαρκή λογοδοσία, με έλεγχο και προαγωγή όσων συμμετέχουν. Πολιτική δεν είναι το «βλέποντας και κάνοντας», που συχνά στα πρόσωπα παίρνει το χαρακτήρα του «βλέπω και σας λέω όποτε νομίζω να κάνετε κάτι». Είναι πολύ διαφορετικό πράγμα.

Ίσως δεν είναι δημοφιλής η φράση που ακολουθεί: Είναι υπεραναγκαία μια ιδεολογική και πολιτική πύκνωση. Δηλαδή μια απαραίτητη αίσθηση των όρων μέσα στους οποίους δρούμε και υπάρχουμε: Μπορεί να δικαιολογηθεί η παντελής απουσία σκέψεων, προτάσεων, ενδιαφέροντος για τα γεωπολιτικά ζητήματα και τις εθνικές απειλές στην περιοχή μας και την θέση της Ελλάδας; Μπορεί να δικαιολογηθεί η απουσία προβληματικής και αναφοράς στο πολύ οξυμένο κοινωνικό πρόβλημα (εκμετάλλευση, καταπίεση, αποκλεισμός, γιγάντωση των ανισοτήτων); Αρκεί να αναφερόμαστε γενικώς στο να «φύγει από τη μέση ο Μητσοτάκης» ως ύψιστο καθήκον; Μπορεί να δικαιολογηθεί η μη σύνδεση των οξυμένων περιβαλλοντικών, κοινωνικών, εθνικών, εργασιακών, παραγωγικών κ.λπ. ζητημάτων; Μπορεί να μην γίνεται καμία σοβαρή προσπάθεια συλλογικής τεκμηρίωσης και ενασχόλησης για την προβολή ενός συγκεκριμένου σχεδίου εθνικής κυριαρχίας και κοινωνικής αλλαγής, και να νομίζουμε ότι θα μας το προσφέρει κάποιο πρόσωπο με πείρα ή ιδιαίτερες ικανότητες, ένας «σωτήρας»; Είναι δικαιολογημένη η αδιαφορία για ένα εναλλακτικό σχέδιο που θα αντιμετωπίζει (θα πασχίζει να αντιμετωπίσει) το Υπαρξιακό Πρόβλημα της χώρας; Κι αν ένα τέτοιο σχέδιο λείπει (και ναι, λείπει), πώς θα οικοδομηθεί; Μέσα από ποιες διαδικασίες, μέσα από ποια πράξη; Σαν επιφοίτηση; Σαν αποτέλεσμα ενόρασης του «σωτήρα»; Σαν νοσταλγία παλιών αναλύσεων; Από κάπου απ’ έξω; Από έναν θεωρητικό γίγαντα που ίσως να μην έχει γεννηθεί ακόμα; Να γιατί είναι υπεραναγκαίες οι διαδικασίες που θέτουν αυτό το ζήτημα. Μια τέτοια σοβαρή διαδικασία είναι και το Συνέδριο για το Υπαρξιακό Ζήτημα της Ελλάδας στην τροχιά του 21ου αιώνα.

Κάτι όμως για το ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ;

Είναι εντελώς δικαιολογημένη η απαίτηση και η ανάγκη να υπάρξει κάτι άλλο, αλλά να είναι συγκεκριμένο, και όχι μόνο λόγια και διακηρύξεις. Ωραία. Να το δούμε. Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να καλύπτονται για ένα μεγάλο νέο εγχείρημα; Απλά η αποφασιστικότητα και η ενότητα ενός διάχυτου και υπαρκτού δυναμικού;  Φθάνει κάτι τέτοιο; Πόσες προσπάθειες και συγκολλήσεις (κυρίως για εκλογικούς λόγους) δεν έγιναν, για να διαλυθούν την επομένη των εκλογών; Πόσες ακόμη διασπάσεις και κονταροκτυπήματα θέλουμε; Επειδή υπάρχει το ερώτημα: ένα δυναμικό, ίδιο κατά βάση, που έχει πάρει μέρος σε πολλά κόμματα και προσπάθειες, χωρίς να έχει μετατοπιστεί, και όντας φορέας πολλών αποτυχιών, γιατί αν τώρα ενωθεί θα παράξει πολύ πιο σημαντικά πράγματα; Τι εγγύηση υπάρχει ότι οι επόμενοι βηματισμοί θα είναι πιο ουσιαστικοί, αν δεν υπάρξει μια προεργασία ιδεολογικής και πολιτικής πύκνωσης;

Το βασικό ερώτημα είναι όμως άλλο: θα μπορούσε να είναι καλύτερη η κατάσταση από την πλευρά της λαϊκής διαθεσιμότητας για ένα μεγάλο εγχείρημα; Η υπόθεση των Τεμπών (είχα κάνει αναφορά στην έννοια «κίνημα των Τεμπών», και ευγενικά μου απαντήθηκε ότι αυτό δεν υφίσταται…) έδειξε τεράστιες δυνατότητες, αλλά και όρια. Όρια που αφορούν διαδικασίες, μέριμνα για τη δημιουργία δομών κινήματος και διαδικασιών, πολιτικοποίηση της κίνησης και σύνδεση με την γενικότερη πραγματικότητα. Ίσως είναι υπερβολικό να τα περιμένει κανείς όλα αυτά από μια φυσική ηγεσία, που μάλιστα αναδείχθηκε με τραγικό τρόπο, αλλά μπορούσαν να γίνουν πολλά άλλα πράγματα μετά τη συγκέντρωση της 28ης Φεβρουαρίου. Αυτά έλειψαν όχι με ευθύνη του κόσμου που ένοιωσε καθήκον του να είναι «παρών». Αλλά αυτά είναι πιο ειδικά θέματα.

Θυμίζω απλώς πως όλα τα μεγάλα κινήματα και προσπάθειες είχαν πάντα και τις διαδικασίες τους. Συσκέψεις, διαβουλεύσεις, συνελεύσεις, περιφερειακές συνδιασκέψεις, μεγάλες συνεδριακές διαδικασίες, εσωτερικό διάλογο, ανταλλαγή γνωμών και προτάσεων. Είναι πρόβλημα όταν αυτά λείπουν εντελώς. Τότε δεν ενδυναμώνει  το όλο εγχείρημα, και μάλιστα τη στιγμή που αυτό είναι αναγκαίο. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον το άνοιγμα μιας διαδικασίας και μιας συζήτησης για το εγχείρημα των Τεμπών, το κίνημα των Τεμπών ως μιας πολύ σημαντικής και πολύ ενδιαφέρουσας υπόθεσης της λαϊκής διαθεσιμότητας στην Ελλάδα. Αλλά γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει η θέληση και η διάθεση, και κυρίως η κατανόηση της σημασίας της.

Σύνοψη

Πάμε αντίστροφα: από τον συσχετισμό δύναμης που πρέπει να αλλάξει· από το βαθύ καθεστώς του συστήματος που πρέπει να αντιμετωπίσουμε· από την επίμονη αναφορά στον λαϊκό παράγοντα και τη λαϊκή διαθεσιμότητα· από τη συνολική ματιά και σύνθεση που απαιτεί η αντιμετώπιση του Υπαρξιακού Προβλήματος της Ελλάδας σε έναν ταραγμένο κόσμο· από τον σεβασμό και την ανάγκη του ακηδεμόνευτου κινήματος και της κίνησής του· από την απόρριψη της μικροπολιτικής και των παιχνιδιών που γίνονται στο έδαφός της. Αν το πάρουμε αντίστροφα, θα συμβάλλουμε ουσιαστικά. Εκεί στηρίζεται η αισιοδοξία μας. Οπότε, «πάρτο αντίστροφα»!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!