Του Φώτη Τερζάκη*

 

Το περασμένο Σάββατο, σε αυτήν εδώ τη σελίδα δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του Κωνσταντίνου Πουλή με τίτλο «Χούντα και “χούντα”». Ανάλωσε τον ασφυκτικά περιορισμένο χώρο μιας εβδομαδιαίας στήλης λέγοντας μακροσκελώς πάλι και πάλι, με κουραστική εμμονή και ανέμπνευστη επαναληπτικότητα, ότι η χρήση της λέξης «χούντα» για να περιγράψει τη σημερινή συνθήκη είναι εσφαλμένη και καταχρηστική• παραβλέπει τις πραγματικές διαφορές και αντί να ανεβάζει τη θερμοκρασία της καταγγελίας προκαλεί μάλλον ειρωνικά χαμόγελα.
Ας πούμε ότι το τελευταίο είναι σωστό. Ερωτώ όμως: απ’ όλη τη φλεγόμενη επικαιρότητά μας –έκτακτα νομοθετήματα που καταργούν την κοινοβουλευτική διαδικασία, δημιουργία κολαστηρίων τύπου Γκουντάναμο και δραματικές απεργίες πείνας φυλακισμένων, φορολογική εξόντωση των ανίσχυρων τάξεων, έλεγχος της χώρας από ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό διευθυντήριο και τα αδίστακτα όργανά του– αυτό είναι που ενόχλησε περισσότερο τον αρθρογράφο και θεώρησε ως το πιο επείγον να στηλιτεύσει, αφιερώνοντάς του μάλιστα ένα ολόκληρο άρθρο ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να το έχει πει παρενθετικά σε μία και μόνη φράση; Είναι σημαντικότερος ο έλεγχος μια ρητορικής αστοχίας από την καταγγελία της ίδιας τής πραγματικότητας την οποία εκείνη στόχευε; Και είναι πολιτικά αθώα αυτή τη στιγμή μια τέτοια εμμονή;

Ακόμη και αν υπάρχει εδώ μια φραστική υπερβολή, όμως, δεν πρόκειται για ρητορική αστοχία. Κανένας απ’ όσους την χρησιμοποιούν, ή όσους την ακούνε, δεν αγνοεί προφανώς τις εξωτερικές διαφορές ανάμεσα στη σημερινή κυβέρνηση και μια στρατιωτική δικτατορία. Είναι ένας ρητορικός τρόπος να υποβληθεί μια δομική αναλογία μεταξύ των δύο πολιτικών σχηματισμών – και, ακόμη πιο σημαντικό, να υποδειχθεί ότι οι μεταξύ τους διαφορές είναι λιγότερο κρίσιμες από τις μεταξύ τους ομοιότητες. Άρα, η κρίση περί ρητορικής ευστοχίας ή αστοχίας εξαρτάται από την πολιτική επιλογή του κρίνοντος: κρίση, στην πραγματικότητα, επί του αν η διαφορά ή η ομοιότητά τους είναι για μας το πιο βαρύνον πραγματικό στοιχείο, από την οποία θα εξαρτηθεί και η στάση μας απέναντι στο υπάρχον πολιτικό σύστημα.

Για να πούμε λοιπόν τα πράγματα με το όνομά τους: το ότι είχαμε εκλογές δεν σημαίνει ότι έχουμε και δημοκρατία, διότι ούτε οι άνθρωποι αφήνονται να εκλέξουν αυτοπροαίρετα (με τρόπους που ξέρουμε πολύ καλά και δεν χρειάζεται να εξηγήσω λεπτομερώς εδώ) ούτε οι κυβερνώντες δεσμεύονται απέναντι στους εκλογείς τους (όταν δεν τους επιτρέπεται καν να αποφασίζουν οι ίδιοι). Είναι και παραείναι δυνατό να πούμε ότι ο Σαμαράς πρόδωσε τη λαϊκή εντολή, διότι μπόρεσε να σφετεριστεί την εξουσία μόνο και μόνο επειδή έπαιζε, για τους ηλίθιους βέβαια, το αντιμνημονιακό παιχνίδι. Αν η τρόικα ερχόταν με τανκς θα είχε αποτύχει, διότι τα τανκς είναι η έσχατη απεγνωσμένη λύση όταν έχουν εξαντληθεί όλοι οι άλλοι τρόποι χειραγώγησης ενός πληθυσμού• η σημερινή της επέμβαση παντού είναι το ακριβές ισοδύναμο μιας πολεμικής επίθεσης, όπως τεκμηριώνεται από τα ίδια τα αποτελέσματά της στην κοινωνία. Έχουμε πολλούς λόγους να πούμε ότι είτε ένας βασανίζεται είτε διακόσιοι είναι το ίδιο, διότι και ένας άνθρωπος μόνο εάν βασανίζεται η κηλίδα του βασανιστηρίου σφραγίζει ανεξίτηλα την πολιτική ζωή και απονομιμοποιεί αμετάκλητα τους κρατούντες – πόσο μάλλον που η αναλογία με τη στρατιωτική χούντα (αν ακολουθήσω κι εγώ την ποσοτική σοφιστική του αρθρογράφου) δεν είναι 1 προς 200 αλλά τουλάχιστον 20 προς 200! Το να μη συγκρίνουμε ανάμεσα στο βάρβαρο και το ακόμη πιο βάρβαρο έχει λογικά μόνο μία σημασία: να εκχωρήσουμε και τα δύο αδιακρίτως στη βαρβαρότητα. Και, τελευταίο αλλά όχι ασήμαντο, η φράση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου1 που τόσο στρεψόδικα και παραπλανητικά χρησιμοποιεί ο Κ. Πουλής στο άρθρο του, επιχειρηματολογούσε υπέρ τής αντίθετης ακριβώς θέσης από τη δική του.

Δεν θα κάνω εδώ άλλον υπαινιγμό για τον πολιτικό επαμφοτερισμό του αρθρογράφου. Θα συμφωνήσω όμως μαζί του σε ένα τουλάχιστον σημείο: ότι η αναλογία του σημερινού καθεστώτος με μια στρατιωτική δικτατορία δεν πάει πολύ μακριά. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, πρέπει μάλλον να μιλήσουμε για ολοκληρωτισμό, με όλα τα χαρακτηριστικά που περιγράφεται στις μεγάλες λογοτεχνικές δυστοπίες του εικοστού αιώνα. Διότι βαθύτερο γνώρισμα τού ολοκληρωτισμού δεν είναι η χειραγώγηση με όρους εξωτερικής βίας αλλά η εξάρθρωση και του τελευταίου ίχνος αυτενέργειας και αυτοκαθορισμού των ανθρώπων, η χρήση τους εν είδει εύπλαστης άμορφης μάζας στα χέρια ενός καφκικού δυναστευτικού μηχανισμού που βρίσκεται έξω από την ακτίνα όρασής τους. Εδώ ακριβώς βρισκόμαστε – κι ένα εύγλωττο τεκμήριο αυτού προτίθεμαι να παρουσιάσω στο επόμενο άρθρο μου.

 

(1) Από το κείμενό του «Γράμμα στον Γιάννη Καλιόρη», στις Σημειώσεις 79 (Νοέμβριος 2014), σελ. 63, όπου, απαντώντας στον τελευταίο για το βιβλίο του Όλα ή τίποτα. Αντιεξουσιαστικός λόγος και συνείδηση των ορίων (Αρμός, 2014), παρατηρεί ότι όσοι επιμένουν να μην ταυτίζουμε το σύστημα στο οποίο ζούμε με «πραγματικούς» ολοκληρωτισμούς ή δικτατορίες, εκφέρουν μέσ’ από τα δόντια μιαν απειλή: «Καθίστε καλά, γιατί υπάρχουν και χειρότερα!».

 

* Ο Φώτης Τερζάκης γεννήθηκε το 1959 στην Πάτρα. Έχει εργαστεί πολλά χρόνια στον χώρο του βιβλίου (ως εκδότης, επιμελητής σειρών και μεταφραστής), και ερευνητικά, στο πλαίσιο σεμιναρίων, σε ποικίλους τομείς των Επιστημών του Ανθρώπου (φιλοσοφία, ομαδική ανάλυση, κοινωνική ανθρωπολογία, κ.ά.). Από το 1992 ως το 2001 συνδιοργάνωνε ένα ανεξάρτητο Θρησκειολογικό Σεμινάριο που το 1997 οδήγησε στη δημιουργία της Εταιρείας Θρησκειολογικών Ερευνών, και ήταν από τους βασικούς συντάκτες του Θρησκειολογικού Λεξικού στα Ελληνικά Γράμματα. Έχει δημοσιεύσει εκτεταμένο αριθμό δοκιμίων και κριτικών σε ποικίλα έντυπα (Σημειώσεις, Λεβιάθαν, Πλανόδιον, Πανοπτικόν, κ.ά.) και συνεργαστεί κατά περιόδους ως βιβλιοκριτικός με τις εφημερίδες Ελευθεροτυπία, Καθημερινή και Αυγή• έχει επίσης διδάξει μετάφραση φιλοσοφίας στο Αγγλικό Τμήμα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ). Από το 2008 έχει ιδρύσει έναν θεσμό εναλλακτικής επιμόρφωσης, την Εταιρεία Διαπολιτισμικών Σπουδών, όπου παραδίδει σειρές μαθημάτων στη φιλοσοφία, την αισθητική, τη συγκριτική θρησκειολογία, κ.ά. Το πολυάριθμο δημοσιευμένο έργο του περιλαμβάνει ποίηση, πρόζα, και κυρίως δοκίμια.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!