Του Φώτη Τερζάκη

 

Θα ήθελα να συμπληρώσω την ανάλυση που παρουσίασα στο προηγούμενο άρθρο μου (14 Φεβρουαρίου 2015) με μερικές ιστορικού τύπου παρατηρήσεις για τη γένεση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Αν δοκίμασα εκεί να κατασκευάσω ένα μοντέλο αυτού του ιστορικά πρόσφατου συστήματος κυριαρχίας, δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι έδωσα κάτι παραπάνω από μερικά αδρά περιγράμματα ενός έργου που είναι ακόμα να γίνει. Και για τον λόγο αυτό χρειάζεται κάποια χαρακτηριστικά που σκιαγράφησα σ’ ένα μάλλον υψηλό επίπεδο αφαίρεσης να σμιλευτούν με πολύ πιο συγκεκριμένους όρους σε διάφορα πεδία της εμπειρικής πραγματικότητας.

Ο Friedrich Pollock, τον οποίον ανέφερα ήδη, φιλοτέχνησε στο άρθρο του «Κρατικός καπιταλισμός» (1942) το περιεκτικότερο κατά την εκτίμησή μου μοντέλο της ιστορικής φάσης του καπιταλισμού που προηγήθηκε, το οποίο διαμορφώθηκε στη δεκαετία του 1930 σαν ένας καπιταλισμός «εκτάκτου ανάγκης» για ν’ αντιμετωπίσει αφενός τη σαρωτική οικονομική κρίση του 1929, που υπήρξε δομική για τον καπιταλισμό της μονοπωλιακής συσσώρευσης, αφετέρου τη διογκούμενη απειλή των επαναστατικών εργατικών κινημάτων στην Ευρώπη. Οι «ολοκληρωτισμοί» είτε του ναζιστικού είτε του σταλινικού τύπου υπήρξαν ακραίες εκφράσεις του, όμως το ίδιο μοντέλο υιοθετήθηκε από τις δυτικές «δημοκρατίες», αρχής γενομένης από τις ΗΠΑ, που έμπαιναν τότε στην πολεμική προσπάθεια (και στάθηκε γι’ αυτές ο αποφασιστικός παράγων εξόδου από την κρίση). Αυτή τη μετριασμένη εκδοχή του, που άλλωστε υιοθετήθηκε απ’ όλες τις δυτικές χώρες μετά τον πόλεμο, ο Pollock ονόμασε «δημοκρατικό κρατικό καπιταλισμό»· και τελειώνοντας τον άρθρο του έγραφε: «Μπορεί ο δημοκρατικός κρατικός καπιταλισμός να είναι κάτι περισσότερο από μια μεταβατική φάση, που οδηγεί είτε στην ολοκληρωτική καταπίεση είτε στην κατάργησή της μαζί με τα υπολείμματα του καπιταλιστικού συστήματος;»(1)

Δηλαδή: μπορεί το γραφειοκρατικό μεταπολεμικό κράτος, των κυβερνητικά ρυθμιζόμενων οικονομιών, της ανακύκλωσης των πλεονασμάτων εντός τού δυτικού συμμαχικού μπλοκ και των ελεγχόμενων αναδιανεμητικών μηχανισμών στις κοινωνίες του πρώτου κόσμου, να γίνει μοχλός μιας σοσιαλιστικής μετάβασης ή θα οδηγήσει απεναντίας σε νέες μορφές ολοκληρωτισμού, με απρόβλεπτη μορφή; Οι ενσωματωμένες αριστερές ηγεσίες των κατ’ όνομα κομμουνιστικών κομμάτων συνέχισαν να πιστεύουν στην πρώτη δυνατότητα μέχρις ότου οι ιστορικές εξελίξεις πήραν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους (δυνατότητα που, εκείνη ακριβώς τη στιγμή της μέγιστης τύφλωσης, στη δεκαετία του 1970, βάφτιζαν «ευρωκομμουνισμό»)· η νέα μορφή «ολοκληρωτικής καταπίεσης» που μόλις γεννιόταν είχε όντως απρόβλεπτη μορφή και, φαινομενικά τουλάχιστον, αντέστρεφε ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά του κρατικού καπιταλισμού. Γεννιόταν το μοντέλο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, η νέα μεταμόρφωση της ολοκληρωτικής κυριαρχίας.

Οι οικονομικές θεωρίες της Σχολής του Σικάγο το ετοίμαζαν ήδη επί δύο δεκαετίες· ελάχιστοι όμως πρόσεξαν ότι, πριν υιοθετηθεί επίσημα από τις ηγέτιδες χώρες του Ατλαντικού άξονα, και μεσούντος του καπιταλισμού της «ευημερίας» στη Δύση, εφαρμοζόταν ήδη σαν μηχανισμός στραγγαλισμού των μόλις αποαποικιοποιημένων χωρών του τρίτου κόσμου: εκείνο που κάποιοι ονόμασαν νεοαποικισμός ήταν ακριβώς η αντικατάσταση της στρατιωτικής επιβολής με χρηματοοικονομικά μέσα καθυπόταξης, δηλαδή, με στρατηγικούς χειρισμούς των μηχανισμών του χρέους σε ήδη κατεστραμμένες από τη χρόνια αποικιακή αφαίμαξη οικονομίες. Η μεταφορά της ίδιας αυτής στρατηγικής σε όλο το εύρος του λεγόμενου πρώτου κόσμου σηματοδότησε την εδραίωση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.

Οι λόγοι αυτής της επιλογής ήταν πολλοί και διασταυρούμενοι. Ήταν οπωσδήποτε μια τακτική αντεπίθεση των ΗΠΑ τη στιγμή που η οικονομία τους από πλεονασματική άρχισε να γίνεται ελλειμματική (για λόγους που μπορούν να αναλυθούν δια μακρών),(2) ήταν επίσης μια διέξοδος του μεγάλου εταιρικού κεφαλαίου που ένιωσε πάλι να απειλείται από τις επιθετικές εργατικές διεκδικήσεις με τα νέα επαναστατικά κύματα της δεκαετίας του ’60, προπαντός όμως ήταν –υποστηρίζω– συνέπεια της δομικής αλλαγής που επέφερε στο καθεστώς της παραγωγής η γενικευμένη εισαγωγή το αυτοματισμού. Αχρηστεύοντας μεγάλον όγκο εργασιακής απασχόλησης (άρα και δυνατότητα απόσπασης υπεραξίας, διότι οι μηχανές δεν δημιουργούν υπεραξία) οδήγησε μεσοπρόθεσμα σε πτωτική τάση τού ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου, επιδεινούμενη από την αντίστοιχη αδυναμία υλοποίησης της αξίας αφού ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αδυνατούσε πλέον να συμμετάσχει στην απαιτούμενη κλίμακα κατανάλωσης για την ανακύκλωση της παραγωγής. Άρα, σε πρώτο βήμα, κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης (που εκδηλώθηκε πλήρως στα τέλη της δεκαετίας του ’80)· σε δεύτερο βήμα, «φυγή προς εμπρός» του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου σε μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια υψηλής κερδοφορίας. Το αποτέλεσμα ήταν όλες οι λειτουργίες της κοινωνίας να μεταφράζονται αυτομάτως σε διογκούμενο «χρέος» για τα κράτη και, προπαντός, για τους εργαζόμενους (και σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό υποαπασχολούμενους ή και άνεργους) πληθυσμούς τους.

Είναι αυτό το μοντέλο μια μορφή ολοκληρωτισμού; Απολύτως, αν θεωρήσουμε δομικό γνώρισμα του ολοκληρωτισμού την αυξανόμενη συσσωμάτωση πολιτικής και οικονομίας: δηλαδή, κράτους και στρατιωτικοβιομηχανικού πλέγματος ή εταιρικού-διατραπεζικού πλέγματος και κυβερνητικής εξουσίας. Απλώς, εν συγκρίσει με το αμέσως προηγούμενο μοντέλο του καπιταλισμού, εδώ η συσσσωμάτωση γίνεται κατ’ αντίστροφη φορά: το εταιρικό-διατραπεζικό πλέγμα, δηλαδή οι διαχειριστές του παγκόσμιου κεφαλαίου, από κοινού με μη κυβερνητικούς μηχανισμούς-εκτελεστικά όργανα των ως άνω ελίτ (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, ΠΟΕ, Παγκόσμια Τράπεζα, κοκ) είναι αυτοί που ελέγχουν ασφυκτικά τις κυβερνήσεις και νομοθετούν, μέσω των τελευταίων, προς ίδιον συμφέρον. Εκείνο που έχει σημασία να καταλάβουμε είναι ότι αυτό εξαλείφει κάθε έννοια δημοκρατίας ή και πολιτικής με την κλασική έννοια του όρου. Έχει αντικατασταθεί από τεχνικές μονόδρομης διακυβέρνησης – και ακραίο δείγμα της «νεοφιλελεύθερης» διακυβέρνησης, με διατήρηση των κενών κοινοβουλευτικών τύπων και δίχως την ανάγκη στρατιωτικών νόμων, είναι ο μηχανισμός του χρέους. Σε αντίθεση με μορφές κυριαρχίας του παρελθόντος που υπέβαλαν εξωτερικά τα άτομα σε πειθαρχικές τεχνικές –το εργοστάσιο, ο στρατός, η φυλακή, το νοσοκομείο, το σχολείο– το χρέος υποβάλλει εσωτερικά το άτομο μεταβάλλοντάς το σε υποκείμενο της ίδιας του της υποταγής, που καλείται να συναινέσει «υπεύθυνα» στην παραίτηση από κάθε αυτενέργεια έναντι των δανειστών του. Αυτή είναι η μέγγενη στην οποία βρίσκονται παγιδευμένα τα άτομα έναντι των γραφειοκρατικών-φοροεισπρακτικών μηχανισμών του σύγχρονου κράτους, και τα ίδια τα κράτη (παράδειγμα, η Ελλάδα στην Ευρωζώνη) έναντι περιφερειακών νομισματικών ενώσεων που είναι επιμέρους σχηματισμοί της παγκόσμιας εξουσίας του εταιρικού-χρηματοπιστωτικού πλέγματος.

 

(1) Friedrich Pollock, «Κρατικός καπιταλισμός», μετ. Γ.Ν. Μερτίκας, περ. Λεβιάθαν, 5 (1989), σελ. 94.

(2) Πράγμα που κάνει ο Γιάνης Βαρουφάκης στο βιβλίο του Ο παγκόσμιος Μινώταυρος. Οι πραγματικές αιτίες της κρίσης (Α.Α. Λιβάνη: Αθήνα 2011) όπου υποστηρίζει αυτή ακριβώς την ερμηνεία. Για μια κριτική της μονομέρειάς της, βλ. το κείμενό μου «Μερικές εφαρμοσμένες παρατηρήσεις για τον συσχετισμό οικονομικού-πολιτικού» στο Φώτης Τερζάκης, Ο αναρχισμός στον κομμουνισμό. Εμμένοντας στην επαναστατική ανάγκη (Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2014), σελ. 188-201).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!