Του Μάρκου Δεληγιάννη. Όταν τούτη η γραφή, φίλε αναγνώστη, στα χέρια σου θα φτάσει, αν φτάσει, θα ’χουμε κιόλας μπει στον πλάνο αστερισμό των διδύμων.
Και καθώς η άνοιξη προετοίμαζε της φύσης τη γιορτή, προσκάλεσαν και μας στον ενταφιασμό της αλήθειας. Την περαίωση της τελετής αναλάβανε οι γνωστοί εργολάβοι, το δίδυμο των επιτυχιών. Αυτοί που ήδη έχουν συνυπογράψει την καταδίκη της. Οι αρχιερείς του αμοραλισμού. Ένα, όμως, εύλογο ερώτημα γεννιέται: Άραγε, πως οδηγείται στον τάφο μια αλήθεια; Μα είναι απλό. Πρώτα την τυλίγουν σε τσιμεντένιο νάρθηκα κι ύστερα υψώνουν τεράστια υποστυλώματα, όρθιο να τον κρατήσουν και πάνω εκεί το μπετόν, οι σιδερόβεργες, η άσφαλτος θα συνθέσουν τον απέραντο δρόμο ταχείας κυκλοφορίας του ψεύδους. Εύκολη δουλειά. Οι δυο εργολάβοι, κακέκτυπα αυτοκρατόρων της παρακμιακής Ρώμης, εκθέτουν τις μέρες αυτές τα μεγαλεπήβολα σχέδιά τους για την ταφή της αλήθειας, ογκανίζοντας: Έτσι κι αλλιώς εσείς, ω ιθαγενείς, είστε καταδικασμένοι σε θάνατο! Δώστε σε μας τη δυνατότητα να σας προσφέρουμε μια κηδεία που θα μείνει αξέχαστη! Εμείς ξέρουμε απ’ αυτά. Άλλωστε δεν είμαστε μόνοι. Υπάρχουν κι άλλοι που χρησιμοποιούν αυτόν το δρόμο, το δρόμο ταχείας κυκλοφορίας του ψεύδους. Έχει γεμίσει ο τόπος από δαύτους. Είναι οι λογής-λογής μικροεργολάβοι, δικηγορίσκοι, εκκολαπτόμενοι μάγοι. Όλος αυτός ο συρφετός είναι έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του, με το αζημίωτο φυσικά, να μπαλωθούν κι αυτοί ζητούν οι ταλαίπωροι! Γι’ αυτό μη διστάσεις δύστυχε, λαέ, ψήφισέ μας!
Όμως, κανένα ευαίσθητο αφτί δεν άκουσε τον κρότο απ’ τις δολοφονικές σφαίρες που έκοψαν το νήμα της ζωής του συνταξιούχου φαρμακοποιού και του εν ενεργεία δασκάλου. Μόνο τα πουλιά, μην υπομένοντας το φτερούγισμα κάτω απ’ την μπετονένια οροφή της φρίκης, πέταξαν μακριά, εξόριστα.
Πάλι εκλογές κι οι καλοθρεμμένες φάτσες, ανενδοίαστα, θα υμνούν τον θρίαμβο του ψεύδους περιφρονώντας τη νοημοσύνη μας. Τόσος πόνος, τόσες ζωές, τόσα δάκρυα χάθηκαν στην άβυσσο γι’ αυτήν εδώ τη θλιβερή επανάληψη, γι’ αυτούς εδώ τους άθλιους σαλτιμπάγκους της πολιτικής. Μισός αιώνας, μια ζωή αγώνας για το δίκαιο κι οι γενναίοι που το πνίγανε πιο δούλοι. Τόσο αίμα, τόσες γκρίζες μέρες, τόσα κορμιά, τόσες ψυχές, τόσες κραυγές θυσία στις μυλόπετρες, θυσία στο βωμό των σκοπιμοτήτων. Ένας ολόκληρος λαός πιόνι ασήμαντο στη σκακιέρα της διεθνούς κερδοσκοπίας.
Τα χρόνια πέρασαν σαν φτερό. Σαράντα πέντε ολάκερα χρόνια. Ήταν και τότε άνοιξη και μεγαλοβδόμαδα, όταν ήρθαν οι άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, με τις φαιές στολές κι απαγόρεψαν τα τραγούδια μας. Ήθελαν να θεμελιώσουν το βασίλειό τους στη σιγή και την ερήμωση. Μας έζωσαν ασφυκτικά με τα σύμβολα της βίας και του αφανισμού. Προσπαθούσαν να μας πείσουν πως θα μπορούσαμε να ζούμε μέσα σ’ ένα τάφο θαμμένοι ζωντανοί. Τα χρόνια πέρασαν. Πολλοί θεοί πέθαναν. Μύθοι δολοφονήθηκαν. Αυτοκράτορες εκθρονίστηκαν. Είδαμε ενθρονίσεις καινούργιων ειδώλων εν μέσω κωδωνοκρουσιών, επευφημιών, ατέλειωτων παρελάσεων και λόγων πανηγυριώτικων. Ακούσαμε πάλι λόγους πολεμάρχων που χωρίζουν τον κόσμο και τον ουρανό στα δύο. Ο λόγος όμως εκατομμυρίων ανθρώπων που αγωνιούν, που διψάνε για ψωμί, παιδεία, ελευθερία, αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη συντρίβεται ή εκπροσωπείται από μηχανισμούς, που παίρνουν την αλήθεια των καταφρονεμένων και την κόβουν στα μέτρα των δικών τους ψευδών.
Εκλογές κι ο χρόνος σύντροφε μας κυνηγάει! Τα λόγια μας κούρασαν. Καιρός να κατακλύσουμε και πάλι τις πλατείες και τα γήπεδα. Ν’ αγκαλιάσουμε παλιούς μα και καινούργιους φίλους. Να πιούμε κρασί αντάμα και να τραγουδήσουμε για τους χαμένους συντρόφους. Να φτύσουμε τη σκουριά που στυφίζει τη γεύση μας. Να υψώσουμε τη θυμωμένη γροθιά μας προς τον ουρανό και ν’ απαιτήσουμε, επιτέλους, τα όνειρά μας να βρούνε εκδίκηση.
Αντιλαμβάνομαι, σύντροφε, τους ενδοιασμούς σου, τις αναστολές σου, τις αντιρρήσεις σου, τα πιθανά βιώματά σου. Η αυταπάτη του αστικού κοινοβουλίου. Η αντικατάσταση της ανατροπής με τη διαχείριση του συστήματος. Όλα σωστά. Θέμα για μια γόνιμη κουβέντα γύρω από ποτήρια ξέχειλα κρασί και στο βάθος η φωτιά του τζακιού να προσθέτει μιαν αισθαντική πινελιά στην εικόνα. Αλλά, φίλε μου, κλεισμένος στην επάρκεια του δωματίου σου με τις κουρτίνες κλεισμένες η ματιά σου συναντά μόνο το είδωλό σου στον καθρέφτη και εκστασιάζεται. Άνοιξε το παράθυρο, φίλε, κι άφησε τον ζωογόνο αέρα να χαϊδέψει τα πλεμόνια σου και τότε θ’ αντιληφθείς πως πόλεμος μαίνεται γύρω μας. Τώρα τα λόγια κι οι συζητήσεις δεν ωφελούν. Σε λίγες μέρες θα δοθεί η μάχη η αποφασιστική. Καιρός να μετρήσουμε νίκες ζωντανές. Αρκετούς ήρωες νεκρούς προσκυνάμε στο εικονοστάσι μας.
Σύντροφοι, ο χρόνος μας κυνηγάει, οι φλυαρίες περιττεύουν. Ας πρυτανεύσει η κοινή λογική. Δεν πειράζει, ας μην έχει τη λάμψη του ήλιου, έχει όμως τη μονιμότητα των άστρων.
Όμως, κανένα ευαίσθητο αφτί δεν άκουσε τον κρότο απ’ τις δολοφονικές σφαίρες που έκοψαν το νήμα της ζωής του συνταξιούχου φαρμακοποιού και του εν ενεργεία δασκάλου. Μόνο τα πουλιά, μην υπομένοντας το φτερούγισμα κάτω απ’ την μπετονένια οροφή της φρίκης, πέταξαν μακριά, εξόριστα.
Πάλι εκλογές κι οι καλοθρεμμένες φάτσες, ανενδοίαστα, θα υμνούν τον θρίαμβο του ψεύδους περιφρονώντας τη νοημοσύνη μας. Τόσος πόνος, τόσες ζωές, τόσα δάκρυα χάθηκαν στην άβυσσο γι’ αυτήν εδώ τη θλιβερή επανάληψη, γι’ αυτούς εδώ τους άθλιους σαλτιμπάγκους της πολιτικής. Μισός αιώνας, μια ζωή αγώνας για το δίκαιο κι οι γενναίοι που το πνίγανε πιο δούλοι. Τόσο αίμα, τόσες γκρίζες μέρες, τόσα κορμιά, τόσες ψυχές, τόσες κραυγές θυσία στις μυλόπετρες, θυσία στο βωμό των σκοπιμοτήτων. Ένας ολόκληρος λαός πιόνι ασήμαντο στη σκακιέρα της διεθνούς κερδοσκοπίας.
Τα χρόνια πέρασαν σαν φτερό. Σαράντα πέντε ολάκερα χρόνια. Ήταν και τότε άνοιξη και μεγαλοβδόμαδα, όταν ήρθαν οι άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, με τις φαιές στολές κι απαγόρεψαν τα τραγούδια μας. Ήθελαν να θεμελιώσουν το βασίλειό τους στη σιγή και την ερήμωση. Μας έζωσαν ασφυκτικά με τα σύμβολα της βίας και του αφανισμού. Προσπαθούσαν να μας πείσουν πως θα μπορούσαμε να ζούμε μέσα σ’ ένα τάφο θαμμένοι ζωντανοί. Τα χρόνια πέρασαν. Πολλοί θεοί πέθαναν. Μύθοι δολοφονήθηκαν. Αυτοκράτορες εκθρονίστηκαν. Είδαμε ενθρονίσεις καινούργιων ειδώλων εν μέσω κωδωνοκρουσιών, επευφημιών, ατέλειωτων παρελάσεων και λόγων πανηγυριώτικων. Ακούσαμε πάλι λόγους πολεμάρχων που χωρίζουν τον κόσμο και τον ουρανό στα δύο. Ο λόγος όμως εκατομμυρίων ανθρώπων που αγωνιούν, που διψάνε για ψωμί, παιδεία, ελευθερία, αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη συντρίβεται ή εκπροσωπείται από μηχανισμούς, που παίρνουν την αλήθεια των καταφρονεμένων και την κόβουν στα μέτρα των δικών τους ψευδών.
Εκλογές κι ο χρόνος σύντροφε μας κυνηγάει! Τα λόγια μας κούρασαν. Καιρός να κατακλύσουμε και πάλι τις πλατείες και τα γήπεδα. Ν’ αγκαλιάσουμε παλιούς μα και καινούργιους φίλους. Να πιούμε κρασί αντάμα και να τραγουδήσουμε για τους χαμένους συντρόφους. Να φτύσουμε τη σκουριά που στυφίζει τη γεύση μας. Να υψώσουμε τη θυμωμένη γροθιά μας προς τον ουρανό και ν’ απαιτήσουμε, επιτέλους, τα όνειρά μας να βρούνε εκδίκηση.
Αντιλαμβάνομαι, σύντροφε, τους ενδοιασμούς σου, τις αναστολές σου, τις αντιρρήσεις σου, τα πιθανά βιώματά σου. Η αυταπάτη του αστικού κοινοβουλίου. Η αντικατάσταση της ανατροπής με τη διαχείριση του συστήματος. Όλα σωστά. Θέμα για μια γόνιμη κουβέντα γύρω από ποτήρια ξέχειλα κρασί και στο βάθος η φωτιά του τζακιού να προσθέτει μιαν αισθαντική πινελιά στην εικόνα. Αλλά, φίλε μου, κλεισμένος στην επάρκεια του δωματίου σου με τις κουρτίνες κλεισμένες η ματιά σου συναντά μόνο το είδωλό σου στον καθρέφτη και εκστασιάζεται. Άνοιξε το παράθυρο, φίλε, κι άφησε τον ζωογόνο αέρα να χαϊδέψει τα πλεμόνια σου και τότε θ’ αντιληφθείς πως πόλεμος μαίνεται γύρω μας. Τώρα τα λόγια κι οι συζητήσεις δεν ωφελούν. Σε λίγες μέρες θα δοθεί η μάχη η αποφασιστική. Καιρός να μετρήσουμε νίκες ζωντανές. Αρκετούς ήρωες νεκρούς προσκυνάμε στο εικονοστάσι μας.
Σύντροφοι, ο χρόνος μας κυνηγάει, οι φλυαρίες περιττεύουν. Ας πρυτανεύσει η κοινή λογική. Δεν πειράζει, ας μην έχει τη λάμψη του ήλιου, έχει όμως τη μονιμότητα των άστρων.
Σχόλια